Η πρώτη κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου στον Φίνο και ο «Θείος» που άφησε εποχή...

Gazzetta team
Η πρώτη κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου στον Φίνο και ο «Θείος» που άφησε εποχή...
Άγνωστες πτυχές, ιστορικά στοιχεία και αξέχαστες ατάκες της ταινίας «Έλα στο θείο», με την ευγενική χορηγία των ζυμαρικών Μάκβελ

Οι κριτικοί της εποχής την χαρακτήρισαν ταινία-φαινόμενο. Σήμερα, ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται πολύ πιο εύκολα αποδεκτός, αφού τα χρόνια που πέρασαν – 70 τον αριθμό!- ήταν αρκετά για να τον επιβεβαιώσουν. Μια ολόκληρη εποχή, η μεταπολεμική Ελλάδα ζωντανεύει μέσα από την ταινία αυτή με έναν εξαιρετικά εφυή τρόπο, απόλυτα ρεαλιστικό, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης και μυθοποίησης προσώπων και καταστάσεων, όπως συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις. Η ταινία «Έλα στο Θείο» γυρίστηκε από την Finos Film το 1950 και αποτέλεσε την πρώτη συνεργασία της εταιρείας με τον Νίκο Τσιφόρο σε κωμωδία. Το παράδοξο ήταν ότι αν και ο Τσιφόρος ήταν κυρίως κωμωδιογράφος, οι δύο ταινίες που είχε γυρίσει μέχρι εκείνη την χρονιά με τον Φίνο ήταν δραματικές.

Και αναφερόμαστε στις ταινίες «Χαμένοι Άγγελοι» και «Τελευταία αποστολή». Διαβάζοντας τις κριτικές της ταινίας, «αλιεύσαμε» το παρακάτω σχόλιο: «Ταινία διαμάντι, τεχνικά άριστη για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Τα στερεότυπα, όπως αυτό του μπακάλη, αναπαριστάνονται τέλεια. Μεγάλη αρετή όμως της ταινίας αυτής, όπως και άλλων ελληνικών κωμωδιών και του Τσιφόρου και άλλων, είναι ότι διασώζεται το λαϊκό χιούμορ της εποχής σε φράσεις και σκηνές που σαν κώδικες ήταν γνωστοί στο κοινό από παλιότερα μέσα από το λαϊκό θέατρο και τα μπουλούκια. Και είναι ένας από τους λόγους που τελικά το είδος αυτό αγαπήθηκε και κυριάρχησε εν τέλει στον ελληνικό κινηματογράφο. Ερμηνείες και ατάκες αξέχαστες!».

Η παρεξήγηση… και η Singer

Tρεις σπουδαίοι ηθοποιοί δίνουν δείγματα του μεγάλου ταλέντου τους στην ταινία αυτή, ταλέντο που τους έγραψε με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Φυσικά μιλάμε για τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Νίκο Σταυρίδη και την Σμαρούλα Γιούλη. Οι τρεις τους, μαζί με τον Γιάννη Ιωαννίδη, έναν περισσότερο θεατρικό ηθοποιό, συνθέτουν ένα εξαιρετικό καστ, του οποίου η χημεία ήταν μοναδική, με αποτέλεσμα οι διάλογοι και οι ατάκες να ρέουν τόσο φυσικά, όπως το νερό στη βρύση. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, όπου οι παρεξηγήσεις βγάζουν απίθανο γέλιο είναι η στιγμή που ο θείος Χαρίλαος και ο Αντώνης πηγαίνουν για νύφη, αλλά η θεία της "νύφης" νομίζει ότι ενδιαφέρονται... για μια παλιά ραπτομηχανή:

«Θείος Χαρίλαος: Ξέρετε, εμείς διαβάσαμε την αγγελία και είπαμε... να 'ρθούμε να τη δούμε. Πού είναι; Δεν είναι εδώ;
Θεία: Πως, εδώ είναι. Την πήγανε από νωρίς στην κρεββατοκάμαρα, να τη μερεμετίσουνε λιγάκι.
Αντώνης: Και πώς δηλαδή να την μερεμετίσουνε;
Θεία: Ε, πώς να το κάνουμε, κύριε αυτέ μου. Δεν μπορούσαμε να την δώσουμε κι έτσι. Φωνάξαμε λοιπόν έναν τεχνίτη και της πάτησε το μερεμέτι της.
Αντώνης: Ο τεχνίτης;
Θεία: Άσε και μας πήρε του κόσμου τα λεφτά.
Αντώνης: Ώστε τον πληρώσατε και από πάνω!
Θεία: Τί, τζάμπα; Όχι πως είχε τίποτα. Πρώτης τάξεως τη βρήκε. Καθαρή.
Αντώνης: Α! Καθαρή...!
Θεία: Αλλά να δεις μια γρηγοράδια κύριε αυτέ μου.
Αντώνης: Τι γρηγοράδα;
Θεία: Τι να σου πω; Να δεις να σε ξεπετάει τάκα-τάκα.
Αντώνης: Σοβαρά;
Θεία: Ε, τώρα δε σου λέω... δουλεμένη είναι, αλλά δεν της φαίνεται καθόλου. Βέβαια, δε λέω. Έχει και τα κουσούρια της. Έτσι και την πιάσει η τζαναμπετιά...
Αντώνης: Τι; Τσινάει;
Θεία: Ναι, αλλά ξέρεις τι θέλει παιδί μου; Λάδωμα.
Αντώνης: Τί λάδωμα;
Θεία: Λάδωμα. Μια με δυο φορές την εβδομάδα, να τη λαδώνεις. Ή δεν μπορείς;
Αντώνης: Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ! Εγώ άμα φάω γερά, με το μπιφτεκάκι μου και το βουτυράκι μου, μωρέ τη λαδώνω και τέσσερις.
(και μετά τη παρεξήγηση)
Αντώνης: Α, ρε θείε! Παραλίγο να με παντρέψεις με τη Σίνγκερ!».

Ο αχαϊρευτος ανηψιός και η κλοπή που δίνει τη λύση

Ας δούμε όμως την υπόθεση της ταινίας: Ο Αντώνης (Νίκος Σταυρίδης) είναι ανιψιός του καλοσυνάτου μπακάλη Χαρίλαου Τούκουρα (Γιάννης Ιωαννίδης). Είναι ένας νέος χωρίς τάξη και χωρίς όρια στη ζωή του, που ζει εις βάρος του θείου του, ο οποίος τον έχει καλομάθει και τον χαρτζηλικώνει διαρκώς. Χωρίς δική του δουλειά και έσοδα, είναι εντελώς ευάλωτος στο να φτιάξει τη ζωή του όπως ο ίδιος θέλει, αφού δεν μπορεί να παντρευτεί την Ρένα (Σπεράντζα Βρανά), με την οποία είναι ερωτευμένος. Κι αυτό γιατί ο θείος του θέλει να τον παντρέψει με μια κοπέλα που θα επιλέξει ο ίδιος, ώστε να τον βάλει στο ίσιο δρόμο, όπως τουλάχιστον πιστεύει ο Χαρίλαος. Ο Αντώνης την ίδια στιγμή είναι ο μοναδικός κληρονόμος του θείου του, ο οποίος βλέπει σαν μοναδική λύση στο πρόβλημα του ανιψιού του το γάμο. Προς τούτο αναζητεί νύφη μέσω αγγελιών στις εφημερίδες. Από κάποιο τυπογραφικό λάθος, μια πώληση ραπτομηχανής μπαίνει στη στήλη των συνοικεσίων, κι αυτή η παρεξήγηση φέρνει θείο και ανιψιό στο σπίτι του κυρίου Φώτη (Μίμης Φωτόπουλος), ενός σοβαρού και έντιμου κτηματομεσίτη που έχει μία ανύπαντρη αδελφή, τη Ρούλα (Σμαρούλα Γιούλη). Η Ρούλα είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Κώστα (Νίκος Βασταρδής) και τα πράγματα μπερδεύονται όταν ο Αντώνης κλέβει χρήματα από τον θείο του για να φτιάξει το σπιτικό του με τη Ρένα, κλέφτης όμως θεωρείται ο Κώστας. Τέλος, η αλήθεια θα λάμψει κι όλα διευθετούνται, με τα ζευγάρια να παίρνουν το δρόμο της εκκλησιάς.

Σημαντική εμπορική επιτυχία

Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1950-1951, έκανε πρεμιέρα στις 6 Δεκεμβρίου του 1950 και έκοψε 124.740 εισιτήρια. Ήρθε στην 3η θέση ανάμεσα στις 13 ταινίες που προβλήθηκαν στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά την περίοδο εκείνη, επίδοση κάθε άλλο παρά κακή για τα δεδομένα της εποχής, μόλις 6 χρόνια μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον γερμανικό ζυγό. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη ακόμα την εποχή, η Ελλάδα πάλευε να σταθεί στα πόδια της οικονομικά και να επουλώσει τις πληγές όχι μόνο της κατοχής, αλλά και του εμφυλίου πολέμου. Ήταν μία κοινωνία απίστευτα ταλαιπωρημένη, που έβρισκε στον κινηματογράφο μια πολύ καλή διέξοδο από τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Μαζί με τους ηθοποιούς που ήδη αναφέραμε, πρωταγωνιστούσαν στην ταινία η Λέλα Πατρικίου και ο Θάνος Τζενεράλης. Στο τραγούδι ακούγονται οι Φώτης Πολυμέρης, Ντούο Χάρμα. Ο Νίκος Τσιφόρος, εκτός από το σενάριο ήταν και ο σκηνοθέτης της ταινίας.

Οι ατάκες που αγαπήσαμε...

Φώτης: Να σου εξηγήσω κυρ-Ζαφείρη. Είπα πως σήμερα θα πλέρωνα, έτσι;
Ζαφείρης: Ναι καλά...
Φώτης: Με το μπαρδόν. Σε πλέρωσα;
Ζαφείρης: Όχι.
Φώτης: Αυτό είναι.
Ζαφείρης: Δηλαδή, τί γίνεται; Με δουλεύεις κιόλας;
Φώτης: Ποσώς.
Ζαφείρης: Οι συναλλαγματικές λήξανε πριν μήνες. Μπορείς να μου πεις, πότε θα πάρω τα λεφτά;
Φώτης: Κι εμένα, τί με ρωτάς; Προφήτης είμαι; Άσε, ρε Ζαφείρη. Εδώ έχει να μπει πελάτης, από τότε που βγήκανε... οι βεντούζες!

Ζυμαρικά Μάκβελ, 81 χρόνια ιστορίας, 8 δεκαετίες γεύσης και καινοτομίας!