Η βαριά βιομηχανία της θλίψης

Χρήστος Κιούσης
O Χρήστος Κιούσης γράφει για τις μορφές της θλίψης που υπάρχουν όπου και αν κοιτάξουμε. Σε εγκλήματα όπως αυτό στην Ρόδο, στις αντιδράσεις για τα όσα λέει κάποιος στην τηλεόραση, αλλά και σε περιπτώσεις όπως αυτή της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

«Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη…» λέει ο πρώτος στίχος του αγαπημένου τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη και αναφέρεται ουσιαστικά στη μάστιγα της κατάθλιψης, όμως στην Ελλάδα του 2018 η ίδια η θλίψη μοιάζει εγκατεστημένη σε ανθρώπους που δεν πολώνονται, δεν φανατίζονται, δεν εκφράζονται ή καλύτερα δεν εκτονώνονται μέσω social media. Η «εκτόνωση» είναι η λέξη που διαλέγω, γιατί νιώθω όπως ένας μοτοσικλετιστής πίσω από ένα μπουκωμένο παλιό λεωφορείο που σκάει η εξάτμισή του στην ανηφόρα κι εκτονώνει το μαύρο καυσαέριο στα μούτρα μου.

Την εβδομάδα που φεύγει σήμερα την περάσαμε κυρίως συζητώντας για τις γυναίκες. Με αφορμή το φρικτό έγκλημα της Ρόδου μπήκε στο κάδρο το δικαίωμα της κάθε γυναίκας, του κάθε ανθρώπου θα συμπληρώσω εγώ, να λέει όχι αλλά και να λέει ναι. Και τα δύο είναι πέρα από κάθε κρίση και τα δύο είναι υπεράνω κριτικής, γιατί αν το καλοσκεφτούμε όταν κρίνουμε και κατακρίνουμε μια γυναίκα για τον τρόπο ζωή της, τις επιλογές της, την εικόνα που επιλέγει για τον εαυτό της είναι πολύ εύκολο να ποδοπατήσουμε τα «ναι» της και να αμφισβητήσουμε τα «όχι» της. Εννοείται πως όλα ξεκινούν από το σπίτι, από την οικογένεια, από το σχολείο, εξ απαλών ονύχων.

Η Θλίψη δεν είναι μπροστά στο έγκλημα και στη βιαιότητα μόνο, είναι και για όλα τα μετέπειτα. Για την άκριτη δημοσιοποίηση των λεπτομερειών, για τους πιασάρικους τίτλους που έχουν σκοπό ξεκάθαρα να σοκάρουν, για την παρέλαση των δικηγόρων από όλες τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές με την παράθεση κάθε δυνατής ανατριχιαστικής λεπτομέρειας και φυσικά με τον οχετό του facebook και του twitter. Εκεί που ο καθένας νιώθει δικαστής, ένορκος, συνήγορος και εκτελεστής του πληκτρολογίου και σχεδόν πάντα με το μανδύα ενός avatar, ενός nickname, μιας πλαστής προσωπικότητας. Το ίδιο το κορίτσι και η οικογένειά της είναι απολύτως υπαρκτές προσωπικότητες (ναι και μετά θάνατον), έχουν αισθήματα, έχουν κοινωνική και νομική υπόσταση, έχουν ψυχή. Νομίζω ότι το τελευταίο που περίμεναν είναι ότι θα έπρεπε να κυνηγούν τον κάθε αλήτη, που προσβάλλει, ασχημονεί, βιάζει και σκοτώνει ξανά και ξανά το παιδί τους. Νομίζω επίσης ότι θα αισθανθούν τουλάχιστον άβολα, όταν αντιληφθούν ότι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης ακόμα κι από το «δικό τους στρατόπεδο» από ανθρώπους εθισμένους στη δημοσιότητα και στην προσοχή ή με την πρόθεση να μετατοπίσουν τη δημοσιότητα και την προσοχή από κάποιες υποθέσεις σε κάποιες άλλες. Attention whores ή επιστήμονες της χειραγώγησης;

Η Θλίψη συνεχίστηκε και στους τηλεοπτικούς δέκτες πάλι με γυναίκα πρωταγωνίστρια, με αφορμή μια ερώτηση και μια απάντηση. Δεν ξέρω πόσοι από σας στέκεστε περισσότερο στην ερώτηση ή στην απάντηση, αλλά λόγω της τηλεοπτικής μου πείρας οφείλω να σας θυμίσω ότι υπάρχει και το μοντάζ. Εκεί μπορείς να σκηνοθετήσεις ή να «σκηνοθετήσεις» ξανά και ξανά το υλικό της εγγραφής σου, εκεί καταλαβαίνεις τι έχεις στα χέρια σου, εκεί αποφασίζεις τι δημοσιοποιείς. Η αφέλεια δεν είναι έγκλημα, είναι επικίνδυνη για την φέρουσα την αφέλεια και είναι και συζητήσιμο αν οτιδήποτε αφελές είναι προς δημοσιοποίηση. Προσωπικά δεν με θλίβει η κάθε κοπέλα, που ανοίγει το στόμα της κι εκτοξεύει βατράχια, με θλίβει η κάθε λιμνούλα, που φιλοξενεί προθύμως τα αμφίβια.

Η Θλίψη σε μερικές ειδικές περιπτώσεις γιορτάζεται κι επετειακά. Σκοτώνει ένας αστυνομικός έναν 15χρονο πιτσιρικά το 2008, καίγεται το κέντρο της Αθήνας, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για τους ένστολους, για την ικανότητα να φέρουν όπλα, για την απαραίτητη ψυχιατρική εξέταση κάθε ενός αστυνομικού που βγαίνει στο δρόμο, αστυνομεύει κι οπλοφορεί και δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το μόνο που συμβαίνει αντί ψυχιατρικών εξετάσεων, είναι να ξανακαίγεται η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη επετειακά για τη δολοφονία ενός παιδιού. Θεσμοθετήθηκε μωρέ επέτειος δολοφονίας και δεν το μάθαμε ακόμα, θα τρελαθούμε` εντελώς; Άντε να πούμε ότι τα γεγονότα, τα επεισόδια τότε ήταν προϊόν οργής, θυμού, εν βρασμώ αντίδρασης. Δέκα χρόνια μετά, οι χτεσινές προγραμματισμένες, χορογραφημένες και προδιαγεγραμμένες φασαρίες τι ήταν; Αυτοεκπληρούμενες προφητείες σχεδιασμένες από εξουσία κι αντεξουσιαστές σε αρμονικό τάνγκο; Κι αν η μάνα, αν ο πατέρας θέλουν πια να μη θυμούνται πως δολοφονήθηκε αλλά πως έζησε; Δέκα χρόνια μετά η ανάγκη τακτικής ψυχιατρικής εξέτασης των ένστολων έπαψε να μας απασχολεί, μέχρι μια σφαίρα να ξαναβγεί από μια κάνη και να ξαναγίνει η συζήτηση επίκαιρη. Ωραίο τρόπο έχουμε να ανακυκλώνουμε την επικαιρότητα.

Η Θλίψη στην Ελλάδα είναι δημόσιο αγαθό, εθνική περιουσία, δε θα τη στερηθούμε ποτέ. Καθένας μας το αντιμετωπίζει το φαινόμενο όπως κρίνει, όπως νιώθει κι όπως μπορεί. Άλλος προσπαθεί να ανοίξει διάλογο στα social media, άλλος συζητάει με τα παιδιά του μπας και… Άλλος αρθρογραφεί κι άλλος μιλάει στο μικρόφωνο ανάλογα του Μέσου που μετέρχεται. Άλλος κλείνεται περισσότερο μέσα του, βυθίζεται στο δικό του μικρόκοσμο, φοράει τα ακουστικά του, προσπαθεί να απομακρυνθεί από όλα αυτά. Το σίγουρο είναι ότι επειδή η Θλίψη είναι εδώ και μια βαριά βιομηχανία την εμπορεύεται καθημερινά, όλοι θα έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε κάθε αντίδοτο. Το στοίχημα είναι να μην τους αφήνουμε – να μην την αφήνουμε να περνάει κάτω από το δέρμα μας. Να μια ωραία άσκηση.