Η σιωπή του χιονιού!

Η σιωπή του χιονιού!
Μια ιστορία αληθινή, μια ιστορία που δεν μπόρεσε να χαθεί μέσα στο απέραντο λευκό. Ευτυχώς, όλα ξαναγράφονται!

Οι μετεωρολόγοι τα έλεγαν, τα έγραφαν… Μην γκρινιάζετε «δεν τα λέτε δεν τα γράφετε»… Το θέμα είναι ότι αυτοί τα είπαν, αυτοί τα άκουσαν, αυτοί τα έγραψαν, αυτοί τα διάβασαν. Πριν ξεκινήσει η επέλαση της επέλασης με τις γνωστές φράσεις προειδοποιήσεις, ξέραμε ότι θα πέσει πολύ χιόνι στην Αττική. Και πέσαμε για ύπνο μ’ ένα ανάμεικτο αίσθημα. Χαρά για το λευκό που θα δούμε έξω από το παράθυρο μας και ανησυχία γι’ αυτό που θα δούμε έξω από το παράθυρο μας. Πριν ξημερώσει καταλάβαινες το κρύο, τσουχτερό και πάντα τα πόδια να είναι το πρώτο προειδοποιητικό σημάδι. Ποτέ, μα ποτέ, δεν ζεσταίνονται. Και διπλές κάλτσες να φορές, το κρύο θα δείξει τα όρια τους. Τέλος πάντων, το πάπλωμα και η κουβέρτα σου έδιναν τη ζέστη και την αίσθηση της προφύλαξης. Σε έκαναν να μη θες να σηκωθείς από το κρεβάτι αν δεν συμπλήρωνες δωδεκάωρο ύπνου! Λίγο πριν ξυπνήσεις ένιωθες τη σιωπή του καθαρού τοπίου να εισβάλει στο δωμάτιο, να «κάθεται» στα μπαλκόνια και να προετοιμάζει το έδαφος. Σκεφτόσουν «άντε, να δούμε λευκή μέρα και όχι λευκές νύχτες». Με τα πολλά, σηκώθηκες, η συνήθεια λόγω δουλειάς δεν σε άφησε να κοιμηθείς μετά τις 08:00. Άνοιξες το παντζούρι κι όλα ήταν καθαρά, υπερβολικά καθαρά…

Η εικόνα κάπως σε καθησύχαζε και σε απογοήτευε. «Μα, δεν θα δούμε λίγο χιόνι φέτος;» σκεφτόσουν. Πλύθηκες, έφαγες πρωινό, έφτιαξες τον καφέ σου και κάθισες στον καναπέ να διαβάσεις το βιβλίο σου. Ρεπό είχες, καλοριφέρ αναμμένο «κι όλα καλά» σκέφτηκες. Δύο λάθος σκέψεις στη σειρά. Πού να ξέρες τι θα ερχόταν. Και ενώ έχεις αράξει με την κουβέρτα στα πόδια, βλέπεις τις πρώτες νιφάδες. Χαμογελάς, πίνεις λίγο καφέ και συνεχίζεις το διάβασμα. Ξαφνικά, αφήνεις το βιβλίο και κοιτάς έξω. Έχεις ξεχάσει τις τέντες κατεβασμένες. Άλλη μία λάθος σκέψη σε βρίσκει. «Εντάξει μωρέ, πόσο χιόνι θα ρίξει;». Επιστρέφεις στην ανάγνωση, στη ζεστασιά και στην απομόνωση. Λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι οι λευκές τελείες μεγαλώνουν και όπου βρίσκουν καλό έδαφος μένουν. Ρίχνεις άλλη μια ματιά έξω και εντυπωσιάζεσαι με τη χιονοθύελλα, τρομάζεις και λίγο, χωρίς να ξέρεις ακριβώς το γιατί. Πλησιάζει η ώρα του φαγητού. Η κρεατόσουπα είναι ό,τι πρέπει. Πας στην κουζίνα και για λίγο δεν αισθάνεσαι τι συμβαίνει έξω. Το ζεστό ζουμί σε ανακουφίζει και με τον τρόπο του σε προστατεύει. Τελειώνεις, τακτοποιείς τα πιάτα, τα ποτήρια και σου έρχεται υπνηλία. Ο μεσημεριανός ύπνος κάνει καλό και πέφτεις για δύο ώρες. Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει με αμείωτη ένταση και το λευκό αρχίζει κάπως να τρομάζει…

Ανοίγεις τα μάτια μετά τον μεσημεριανό ύπνο και δεν ακούς τίποτα! Κανένας εξωτερικός ήχος και δεν είναι η ηχομόνωση που προσφέρουν τα νέα παράθυρα που έβαλες πριν έξι μήνες. Όχι. Σαν το χιόνι να έχει «καταπιεί» κάθε ηχητικό ερέθισμα. Ακόμη και ο άνεμος βουβός είναι. Στέκεσαι μπροστά στην τζαμαρία και παρακολουθείς την έντονη χιονόπτωση. Κάθε ταράτσα, κάθε δρόμος, κάθε στενό κι ένα λευκό χαλί. Τα κλαδιά των δέντρων έχουν λυγίσει από το βάρος του χιονιού και ο ουρανός έχει ένα χρώμα γκρίζο και ασθενικό ροζ. Παρατηρείς όμως και κάτι άλλο. Οι τέντες έχουν λυγίσει από το βάρος του χιονιού. Το πανί έχει κάνει λακκούβα και το σίδερο που ρολάρει είναι τσακισμένο. Δεν το πιστεύεις και ξανακοιτάς. Κάνεις άλλη μία λάθος σκέψη. «Θα βγω έξω να τινάξω το χιόνι». Αμ δε! Το πανί της τέντας λες και κρατάει βράχους. Ακούς «κρακ» και οι ραφές σχίζονται. Αμέσως μπαίνεις μέσα και όταν κλείνεις την μπαλκονόπορτα το πανί της τέντας ανοίγει, το σίδερο λυγισμένο πέφτει στις βάσεις του μηχανισμού. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Χωρίς να το καταλάβεις ανάβεις την τηλεόραση. Πλησιάζει η ώρα των δελτίων ειδήσεων. Κατά λάθος πατάς το κουμπί της σίγασης και διαβάζεις μόνο τα «σούπερ»: «Χάος στην Αττική οδό!». «Εγκλωβισμένοι εκατοντάδες οδηγοί». «Ακινητοποιημένη αμαξοστοιχία 16 ώρες στην Οινόη!». Δεν έχει νόημα να δεις κάτι άλλο. Κλείνεις την τηλεόραση και αφήνεσαι στη σιωπή του χιονιού. Ετοιμάζεσαι για λευκές νύχτες...