Δημήτρης Μητροπάνος: Σ' ένα ζεϊμπέκικο ενός τετραγωνικού ολόκληρη η ζωή του

Δημήτρης Μητροπάνος: Σ' ένα ζεϊμπέκικο ενός τετραγωνικού ολόκληρη η ζωή του
Στη ρωγμή του χρόνου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, τραγουδάει ακόμα τους καημούς όλης της Ελλάδας.

Σε εκείνη την τελετή μύησης βρέθηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι. Ένα βράδυ, ενός Σεπτέμβρη. Στέκονταν για ώρα όλοι τους μαγεμένοι, ασάλευτοι. Εκούσια συμμετέχοντες σε μια ιερή μυσταγωγία. Κάποια στιγμή εκείνος άφησε για λίγο το μικρόφωνο στην άκρη. Βόλεψε καλύτερα το σακάκι του και χόρεψε υπό βροχή. Ζεϊμπέκικο. Πάντα βαρύ. Πάντα με ψυχή. Ένα ζεϊμπέκικο ενός τετραγωνικού μέτρου. Ο ορισμός του. Βαρύ, δωρικό. Δεν γινόταν αλλιώς. Ο άνθρωπος που έχει τραγουδήσει τη Ρόζα, ήταν ταγμένος να χορεύει σα να' χε στην καρδιά, πάντοτε, όλες τις φουρτούνες του κόσμου, στην πλάτη του τους καημούς έξι ζωών. Γελαστός και γελασμένος, ο Δημήτρης Μητροπάνος φιλοξένησε στα τραγούδια του τον λυγμό. Τρύπωσαν στη φωνή του ο πόνος, το μαράζι, ο έρωτας, η αγάπη. Προστέθηκαν στο ανάστημά του, πλημμύρισαν την αύρα και βάρυναν την περπατησιά του. Στήσαν αντίσκηνο και δεν τα ξόρκισε ποτέ. Ίσως να μην ήθελε. Ίσως να γίναν έναν με τις σάρκες του. Τα πάθη, τα λάθη, οι καημοί. Κάποτε είπε ότι αν δεν τα' χεις ζήσει δεν μπορείς να τα τραγουδήσεις. Έφερε μάλιστα ως παράδειγμα το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», κι αστειεύτηκε αναρωτώμενος, πώς θα μπορούσε να το πει ένας εφοπλιστής;


Ευθυτενής, καθάριος, λαϊκός, Ολυμπιακός. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, γεννήθηκε τη δεύτερη μέρα του Απρίλη του 1948 της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Είδε το πρώτο φως της μέρας στην Αγία Μονή, σε μια φτωχή συνοικία έξω από τα Τρίκαλα που την «βαφτίσανε» Μικρή Μόσχα. «Ορφανός» ως τα 16 του. Έτσι νόμιζε. Τον πατέρα του τον γνώρισε λίγο πριν κλείσει τρεις δεκαετίες στη ζωή. Για χρόνια νόμιζε ότι τον έχει χάσει, ότι σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Από τα 12 ξεκίνησε το τραγούδι. Ίσως και νωρίτερα. Έβγαινε με φίλους του και έπαιρναν σβάρνα τα σπίτια κάνοντας καντάδες στα κορίτσια που αγαπούσαν. Στα 12 τον καλούν για πρώτη φορά και στην Ασφάλεια. Του εξηγούν ποιός ήταν ο πατέρας του, τί ήταν. Γιος κομμουνιστή λοιπόν. Δεν θα το απέφευγε. Και να'θελε. Έφηβος κρίθηκε ανεπιθύμητος από όλα τα γυμνάσια της γενέτειρας πόλης του λόγω ιδεολογίας.

Στα 16 του κατεβαίνει στην Αθήνα. Μια πόλη που δεν αγάπησε ποτέ του. Γράφεται στους «Λαμπράκηδες», αρχίζει να δουλεύει ως τραγουδιστής. «Παιδί» του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Εκείνος τον άκουσε πρώτος να τραγουδά σε μια συνεστίαση της δουλειάς του θείου. Κατάλαβε αμέσως τί θησαυρός κρύβεται στα λαρύγγια εκείνου του πιτσιρικά που κουβάλαγε τον εαυτό του με πολλή μαγκιά. Αληθινή μαγκιά. Ξεκινά εμφανίσεις στα «Ξημερώματα» και το 1966 συμμετέχει σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη. Όλοι οι πραγματικά σπουδαίοι τον κοιτούν στα μάτια, κι αυτός όσο μεγαλώνει χάνει την παιδική του άγνοια και παρασύρεται από το δέος. Μπιθικώτσης, Θεοδωράκης, Ζαμπέτας...

Ο Μητροπάνος πάντα διάλεγε τα τραγούδια που θα πει, γιατί ήθελε να' χουν πάντα κάτι να πουν. Καλλιτέχνης που έφτυσε στα μούτρα τον ντουνιά, που εξήγησε τη ζωή, την ταύτισε με τον έρωτα. Ερμήνευε κι ένιωθαν όλοι ότι μιλά γι' αυτούς. Εξ' ονόματός τους. Μίλαγε από τα «μέσα» του, κι όλοι ρωτούσαν σε ποιο δωμάτιο νοτισμένο από τον καπνό, μοιράστηκαν ένα τσιγάρο μιλώντας για τις ζωές τους; Αυτοπροσδιοριζόταν λαϊκός, «φλέρταρε» με το «σκυλάς» και δεν έδινε δεκάρα! Περπάτησε ευθυτενής και μοιράστηκε ποιητικά, ανάμεσα στο μπουζούκι, τη λαϊκότητα και την τέχνη. Βρέθηκε από μικρός σ' ένα χώρο σκοτεινό και πλούσια φθηνό. Με δήθεν κυρίους, γόπες, σκιές κι αλκόολ και ξεχώριζε πάντα. Δέσποζε. Επιβλητικός, ευάλωτος και παράλληλα ατσαλάκωτος. Με φωνή βαριά, μόνη της ξέχωρη οντότητα. Μοναδική, χαρακτηριστική. Η ταυτότητά του. Το είναι του.

Τραγουδάει τη Ρόζα πρώτη φορά το 1996 κι αναγκάζει τον Θάνο Μικρούτσικο να νιώσει την ψυχή του να αφήνει το σώμα του. Έκτοτε το κάνει αυτό με όλους Τού υποτάσσονταν χωρίς καν να προσπαθεί. Έβγαινε στη σκηνή και με το εκτόπισμά του γέμιζε τον χώρο μονομιάς. Η φωνή του καθαρή, άμεση, ταξίδευε σε όλα όσα έζησε. Όλα όσα ζήσαμε. Κι όταν «ζαλιζόταν» και έφερνε δυο στροφές, όλη η απεραντοσύνη του άδειαζε εκείνη την ώρα, στο τετραγωνικό μέτρο που κινούταν. Που τρανταζόταν, έτρεμε από συγκίνηση που το περπάτησε. Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου του πιο σπουδαίου Έλληνα λαϊκού τραγουδιστή της νεότερης Ελλάδας, του «απόγονου» του Στέλιου Καζαντζίδη που είχε εκμυστηρευτεί ότι ζήλευε, σίγησε στις 17 Απριλίου του 2012 και το φεγγάρι των πραγματικά μεγάλων έσβησε μαζί του. Κι εκείνος κίνησε για τη ρωγμή του χρόνου, με τσιγάρο στο στόμα, με βαριά περπατησιά, με ουίσκι στο ποτήρι...

@Photo credits: eurokinissi