«Και τώρα τι ψηφίζουμε;»

«Και τώρα τι ψηφίζουμε;»
Σε ένα απολύτως πολωμένο κλίμα και στη μάχη των social media και των εντυπώσεων, ας ασχοληθούμε λίγο με τα κριτήρια που οδηγούν καθέναν μας στην κάλπη. Γράφει ο Χρήστος Κιούσης.

Είναι το δημοφιλέστερο ερώτημα των ημερών, γιατί ναι υπάρχουν και οι αναποφάσιστοι ή καλύτερα οι αποφασισμένοι, πως δεν τους εκφράζει κανένα πολιτικό κόμμα, καμιά πολιτική συμμαχία, κανένα αρχηγικό ταλέντο. Γιατί δεν είναι όλοι στοιχισμένοι πίσω από μια παράταξη και ευτυχώς δεν είναι ακόμα όλοι κομματόσκυλα. Εννοείται, πως πολλοί θα στοχεύσουν στο «μη χείρον βέλτιστο» ψηφίζοντας δια της εις άτοπον επαγωγής αλλά μαθημένα τα βουνά στα χιόνια και οι Έλληνες ψηφοφόροι στα αδιέξοδα.

Την ερώτηση «εσύ τι ψηφίζεις;», προσωπικά δεν την απαντώ ποτέ ούτε στα ίδια μου τα παιδιά, στα οποία επίσης δεν την απευθύνω. Με ενδιαφέρει, αν έχουν την πρόθεση να ψηφίσουν, αν νοιάζονται και ίσως από επαγγελματικό ενδιαφέρον τα κριτήριά τους. Με την ηρεμία ότι δεν έχουμε μεγαλώσει φασίστες στο σπίτι μας, πιστεύω ότι έχουν κάθε δικαίωμα στη δική τους άποψη, στη δική τους αισθητική και βέβαια στα δικά τους λάθη. Λάθη που έχω κάνει μερικές φορές και μετανιώσει στο πεδίο για αυτά.

Το προσωπικό μου πολιτικό μανιφέστο βασίζεται σε δύο πυλώνες, πρώτον ότι δεν ψηφίζω κάποιον για όσα υπόσχεται αλλά για όσα έκανε και δεύτερον ότι η ψήφος είναι κυρίως προσωπική και ταξική. Όσα κι αν σερβίρουν τα δελτία ειδήσεων και οι ενημερωτικές εκπομπές περί επιτυχίας, περί ανάπτυξης, περί σκανδάλων, περί ηθικού πλεονεκτήματος, περί προοδευτικών συμμαχιών, ο καθένας θα πάρει την απόφαση αναλόγως του τι συμβαίνει στο σπίτι του και αυτό για μένα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δίκαιο.

Μόνο οι ίδιοι μπορούμε να ξέρουμε τι βιώσαμε επί της μιας διακυβέρνησης ή της άλλης, ο λογαριασμός είναι ξεχωριστός για τον καθέναν μας και αν αθροίσουμε αυτούς τους «λογαριασμούς» και συμπεριφερθούμε εκλογικά αναλόγως, τότε εφαρμόζεται στην πράξη ένα είδος άμεσης κι αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ταξικής και πλειοψηφικής. Αν προσωπικά δυσαρεστούμαι με την απόφαση της πλειοψηφίας, θα προσαρμοστώ ή θα αποχωρήσω κι αυτό είναι δημοκρατία.

Μπορώ απόλυτα να κατανοήσω, πως μια συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας θέλει επανεκλογή του Μητσοτάκη, γιατί ωφελήθηκε και πως μια άλλη μερίδα θέλει εκλογή του Τσίπρα, γιατί πέρασε άσχημα ή ωφελήθηκε το 2015-19. Αναφέρομαι στο δίπολο αφήνοντας φυσικά τα περιθώρια για ό,τι άλλο δημοκρατικό. Αυτούς που δεν καταλαβαίνω για παράδειγμα, είναι κάτι επώνυμους εφοπλιστές κι επιχειρηματίες που δηλώνουν Κομμουνιστές. Απαγορεύεται; Από τον νόμο όχι, από τη λογική μάλλον. Έχει συμβεί παλιότερα εμπορικός διευθυντής πολυεθνικής εταιρίας να είναι ταυτόχρονα και υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ, οπότε εκεί σηκώνεις απλά τα χέρια ψηλά.

Η απλοϊκή λογική μου ότι, «κοιτάμε πρώτα το Εγώ και μετά το Εμείς» κατανοώ, πως μπορεί να φαίνεται κοινωνικά ισοπεδωτική, σκεφτείτε όμως με ποιόν τρόπο ερχόμαστε σε επαφή με το «Εμείς»; Εργαζόμαστε σε ωράρια περισσότερο διευρυμένα από άλλους λαούς, με ελάχιστα περιθώρια κοινωνικής ζωής και παρακολουθούμε τα νέα και τις εξελίξεις όπως μας μεταφέρονται από τα mainstream media, τον αλγόριθμο της Google και του Facebook και μεμονωμένες δημοσιογραφικές φωνές με προσωπικά κίνητρα. Αυτοί μας λένε για την «ανάπτυξη», τους «αριθμούς που ευημερούν», τα «σκάνδαλα» και για την «ηθική».

Εμείς από την άλλη ξέρουμε τη φορολογική μας δήλωση, τα έξοδα του σπιτιού μας, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που πηγαίνουν τα παιδιά μας, την κατάσταση των νοσοκομείων όταν τα χρειαζόμαστε, τους δρόμους που οδηγούμε, την ασφάλεια ή την ανασφάλεια της γειτονιάς μας. Δεν χρειάζεται κάποιος άλλος να μας ενημερώσει για αυτά, τα ζούμε. Αυτά βαφτίζω «προσωπικό λογαριασμό» και η πλειοψηφία αυτών των λογαριασμών θα ήταν λογικό, να μας δίνουν ένα αποτέλεσμα. Πλειοψηφικό και δημοκρατικό.

Ομολογώ πως ο παραπάνω πολιτικός συλλογισμός μου, που ξεκινά από το «Εγώ» και ανοίγει προς το «Εμείς», έχει ένα μεγάλο ελάττωμα. Μπορεί να βγάλουν εισιτήρια με το ίδιο τρένο τα παιδιά των επιχειρηματιών, των εργατών, των αγροτών, των δεξιών, των αριστερών κι αυτό το τρένο να μη φτάσει ποτέ. Τα παιδιά αυτά να μην υπάρχουν πια ανάμεσά μας και να μην μπορούν να ψηφίσουν ευχαριστημένα ή δυσαρεστημένα από την την Κυβέρνηση την τωρινή ή την προηγούμενη.

Και οι οικογένειές τους ανεξάρτητα αν είναι επιχειρηματίες ή εργάτες, θα πρέπει αναζητώντας τις συλλογικές και διαχρονικές ευθύνες, να ανέχονται το κάθε κομματόσκυλο-δημοσιογράφο να κάνει πλαστά ρεπορτάζ στα συντρίμμια ζητώντας αντικειμενικές απαντήσεις από καμουφλαρισμένα κομματικά στελέχη. Θα πρέπει αυτές οι οικογένειες να ακούν το κάθε διευθυντικό στέλεχος δημοσιογραφικού Μέσου, να μιλά για «ευκαιρία εκσυγχρονισμού», ενώ τα παιδιά είναι άταφα και λίγο πριν ο ίδιος πάει να λύσει τους κάβους του motor yacht για εκδρομή στον Αργοσαρωνικό.

Ναι σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις το «Εγώ» ταρακουνιέται γερά από την πραγματικότητα και μπαίνει μέσα μας ο φόβος, μήπως συμπεριληφθούμε βίαια στο «Εμείς». Αρκετές οικογένειες το έζησαν τα τελευταία χρόνια κι αρκετές ακόμα σύρονται σε δίκες-παρωδίες στο κυνήγι της Δικαιοσύνης.

Αντιλαμβάνεστε ίσως από τα παραπάνω, ότι το προσωπικό μου πολιτικό μανιφέστο, όσο κι αν είναι λογικό ή λογικοφανές, κάπου πάσχει, το ομολογώ πρώτος εγώ. Είναι όμως ευθύνη μου να μην άγομαι και φέρομαι από τον αλγόριθμο και να μεταφράσω την εμπειρία μου σε ψήφο. Και προτιμώ αυτή η ψήφος να μην είναι τιμωρητική αλλά να υπηρετεί το προσωπικό μου συμφέρον, επιδιώκοντας το κοινωνικό συμφέρον βάσει πλειοψηφίας στην κάλπη. Δεν είναι αυτό υποδειγματικά δημοκρατικό;

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.