Το πέταγμα σηκώνει τη σκόνη του χρόνου
Η αγάπη σώζει, η αγάπη όλα τα μπορεί και τίποτα δεν σώζει, τίποτα δεν μπορεί. Και κάπως έτσι ξεκινά, θα ξεκινούσε, θα ξεκινήσει, η επόμενη φιλόδοξη, αθώα, αγνή, τολμηρή και απερίσκεπτη ιστορία. Θα τη γράψει συγγραφέας, θα την αποτυπώσει ζωγράφος, θα την τραγουδήσει τραγουδιστής, θα τη συνθέσει μουσικός, εικαστικός, χαράκτης, θα τη διαδώσει ιεροκήρυκας, άθεος αγωνιστής, ένα μεγάλο παιδί; Κανείς δεν ξέρεις και όλοι ξέρουν ότι αυτή είναι η μία και μοναδική προσπάθεια κάθε δημιουργού. Η μεγαλύτερη ιστορία αυτού του κόσμου είναι η αγάπη και τα πρόσωπά της που αντέχουν, υπομένουν, πονούν, αποτυγχάνουν, επιτυγχάνουν, συνεχίζουν. Οι λέξεις που ειπώνονται, γράφονται, μένουν ανείπωτες, άγραφτες είναι το σώμα και το αίμα της και όταν τρέξουν, θα φτιάξουν κόσμους απλούς, σύνθετους, όμορφους, άσχημους, ανθρώπους ικανούς για το καλύτερο και το χειρότερο. Η αγάπη άλλοτε θα πετά σαν περήφανος αετός και άλλοτε θα λουφάζει σαν κούκος που βλέπει τα στραβά, ανάποδα και μοιραία να περνούν από την πλάση τούτη και να τη μαραίνουν, να τη θρέφουν, να γίνονται το λίπασμα της επόμενης ανθοφορίας, τη επόμενης καταστροφής. Η ιστορία του κόσμου, και της Ελλάδας φυσικά, είναι αυτή που έγραψε η φωτιά, το τσεκούρι, το δέντρο, η εκδίκηση, η επιβίωση, η συντροφιά και η αναπόφευκτη μοναξιά. Αυτή είναι η αλήθεια και από κει ξεπήδησε το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ «Σταυραετός και Κούκος» (Εκδόσεις Πατάκη).
Το παρελθόν δεν είναι παρελθόν!
Το μυθιστόρημα «Σταυραετός και Κούκος» είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά φτάνει στα όρια και αγγίζει την πραγματικότητα του παρελθόντος, που στην ουσία δεν είναι παρελθόν. Όταν κάτι περνά και δεν πεθαίνει στις σκέψεις, στις μνήμες μας, τότε δεν μπορεί να λογίζεται ως «παρελθόν». Ο χρόνος, όμως, κάνει τη δουλειά του και σε αναγκάζει να κοιτάς μπροστά. Ο συγγραφέας, ωστόσο, είναι, ή πρέπει να είναι, ανυπότακτος και πάντα σηκώνει το χαλί και σκίζει το χάρτινο γαλάζιο του ουρανού. Και κάτω από το φως, ίσως η μόνη σταθερά αυτής της ζωής, ασθενικό, λαμπρό, τα κρίματα, τα αναθέματα, τα λάθη, τα πάθη, οι ντροπές, οι απώλειες, των περασμένων ετών έρχονται στο παρόν και θυμίζουν το πώς φτιάχτηκε και διαμορφώθηκε το σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Διαβάζοντας αυτή την ιστορία του Κορτώ, αφήνεις την κίνηση του λόγου και τη δημιουργική του ροή να σε παρασύρουν. Ξεκινάς από τα χρόνια της Κατοχής και φτάνεις ως το 1990 και είναι σαν να σε βρήκε μονόπλανο του Αγγελόπουλου, το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή και το «Δυο φορές Έλληνας» του Κουμανταρέα. Κάπου εκεί, ανάμεσα, τρυπώνει ο «Σταυραετός και ο Κούκος» και το πέταγμά του σηκώνει τη σκόνη του χρόνου, των ανθρώπων και των τόπων που δεν ξεχνιούνται από τον Έλληνα του σήμερα και του αύριο.

Η επιβίωση πάνω απ’ όλα
Πριν ξεκινήσει η ιστορία, ο Κορτώ μας δίνει τον οδηγό της με το εξής απόσπασμα από παραδοσιακό τραγούδι της Πίνδου, τέλη 19ου αιώνα: Αν η αγάπη έσωνε/θα σαν πολλοί οι σωσμένοι/ κι ο Κούκος κι ο Σταυραετός/θα σαν αδερφωμένοι. Αυτό το αν η αγάπη γίνεται η σπίθα που βάζει «φωτιά» στο πυρακτωμένο κείμενο που δεν θες να τελειώσει, που θες από την πρώτη στιγμή να μάθεις το φινάλε του!
Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο 1945, στο 1941-1945, στο 1962 και στο 1990. Χρονολογίες, περίοδοι, που συντελέστηκαν βίαιες αλλαγές στην Ελλάδα. Πολιτικές, κοινωνικές, υπαρξιακές. Η επιβίωση ήταν πάνω απ’ όλα και όλα τα άλλα ακολουθούσαν. Σε αυτή την απόλυτη γραμμή απλώνει την άγρια ομορφιά του ο Κορτώ, τη σκηνοθετεί, τη δομεί. Δυο χωριά δεμένα με άσβεστο μίσος. Ο Σταυραετός και ο Κούκος. Δυο νέοι που κλέβονται και γυρεύουν την τύχη τους στην Αθήνα της Κατοχής. Η Σμαρώ, βασικός χαρακτήρας της ιστορίας, επιστρέφει στον Σταυραετό με δυο μωρά, μα μόνο το ένα είναι του Μηνά, του Κούκου που την έκλεψε.
Ο λόγος του Κορτώ είναι κοφτερός και αντικειμενικός. Συγκινεί εκεί που πρέπει, δικαιώνει εκεί που πρέπει και στέκεται αμείλικτος εκεί που πρέπει. Μέσα από τις ανθρώπινες δυνάμεις-αδυναμίες συνθέτει ένα τρυφερό και συνάμα ανθεκτικό, απόλυτα δοκιμασμένο, μυθιστόρημα. Με καθαρότητα θίγει ζητήματα όπως αυτά της υιοθεσίας, του βιασμού, των φόνων, της αναζήτησης αλήθειας, της οικογενειακής εστίας καταφύγιο-φυλακή. Οι ήρωες του είναι δουλεμένοι και με ουσιαστικές, γεμάτες σάρκα και ψυχή, ανθρώπινες ανθρώπινες απεικονίσεις πάνω τους. Η πλοκή είναι καλά δεμένη, υπάρχει σασπένς, καθαρό συναίσθημα, γλώσσα αληθινή, οικεία και το βάρος της ύπαρξης που κουβαλά η αγάπη.
