H διεστραμμένη φύση του ελληνικού ποδοσφαίρου

Gazzetta Community Blog
Το Gazzetta.gr δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες του να γίνουν bloggers δημοσιεύοντας τις απόψεις τους και ο Γιάννης Αθανασίου γράφει για τον λανθασμένο τρόπο management στην πλειονότητα των ελληνικών ομάδων.

Αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο διοικείται το πιο δημοφιλές άθλημα στην χώρα μας, θα θεωρούσε τον παραπάνω τίτλο τουλάχιστον επιεική. Και αυτό γιατί όχι μόνο έχουμε ένα από τα λιγότερο θεαματικά πρωταθλήματα στην Ευρώπη, με μοναδική εξαίρεση 3-4 ομάδες, άλλα επιπροσθέτως έχουμε ένα πρωτάθλημα στο οποίο απουσιάζει η καταρτισμένη και επιστημονικά ορθή διοίκηση σε επίπεδο συλλόγων.

Δεν θα σταθώ στις ομάδες οι οποίες μπορούν να θεωρούνται οικονομικά αυτάρκεις, έχουν διοικητική ιεραρχία και οργανωμένο πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν. Ξέρουμε όλοι πως η πλειονότητα των ομάδων που αγωνίζεται στις κορυφαίες κατηγορίες της χώρας μας διοικείται με το μοντέλου του μεγαλo-παράγοντα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια μορφή διοίκησης προσωποκεντρική, με επίκεντρο τον πρόεδρο-παράγοντα, ο οποίος κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της ομάδας-εταιρείας και διαχειρίζεται τα οικονομικά της. Έτσι μεριμνά για την σύναψη συμφωνιών με υποψήφιους χορηγούς, την έγκαιρη πληρωμή όλου του προσωπικού της ομάδας και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της.

Βέβαια, οι πηγές εσόδων που μπορεί να έχει ένα τέτοιο μοντέλο διοίκησης είναι περιορισμένες, ειδικά για τις ομάδες που δεν έχουν βλέψεις για μια ευρωπαϊκή διάκριση. Απομένουν μόνο τα έσοδα από τα εισιτήρια των αγώνων της ομάδας, οι πωλήσεις παικτών σε άλλες ομάδες και οι ενέργειες που γίνονται για την εξεύρεση χορηγών.

Όσον αφορά τα έσοδα από τα εισιτήρια, φέτος είχαμε ρεκόρ 9ετίας με μέσο όρο σχεδόν 6.700 εισιτήρια ανά αγώνα. Η διαφορά όμως του πρώτου σε εισιτήρια Ολυμπιακού (24.228 εισιτήρια μ.ο. ) και τους τελευταίου Ατρόμητου (1232 εισιτήρια μ.ο.) αναδεικνύει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ ομάδων που ναι μεν συμμετέχουν στο ίδιο πρωτάθλημα, όμως δεν έχουν την ίδια απήχηση στον κόσμο και συνάμα τα ίδια έσοδα.

Οι πωλήσεις παικτών που πετυχαίνουν οι μικρομεσαίες ομάδες της χώρας μας είναι λίγες και τις περισσότερες φορές γίνονται στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως προς τις μεγαλύτερες ομάδες. Το φαινόμενο αυτό έχεις ως αποτέλεσμα την έλλειψη αναγνωρισιμότητας από τα πρωταθλήματα του εξωτερικού προς τις ελληνικές ομάδες, οι οποίες αποτυγχάνουν στην εξαγωγή ταλέντων με ελάχιστες εξαιρέσεις (Μαυροπάνος από ΠΑΣ Γιάννενα στην Άρσεναλ).

Από την άλλη, η έλλειψη ανάπτυξης νέων παικτών, μέθοδος που θα μπορούσε να προσδώσει έσοδα σε έναν σύλλογο με μικρό ρίσκο, οφείλεται και στην μη υλοποίηση προγραμμάτων ακαδημιών από τις εν λόγω ομάδες. Διότι για να υλοποιηθεί με επιτυχία ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζονται επενδύσεις σε προσωπικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Κάτι το οποίο απαιτεί οικονομικούς πόρους τους οποίους ο εκάστοτε πρόεδρος μιας μικρομεσαίας ομάδας προτιμά να τους διοχετεύει στην απόκτηση παικτών που γνωρίζουν την κατηγορία και θα βοηθήσουν σε μια καλή πορεία στο πρωτάθλημα.

Δεν κατακρίνω αυτές τις τακτικές, είναι λογικό ένας πρόεδρος μιας ομάδας με το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο, που κατά βάση στηρίζει οικονομικά τη χρονιά κυρίως σε ένα τηλεοπτικό συμβόλαιο, να θέλει πρωτίστως μια εύκολη παραμονή της ομάδας του στην κατηγορία ώστε να μην μπει σε άλλες επίπονες διαδικασίες. Να κοιτάει δηλαδή την βραχυπρόθεσμη επιτυχία και όχι την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και κερδοφορία.

Όμως, το ελληνικό πρωτάθλημα κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι απλώς ένα πρωτάθλημα «δύο ταχυτήτων». Είναι ένα πρωτάθλημα στο οποίο πέντε με έξι ομάδες αποσκοπούν στην ευρωπαϊκή διάκριση και οι υπόλοιπες απλά φυτοζωούν για να μείνουν στην κατηγορία. Δεν μπορούν και ίσως δεν θέλουν να κάνουν το βήμα παραπάνω. Και μπορεί από την πλευρά της λίγκας να έγιναν βήματα προς τι σωστή κατεύθυνση (μείωση των ομάδων για αύξηση του ανταγωνισμού, συμφωνία με κεντρικό χορηγό ,εισαγωγή του θεσμού των play-off και play-out) ,αλλά ακόμα κι έτσι το οργανωσιακό επίπεδο της πλειοψηφίας των συλλόγων παραμένει χαμηλό. Και αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις ομάδες που συμμετέχουν στην κορυφαία κατηγορία, αλλά κι όσες βρίσκονται σε χαμηλότερες, με ιδιοκτήτες οι οποίοι κοιτούν την άνοδο της ομάδας τους σε μια υψηλότερη κατηγορία ως μια μορφή απόσβεσης για την επένδυση που έχουν κάνει κι όχι ως μια ευκαιρία ανάπτυξης του συλλόγου.

Δεν αποσκοπούν δηλαδή σε μια ορθολογική ανάπτυξη του συλλόγου η οποία θα οδηγήσει σε μια πετυχημένη χρονιά (ανάπτυξη παικτών από ακαδημίες, σωστό scouting κλπ.) , αλλά προσπαθούν με οικονομικά παράδοξες ενέργειες (π.χ. ακριβές και οικονομικά μη αποδοτικές μετεγγραφές) να πετύχουν μια άνοδο όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Δεν εθελοτυφλώ, γνωρίζω ότι στην Ελλάδα του 2020 δεν υπάρχουν άτομα με την οικονομική δυνατότητα και τη διάθεση να ασχοληθούν με συλλόγους που έχουν μηδαμινά έσοδα χωρίς αντάλλαγμα. Και κατανοώ ότι το να έχει κάθε ομάδα που αγωνίζεται σε επαγγελματική κατηγορία στην Ελλάδα, ένα τμήμα διοίκησης είναι ουτοπικό. Όμως όταν η πλειοψηφία των συλλόγων στηρίζει το μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης σε ένα άτομο, όταν δεν έχει υλοποιήσει ή έστω σχεδιάσει ένα σχέδιο ανάπτυξης που δεν θα στηρίζεται σε εξωτερικές ταμειακές εισροές, αλλά εσωτερικές, και όταν όλα αυτά τα εφαρμόζει στο τοξικό ελληνικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον, δεν μπορεί να αποσκοπεί σε κάτι παραπάνω από μια ύπαρξη λόγω τεχνητού οξυγόνου.

Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις στους τρόπους διοίκησης των ομάδων και ασφαλώς δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα που λειτουργεί έτσι. Εφόσον όμως διατηρεί τη μερίδα του λέοντος σε δημοτικότητα και έσοδα, θεώρησα σωστό να ασχοληθώ με αυτό.

Έχεις άποψη για κάποιο αθλητικό θέμα; Στείλε το κείμενό σου στο info@gazzetta.gr και δες το δημοσιευμένο στο αγαπημένο σου site.