«Ο γρουσούζης» Μακρής και η «πρώτη» του Ντ. Ηλιόπουλου (vids)

Gazzetta team
«Ο γρουσούζης» Μακρής και η «πρώτη» του Ντ. Ηλιόπουλου (vids)
Όλη η ιστορία της εκπληκτικής ταινίας «O γρουσούζης» με την ευγενική χορηγία των ζυμαρικών Μάκβελ.

Έχετε σκεφθεί ποτέ τι είναι εκείνο που μας κάνει να βλέπουμε τις παλιές ελληνικές ταινίες ξανά και ξανά, και ενώ ξέρουμε την υπόθεση και τις ατάκες των πρωταγωνιστών, νιώθουμε πάντα την ίδια λαχτάρα της πρώτης θέασης; Είτε μιλάμε για κωμωδία, είτε για δράμα; Ποια στοιχεία διαθέτει μια τέτοια ταινία; Κορυφαίους ηθοποιούς; Δυνατό σενάριο; Εξαιρετική σκηνοθεσία; Πρωτότυπη υπόθεση; Μαγευτική φωτογραφία; Όλα αυτά μαζί; Η απάντηση δεν είναι απλή. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς «όλα αυτά μαζί», αλλά και πάλι η αλήθεια θα είναι μισή. Πάντα υπάρχει το απροσδιόριστο, το στοιχείο εκείνο που μένει ομιχλώδες και εν τέλει είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά. Ως τέτοια ταινία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον «Γρουσούζη», ταινία που γυρίστηκε το 1952, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστή τον Ορέστη Μακρή, σε έναν ακόμα ρόλο που χαρακτήρισε την σπουδαία και πολύχρονη καριέρα του, αυτόν του γκρινιάρη και μίζερου ταβερνιάρη. Ο οποίος όμως επιλέγει ασυναίσθητα να «βγάζει» αυτή την εικόνα προς τα έξω, απλά ως «άμυνα» στη μοναξιά που νιώθει και της φοβίας που έχει για τους ανθρώπους. Ο ίδιος όμως κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή, η οποία στο τέλος αναδύεται στην «επιφάνεια», χωρίς μανδύα, χωρίς αστερίσκους, απλά γιατί είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια, όσο κι αν καθυστερεί, έρχεται η στιγμή που αποκαλύπτεται.

Η μεταπολεμική Ελλάδα της φτώχιας και της ανεργίας

1952. Η Ελλάδα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές του πολέμου, αλλά η προσπάθεια μοιάζει άνιση. Φτώχεια, ανεργία, ξενιτιά, βάσανα και πείνα ήταν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας όλη τη δεκαετία του 50’. Παρά τα προβλήματα όμως, οι αξίες της οικογένειας και η ηθική που αυτή αντιπροσώπευε παρέμεναν ζωντανές για τους Έλληνες. Αυτό είχε και τα αρνητικά του. Δεν μπορούσε π.χ. η κοινωνία να ανεχθεί την ύπαρξη ενός παιδιού εκτός γάμου. Η μητέρα σε αυτή την περίπτωση ήταν κατακριτέα. Αυτό το κοινωνικό ζήτημα ανέδειξε η ταινία, προσεγγίζοντάς το με ωμό αλλά ρεαλιστικό τρόπο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να προκαλεί απορία στους σημερινούς νέους, οι οποίοι βλέποντας την ταινία δύσκολα μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η ελληνική κοινωνία διεκρίνετο κάποτε από έναν τόσο έντονο συντηρητισμό..

Η Μαρία… της ντροπής


Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Το καφενεδάκι του κυρ-Αγαθοκλή - του γρουσούζη, όπως τον αποκαλούν οι θαμώνες (Ορέστης Μακρής) -, μαζεύει όλους τους αρχιτεμπέληδες της γειτονιάς. Παρά την γκρίνια του Αγαθοκλή – που συχνά φτάνει στο σημείο να διώχνει τους τεμπέληδες θαμώνες –, οι πελάτες του παραμένουν πιστοί. Όταν μια μέρα στο κατώφλι του καφενείου βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ένα μωρό, ο Αγαθοκλής αποφασίζει να το κρατήσει και προσλαμβάνει μια παραμάνα, την Μαρία (Δάφνη Σκούρα), χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η αληθινή μητέρα του παιδιού. Δεν είναι όμως δύσκολο για έναν πεπειραμένο άνθρωπο να καταλάβει γρήγορα την αλήθεια. Η Μαρία επέλεξε να πάει στο σπίτι του Αγαθοκλή για να προσέχει το παιδί της, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει διότι η κοινωνία του...πολιτισμού, δεν μπορούσε να δεχθεί στους κόλπους της μια ανύπανδρη μητέρα. Η Μαρία ωστόσο είχε και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε να μεγαλώσει σωστά το παιδί, γι’ αυτό και προτίμησε – με πόνο ψυχής, όπως φαίνεται στην εξέλιξη του έργου – να το αφήσει κάπου που θα έβρισκε μια σίγουρη στέγη. Ωστόσο το μητρικό φίλτρο δεν της επιτρέπει να το αφήσει και να εξαφανιστεί, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως παραμάνα. Ο Αγαθοκλής καταλαβαίνοντας την αλήθεια, εξοργίζεται από την Μαρία, αλλά σύντομα καταλαβαίνει ότι η ίδια δεν είχε άλλες επιλογές, όταν ακούει την ιστορία της, που αφορά έναν άνδρα που αγαπούσε, αλλά εκείνος επέλεξε να φύγει μακριά της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ότι η ίδια ήταν έγκυος. Έτσι, καλοδέχεται την Μαρία στο σπίτι του, η οποία αλλάζει τη ζωή του, που γίνεται πιο φωτεινή, και με ένα ιερό σκοπό πλέον, να μεγαλώσει το μωρό αυτό. Στη γειτονιά ωστόσο οι φήμες οργιάζουν πως το μωρό είναι δικό του και η Μαρία έχει να αντιμετωπίσει την κακοήθεια των γυναικών, οι οποίες δημιουργούν γύρω της ένα ασφυκτικό περιβάλλον, που την αναγκάζει να αποφασίσει να φύγει. Ο Αγαθοκλής ωστόσο την προστατεύει και αποφασίζει να δώσει τέλος στα σχόλια. Της ανακοινώνει την πρόθεσή του να την παντρευτεί, ωστόσο εκείνη του αποκαλύπτει πως ο πατέρας του παιδιού της δεν έχει φύγει από την Ελλάδα. Τότε ο γρουσούζης, με μεγαλείο ψυχής, αποφασίζει να αναζητήσει τον νέο αυτό, να του πει την αλήθεια και να τον φέρει πίσω στην Μαρία. Κάτι που καταφέρνει, δίνοντας στη Μαρία μια μεγάλη χαρά. Αλλά και ο ίδιος ο νεαρός αποδεικνύεται πως αγαπούσε την κοπέλα, ενώ δέχεται με ευγνωμοσύνη τη δώρο της πατρότητας..

«Στου Τρύυυυυφωναααα»...

Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που ο Ορέστης Μακρής αναδεικνύει την ταινία, με την σκηνοθετική καθοδήγηση βέβαια του Γιώργου Τζαβέλλα, ο οποίος είχε γράψει και το σενάριο. Ο Μακρής δείχνει να παίζει στο δικό του γήπεδο, ερμηνεύοντας το ρόλο του γρουσούζη τόσο ρεαλιστικά που πολλές φορές σε κάνει να σκεφθείς μήπως τελικά αυτός είναι και ο πραγματικός χαρακτήρας του. Ωστόσο θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αλλά και άδικο, να μην εστιάσει ο μελετητής της ταινίας και στο σπουδαίο καστ ηθοποιών που συμμετείχαν σε αυτήν, όπως οι Μίμης Φωτόπουλος (μοναδική η ατάκα του «στου Τρύυυυυφωναααα», την οποία ανέφερε όταν ήθελε να πειράξει τον Αγαθοκλή, δήθεν ότι δεν θα ξαναπατήσουν στο μαγαζί του, αλλά θα πήγαιναν στο άλλο καφενείο της γειτονιάς που είχε κάποιος Τρύφωνας), Γεωργία Βασιλειάδου, Ανδρέας Ζησιμάτος, Περικλής Χριστοφορίδης, Λάκης Σκέλλας, Θανάσης Τζενεράλης, Γιώργος Βλαχόπουλος, Σοφία Αρσένη, Λόλα Φιλιππίδου, Νίκος Φέρμας, Κώστας Παπαχρήστος, Γιώργος Πλουτής. Η ταινία διαθέτει και μια επιπλέον ιστορική αξία, δεδομένου ότι σε αυτή έκανε πρεμιέρα στον κινηματογράφο ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο οποίος ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο τον μεσήλικα φίλο του Αγαθοκλή, ο οποίος ξημερωβραδιάζονταν στο καφενείο του, διαβάζοντας εφημερίδες.

Η ταβέρνα της Πλάκας που υπάρχει μέχρι σήμερα…

Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα γραφικά σοκάκια της Πλάκας, κάτω από την Ακρόπολη, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το καφενείο του Αγαθοκλή υπάρχει μέχρι σήμερα, ως ταβέρνα, με την επωνυμία «Ο πλάτανος». Η εξαιρετική μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ τραγουδούν ο Νίκος Παπαδάκης και ο Φώτης Πολυμέρης. «Ο γρουσούζης» ήρθε τρίτη ταινία σε εισπράξεις από τις 22 ελληνικές παραγωγές της χρονιάς εκείνης. Έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 3 Νοεμβρίου του 1952 και στην πρώτη της προβολή έκοψε 121.007 εισιτήρια. Η παραγωγή ήταν της Finos Film. Ως «σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική επιτυχία» την χαρακτήρισε η εφημερίδα της εποχής «Ελευθερία», τον Νοέμβριο του 1952. Σημείωνε δε τα εξής: «Ο γρουσούζης είναι μια επιτυχία, επιτυχία σε πολλούς τομείς.Έχει συνέπεια, λογική και φυσική ανέλιξη. Κι ο τύπος του γρουσούζη που παρουσιάζει, έχει και αληθοφάνεια και ανθρωπιά. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε ν΄αρνηθούμε πως ο «γρουσούζης» είναι μια επιτυχία, προπάντων σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική - επιτυχία σχετική, που ευχόμαστε να την ακολουθήσει, και πολύ γρήγορα, μια επιτυχία απόλυτη». Ευχή που έγινε πραγματικότητα, αφού ο Γιώργος Τζαβέλλας συνέχισε αρκετά χρόνια μετά από εκείνη την ταινία, να δημιουργεί κινηματογραφικά αριστουργήματα. Σύμφωνα δε με μια άλλη κριτική, ο Τζαβέλλας μέσα από τον «Γρουσούζη» δημιούργησε τύπους ρόλων πάνω στους οποίους «πάτησαν» αργότερα πλήθος συναδέλφων του, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.

Ζυμαρικά Μάκβελ, 81 χρόνια ιστορίας, 8 δεκαετίες γεύσης και καινοτομίας!