Όταν έλεγε η Μελίνα… «Ποτέ την Κυριακή»

Gazzetta team
Όταν έλεγε η Μελίνα… «Ποτέ την Κυριακή»
Όλη η ιστορία της εκπληκτικής ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» με την ευγενική χορηγία των ζυμαρικών Μάκβελ.

Μια ταινία γεμάτη Ελλάδα, κέφι για ζωή, πλημμυρισμένη από μποέμικη ατμόσφαιρα. Μια ταινία όπου τα χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής παρουσιάζονται ρεαλιστικά, χωρίς πρόθεση εξευγενισμού. Φιλότιμο, χιούμορ, έξω καρδιά, πείσμα, αλλά και καχυποψία, αναβλητικότητα, χαλαρότητα, ματαιοδοξία αναδύονται μέσα από την ταινία-μύθο του ελληνικού κινηματογράφου «Ποτέ την Κυριακή», με έναν μοναδικό τρόπο, εντελώς διαφορετικό από τον τρόπο που το έκανε ο Φίνος και οι ταινίες του.

Η ταινία ήταν παραγωγή της United Artist, με σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν, ο οποίος είχε γράψει και το σενάριο, έχοντας ως πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη, στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας της. Ήταν η δεύτερη ταινία του Ντασέν, μετά το φιλμ «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», που αποτελούσε κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Το «Ποτέ την Κυριακή» γυρίστηκε το 1960 και αποτελεί μία από τις διασημότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, κυρίως λόγω της βραβευμένης με Όσκαρ μουσικής που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις. Κατά πολλούς μελετητές του διεθνούς κινηματογράφου, η μουσική αυτή αποτελεί το κορυφαίο σάουντρακ που έχει γραφτεί ποτέ για ταινία.

Ο Χατζιδάκις πουλάει τη μουσική του… για να φτιάξει τα δόντια του!

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ιστορία πίσω από τη σύνθεση της συγκεκριμένης μουσικής. Λένε λοιπόν, ότι ο Μάνος Χατζηδάκις είχε «μπουχτίσει» τόσο πολύ με την εμπορευματοποίηση του μουσικού θέματος της ταινίας, που πούλησε χωρίς δεύτερη κουβέντα τα δικαιώματά του και με τα χρήματα που εισέπραξε.. έφτιαξε τα δόντια του! Ένα ακόμα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι το γεγονός ότι ο Ζιλ Ντασέν επέλεξε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος, αντί να φέρει άλλον ηθοποιό, κι αυτό το έκανε όπως λένε οι φήμες, για λόγους οικονομίας. Πολλοί λένε μάλιστα ότι η τύχη της ταινίας θα ήταν πολύ καλύτερη (πόσο καλύτερη άραγε;) εάν σε αυτή πρωταγωνιστούσε ένας αναγνωρισμένος ηθοποιός και όχι ο ίδιος ο Ντασέν. Το περιοδικό «Αθηνόραμα» σχολιάζοντας το «Ποτέ την Κυριακή» εκτίμησε ότι «πρόκειται για μια θρυλική ταινία-φόρο τιμής του Ζιλ Ντασέν στην Ελλάδα του διονυσιακού κεφιού και της απολλώνιας αρμονίας, όπως αυτά διαιωνίζονταν στις αμόλυντες ψυχές των λαϊκών τύπων του Πειραιά του ’60».

«Η Ίλια συμβολίζει την Ελλάδα»

Το σενάριο της ταινίας θέλει την πρωταγωνίστρια Ίλια να είναι μία πόρνη στο λιμάνι του Πειραιά. Έχει όμως κάτι που την κάνει να διαφέρει από τις άλλες πόρνες του λιμανιού. Η Ίλια όχι μόνο διαλέγει τους πελάτες της, αλλά όταν έχει παραστάσεις το Ελληνικό Φεστιβάλ και όταν είναι Κυριακή δεν δέχεται ποτέ πελάτες. Από εδώ προκύπτει και ο τίτλος της ταινίας άλλωστε.

Η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε η Ίλια να γνωρίσει τον Τόνιο (Γιώργος Φούντας), έναν όμορφο Ιταλοκερκυραίο, που την ερωτεύεται και προσπαθεί να την κάνει να δεσμευτεί μαζί του. Την Ίλια όμως δεν την κρατάει κανείς και τίποτα, όση αγάπη και αν της προσφέρει. Τον ίδιο καιρό έρχεται στον Πειραιά ο Αμερικανός "Πρόσκοπος" Όμερ (Ζιλ Ντασέν), που επηρεασμένος από τις φροϋδικές θεωρίες και μία ιδεαλιστική εικόνα που έχει για την Ελλάδα, θέτει ως σκοπό του να κάνει την Ίλια "καθώς πρέπει άνθρωπο". Την προσεγγίζει και βλέπει ότι η Ίλια έχει στρεβλή εικόνα για την αρχαία τραγωδία που όμως υπεραγαπάει. Ειδικά όταν φτάνει τον Όμερ στα όριά του, λέγοντας του πως η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά "πάνε όλοι μαζί στην παραλία", ο τελευταίος παίρνει την απόφαση να την διδάξει αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Μουσική, Τραγούδι. Σύντομα όμως η Ίλια ανακαλύπτει ότι ο δήθεν αγαθών προθέσεων Όμερ χρηματοδοτείται από το μεγάλο προστάτη του λιμανιού, οπότε τον διώχνει από κοντά της και καλεί σε επανάσταση τις υπόλοιπες ιερόδουλες για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, να το κάνεις κάτι αλλιώτικο από αυτό που είναι πραγματικά. Ακόμη και αν έχεις καλή πρόθεση και αρεστά μέσα, το λάθος είναι ένα… η αλλαγή», ανέφερε ο Ζιλ Ντασέν αργότερα, σε συνέντευξή του για την ταινία.

Μία από τις πολλές κριτικές που γράφτηκαν αναφέρει ότι το «Ποτέ την Κυριακή» είναι μια ταινία που λειτουργεί κατά κύριο λόγο συμβολικά. «Η Ίλια συμβολίζει την Ελλάδα, ο Όμερ αλλά και ο Τόνιο συμβολίζουν εκείνους που προσπαθούν να την αλλάξουν αλλά δεν το καταφέρνουν, παρά τις καλές προθέσεις και την αγάπη που έχουν για εκείνη. Η Ίλια είναι πολύ περήφανη και ευτυχισμένη για να αλλάξει, πόσο μάλλον αν προσπαθήσει να την αλλάξει κάποιος άλλος». Και κάπου εδώ υπεισέρχονται τα ιδεολογικά μηνύματα που ο Ντασέν κατά πολλούς περνάει μέσα από την ταινία. Ο ίδιος είχε εκδιωχθεί από τον μακαρθισμό λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Το γεγονός ότι πρότυπό του θεωρούσε τον Χίτσκοκ, τον οδηγεί στις ταινίες του να διαμορφώνει ενδιαφέροντα σενάρια, με ανατρεπτική πλοκή. Το ίδιο κάνει και στο «Ποτέ την Κυριακή». Η συγκεκριμένη ταινία όσο «εύπεπτη» και αν φαίνεται, ουσιαστικά παρουσιάζει το υπαρξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα διαχρονικά, ακόμα και σήμερα. Έτσι, τη χώρα μας συμβολίζει η χαρούμενη πόρνη Ίλια, που την θέλουν πάντα όλοι, οι οποίοι είναι φαινομενικά αγαθοί και καλοπροαίρετοι, αλλά στην ουσία θέλουν να την αλλάξουν στα πρότυπα που αυτοί επιθυμούν, κρύβοντας πάντα άλλα, δόλια κριτήρια.

Το χασάπικο του Φούντα και το τσα τσα του Χατζιδάκι

Η ταινία ήταν χαμηλού προϋπολογισμού σε σχέση με τους εμπορικούς στόχους που είχε θέσει. Οι πληροφορίες λένε ότι το budget ήταν 151.000 δολάρια, ωστόσο απέφερε έσοδα 8 εκατ. δολαρίων διεθνώς. Στη χώρα μας έκοψε 184.524 εισιτήρια. Η επιτυχία στις ΗΠΑ ήταν αρκετά μεγάλη, γεγονός που οδήγησε τον Ζιλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη στην απόφαση να παρουσιάσουν μια θεατρική διασκευή - μιούζικαλ του «Ποτέ την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ, στο θέατρο Μαρκ Χέλιντζερ, την περίοδο 1967-1968. Η σκηνοθεσία και διασκευή της παράστασης ήταν του Ζιλ Ντασέν και η μουσική και πάλι του Μάνου Χατζιδάκι. Μάλιστα το μιούζικαλ αυτό ήταν υποψήφιο για 6 βραβεία Τόνι. Όσον αφορά στην κινηματογραφική ταινία, στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960, το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά τελικά κέρδισε μόνο το βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου που απονεμήθηκε στην Μελίνα Μερκούρη, η οποία μοιράστηκε το βραβείο με τη Ζαν Μορό του «Μοντεράτο Καντάμπιλε». Περισσότερο και από το βραβείο ερμηνείας της Μελίνας Μερκούρη για την Ίλια, εκείνο που πέρασε στην ιστορία του 13ου Φεστιβάλ των Καννών ήταν το γλέντι που ακολούθησε. Όπως αναφέρει το wikipedia, «πολλά θρυλούνται για εκείνη τη βραδιά και άλλα τόσα μετέφεραν οι δημοσιογράφοι της εποχής: τον Ντασέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, τη Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα το Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζορζ Σιμενόν να βγάζει την πίπα και να φωνάζει "κούκλα, να ζήσεις" στη Μελίνα Μερκούρη».

Η Μελίνα «χάνει» από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ

Το 1961 η ταινία ήταν υποψήφια για 5 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για τον Πρώτο Γυναικείο Ρόλο, για τη Μελίνα Μερκούρη, βραβείο που τελικά έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία το κέρδισε για την ταινία «Ζήσαμε στην Αμαρτία» (BUtterfield 8, 1960). Παράλληλα η ταινία ήταν υποψήφια για όσκαρ ενδυμασίας, για τα ενδύματα της Ντένης Βαχλιώτη, σεναρίου και σκηνοθεσίας, για τον Ζιλ Ντασέν. Τελικά κέρδισε Όσκαρ μόνο για την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, για το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά», τραγούδι με τις περισσότερες διασκευές σε όλο τον κόσμο και ένα από τα πιο διάσημα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Μάλιστα «Τα Παιδιά του Πειραιά» ήταν το πρώτο τραγούδι σε άλλη γλώσσα πλην της αγγλικής που έλαβε τη συγκεκριμένη διάκριση. Η ταινία διέθετε ένα σπουδαίο καστ ηθοποιών, όπως οι Γιώργος Φούντας (Tonio), Τίτος Βανδής (Γιώργος), Μήτσος Λυγίζος (Καπετάνιος), Θανάσης Βέγγος (Θανάσης), Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Ναύτης), Φαίδων Γεωργίτσης (Ναύτης), Νίκος Φέρμας (Σερβιτόρος), Δέσπω Διαμαντίδου (Δέσπω), Δήμος Σταρένιος (αντιπρόσωπος του Προστάτη), Αλέξης Σολωμός (ο προστάτης, ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο), Αρτέμης Μάτσας (η μία και μοναδική φορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που έπαιξαν μαζί οι δύο «δοσίλογοι και καρμίρηδες» Μάτσας και Σταρένιος), Κώστας Δούκας, Αλέκα Κατσέλη, Κούλα Αγαγιώτου κ.α.

Ζυμαρικά Μάκβελ, 81 χρόνια ιστορίας, 8 δεκαετίες γεύσης και καινοτομίας!