O Ιεροεξεταστής και το Bella Ciao…

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
O Ιεροεξεταστής και το Bella Ciao…
Μένοντας σπίτι, ο Βασίλης Σκουντής συνεχίζει να γράφει και να παρουσιάζει το ημερολόγιο του από τον καιρό του εγκλεισμού…

Εχω ένα κακό που είναι και καλό!

Βουρκώνω εύκολα. Και δακρύζω ευκολότερα…

Αυτό το κλάμα μ’ έπιασε σήμερα το πρωί, βλέποντας ένα ρεπορτάζ από την Αβάνα της Κούβας στις ειδήσεις της τηλεόρασης…

Μια Ιταλίδα δασκάλα μάθαινε στα παιδιά να τραγουδάνε το «Bella ciao», που να πάρει η οργή ταιριάζει γάντι στην περίπτωση.

Ταιριάζει γάντι σαν τα γάντια που φοράμε, μαζί με τις μάσκες για να αποκρούσουμε τον εισβολέα: αυτό ακριβώς λέει και το παλιό ιταλικό τραγούδι!

Την ώρα που η εκατόμβη στην Bel Paese αυξάνεται και πληθύνεται (με 793 νεκρούς μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο) λες και ολόκληρος ο κόσμος οφείλει να αποτίσει μια θυσία της Αντιγόνης, την ίδια ώρα το παλιό τραγούδι γίνεται ένας ύμνος στα χείλη των Ιταλών που προαυλίζονται στα μπαλκόνια τους και όλων εκείνων οι οποίοι θέλουν να τους συμπαρασταθούν.

Το τραγούδι έχει μια ιστορία που ξεπερνάει τον έναν αιώνα και στο πέρασμα του χρόνου γνώρισε διάφορες παραλλαγές απανταχού της γης: από τον Μανού Τσάο και τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς μέχρι-εδώ στα καθ’ ημάς-από τη Μαρία Φαραντούρη και πάει λέγοντας…

Το τραγούδι του ανωνύμου και πάντως άγνωστου στιχουργού, άρχισαν να το λένε στις αρχές του περασμένου αιώνα οι γυναίκες που δούλευαν στις φυτείες ρυζιού της κοιλάδας του Πάδου και στην Terre d’ Acqua κοντά στην Μπολόνια. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα αντιστασιακό τραγούδι ενάντια στα αφεντικά που με ένα ραβδί στο χέρι υποχρέωναν τις εργάτριες να δουλεύουν αμέτρητες ώρες κάτω από το λιοπύρι και χωρίς να πληρώνονται…

Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το τραγούδι έμελλε να γίνει το λάβαρο της ιταλικής αντίστασης κατά του φασισμού του Μουσολίνι. Ένας ύμνος στον απελευθερωτικό αγώνα και τον ηρωικό θάνατο των παρτιζάνων!

Κάπου εκεί εμφανίζεται και ο… κορωνοϊός: όχι δεν πρόκειται για προφητεία της πανδημίας, απλώς ο τραγουδοποιός γράφει το εξής στην πρώτη στροφή…

«Ένα πρωί ξύπνησα, ω αντίο όμορφη, αντίο όμορφη, όμορφη αντίο, αντίο, αντίο, ένα πρωί ξύπνησα και βρήκα τον εισβολέα»!

Και συνεχίζει πιο κάτω: «Αντάρτη πάρε με μακριά, γιατί αισθάνομαι ότι θα πεθάνω, θα πεθάνω σαν αντάρτης, αντίο όμορφη, και αν πεθάνω σαν αντάρτης εσύ πρέπει να με θάψεις, να με θάψεις, εκεί στο βουνό, κάτω από τη σκιά ενός υπέροχου λουλουδιού»!

Εκεί στα κάθε λογής βουνά τους θάβουν τους δόλιους τους Ιταλούς που πεθαίνουν και τους κουβαλάνε με τα καμιόνια…

Πάλι καλά που προλαβαίνουν κιόλας να τους θάψουν και δεν τους αφήνουν άταφους, όπως έμεινε για δώδεκα ημέρες ο Εκτορας να κείτεται σκοτωμένος και έχοντας συρθεί (στα δίκην ύβρεως επινίκια) από τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας!

Πριν από εμένα έκλαψε χθες το απόγευμα ο Σωτήρης Τσιόδρας. Λύγισε κι ελόγου του, πάνω στο πάνελ, άνθρωπος γαρ!

Άνθρωπος με σάρκα και οστά, όχι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, ούτε ο Superman του Τζο Σούστερ και του Τζέρι Σίγκελ…

Σε μια τέτοια στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας, την ώρα που μιλούσε για τους πατεράδες, τις μανάδες, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, λύγισε…

Κόμπιασε. Βούρκωσε. Αντλησε ωστόσο δύναμη από τη θετική σκέψη, από την αίσθηση του καθήκοντος και από τον Οδυσσέα Ελύτη και συνέχισε…

Καλέ μου άνθρωπε (όπως θα έλεγε και ο Θανάσης Βέγγος), σε ευχαριστούμε που υπάρχεις. Σε ευχαριστούμε που σε γνωρίσαμε για τα καλά έστω και υπό το κράτος της πανδημίας και του τρόμου.

Σε ευχαριστούμε που ζεις ανάμεσα μας…

Βάστα καλέ μου άνθρωπε. Να στέκεις στο μετερίζι σου για να σταθούμε κι εμείς, όσο για το χθεσινό κόμπιασμα, τα γερά κλαδιά πρέπει πού και πού να λυγάνε, γιατί αλλιώς θα σπάσουν!

Εχει δίκιο ο γιατρός που γίνεται κιόλας εξ αποστάσεως ο ελπιδοφόρος και ο εξομολόγος ολονών μας…

Την τελευταία λέξη δεν πρέπει να την έχει ο θάνατος!

Είναι ωραίος με την έννοια που έδωσε ο Εγγονόπουλος, όταν περιέγραψε τον Σιμόν Μπολίβαρ…

Ωραίος σαν Ελληνας!

Απλώς εδώ δέον να απαλειφθεί το ομοιωματικό μόριο διότι ο Τσιόδρας είναι Ελληνας…

Έλληνας όχι Ελληναράς!

Βεβαίως μπόλικοι από δαύτους τους Ελληναράδες ενδημούν και παρεπιδημούν στα μέρη μας, κάποιοι εξ αυτών μάλιστα του έβαλαν πόστα επειδή σήμερα το πρωί πήγε και (όπως το συνηθίζει) έψαλε στη θεία λειτουργία της Σταυροπροσκυνήσεως που τελέστηκε στον (άδειο από το χριστεπώνυμον πλήθος) Ιερό Ναό της Αναστάσεων του Χριστού στα Σπάτα.

Δεν βρίσκεις άκρη σε αυτή τη χώρα! Καμιά άκρη. Καμιά σωτηρία!

Βεβαίως για όλα υπάρχει μια εξήγηση και αυτή μου την έδωσε ο παλιός καθηγητής μου της Φυσικής στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιώς, ο Πέτρος Μιχαλακάκος και τη μεταφέρω αυτολεξεί…

Υποψιάζομαι ότι η παρουσία του κυρίου Τσιόδρα αυτές τις δύσκολες στιγμές, χαλάει τη μανέστρα μερικών.

Δεν ανέχονται την παρουσία και την αναγνώριση ενός ατόμου που δεν ανήκει στον κύκλο τους και τους κλέβει ζωτικό χώρο, χωρίς να το επιδιώκει!

Η υπόθεση μου θυμίζει τους «αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, όπου ο Χριστός επανεμφανιζόμενος στη Γη, θεραπεύοντας ανθρώπους και κάνοντας καλά, συλλαμβάνεται από τον Μέγα Ιεροεξεταστή (μορφή εξουσίας) γιατί τους χαλάει το σύστημα που είχαν δημιουργήσει κλπ. κλπ…

Και στο καπάκι έλαβα κι ένα μήνυμα από τον φίλο μου, άλλοτε συμπαίκτη μου στα παιδικοεφηβικά του Ιωνικού Νικαίας και νυν πρόξενο της πατρίδας μας στη Σαγκάη και επίσης το αναδημοσιεύω αυτολεξεί…

Στο μεταξύ, στον κόσμο του Twitter έχουν ξαμολυθεί δεκάδες τρολ κατά του κυρίου Τσιοδρα. Είναι σαφές ότι δεν τους ενδιαφέρει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, αλλά το υπόδειγμα κανονικού ανθρώπου που εκπροσωπεί. Αυτό θέλουν να αποδομήσουν, διότι αυτό απειλεί την ύπαρξη τους.

Πρόκειται για μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης του πιο παρηκμασμένου, διανοητικά-θεωρητικά-προγραμματικά, τμήματος της κοινωνίας μας, που απλώς ξέρει πώς να δρα οργανωμένα στο ψηφιακό σύμπαν για να συγκρατήσει κάτι από την σαφώς φθίνουσα παρουσία και επιρροή του.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3