Οι Έλληνες αγαπάμε τη σάτιρα... αν αφορά τους άλλους

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Οι Έλληνες αγαπάμε τη σάτιρα... αν αφορά τους άλλους
Ο Χρήστος Κιούσης ρίχνει μια ματιά στην «αγάπη» των Ελλήνων στη σάτιρα που εξελίσσεται ομοίως με την αγάπη τους για άλλες ελληνικές εφευρέσεις όπως η δημοκρατία.

Από την προνομιακή θέση του συμπαρουσιαστή μιας σατιρικής εκπομπής που πριν λίγο καιρό ξεκίνησε τη 14η σεζόν, 11 εκ των οποίων στην τηλεόραση του ΑΝΤ1, ελπίζω να μου αναγνωρίζεται όχι κάποια αυθεντία αλλά το δικαίωμα να έχω σχηματίσει μια γνώμη για τη σχέση του λαού μας με τη σάτιρα.

Κατ’ αρχάς δεν θα κάνω καν την προσπάθεια μιας ιστορικής αναφοράς περί σατιρικής δημιουργίας, αφού κάθε τέτοια ιστορική αναφορά θα έβρισκε τοίχο σε όλα τα επίπεδα. Αν αναφερθούμε δηλαδή σε σατιρικά έργα της αρχαιότητας, θα έπρεπε αντίστοιχα να αναζητήσουμε σημεία αναφοράς και στους πολιτικούς και στους πολίτες των αρχαίων χρόνων. Άρα κάθε τέτοια αναδρομή μάλλον εξυπηρετεί επιχειρήματα αντιδικίας και όχι μια πραγματική συζήτηση. Ας αφήσουμε τους αρχαίους στον αιώνιο ύπνο τους.

Στην πραγματικότητα αυτό που βιώνω διαβάζοντας μάλιστα εισερχόμενα μηνύματα τηλεθεατών, είναι μια ακραία πόλωση που χρησιμοποιεί τη σάτιρα ως όχημα. Όπως ακριβώς παλιότερα στα μπλε και πράσινα καφενεία ή στα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων, οι Έλληνες δεν ψάχνουμε την πληροφορία αλλά το οπλοστάσιο για να πολεμήσουμε τον απέναντι. Ποιός είναι ο απέναντι; Ο πρώτος διαθέσιμος! Αυτός που ψηφίζει άλλο κόμμα, που υποστηρίζει άλλο σύλλογο, που ακούει άλλη μουσική, που έχει κάνει ρε αδερφέ πιθανώς μια διαφορετική επιλογή από τη δική σου, τη δήθεν σωστή.

Θα βρίσκουμε πάντα με προτεραιότητα κάτι να διαφωνούμε μέχρι τελικής πτώσης παρά το κοινό μας έδαφος. Το εντυπωσιακό, που πλέον έχει πάψει να με εντυπωσιάζει, είναι πως οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι με τα ίδια ονόματα, τα ίδια ψευδώνυμα και τα ίδια avatars μπορεί τη μια στιγμή να διαφωνούν και να σε καθυβρίζουν και την άλλη στιμή να σε χειροκροτούν ως «μια ανεξάρτητη φωνή στην πουλημένη ελληνική τηλεόραση». Τι έχει αλλάξει από τη στιγμή Α ώς τη στιγμή Β ; Μα φυσικά η Κυβέρνηση!

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως πρέπει να εξηγεί κανείς ότι πρωταρχικός στόχος κάθε σατιρικής δημιουργίας πρέπει να είναι η Κυβέρνηση. Γιατί; Γιατί κυβερνά ρε γαμώτο! Παίρνει αποφάσεις τώρα, σήμερα, καθοριστικές για τις ζωές ανθρώπων, εκτελεί νομοθετήματα που ψηφίζονται από το κυβερνών κόμμα (τουλάχιστον), διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα, διορίζει λειτουργούς της ανεξάρτητης (;) δικαιοσύνης και λοιπών ανεξάρτητων (;) αρχών αλλά για αρκετούς από τους πολίτες που ψήφισαν το κόμμα που κυβερνά, όταν ασκείς κριτική μέσω σάτιρας στην Κυβέρνηση, είσαι αυτόματα εγκάθετος κάποιου δόλιου συστήματος που καταδιώκει άδικα την όποια παραταξάρα, μπλε, πράσινη ή εμπριμέ.

Στο μίξερ του δημόσιου λόγου, στα social media κυρίως, θα ανακατευτούν τα φράγκα που μοίρασε ο Υπουργός, κάτι που είχες πει παλιότερα, το μέρος που πήγες διακοπές, το αυτοκίνητο που οδηγείς, η περιοχή που μένεις, η μουσική που ακούς, τα μέρη στα οποία πηγαίνεις για φαγητό ή ποτό, το επάγγελμα των γονιών σου ή του/της συζύγου σου, το ποιος σε ακολουθεί στα social και όλα αυτά θα καταλήξουν σε έναν πολτό με γεύση ξινή και μόνο στόχο να χαρακτηριστείς αφερέγγυος, ανακόλουθος ή ύποπτος ιδιοτέλειας κλπ. Όλα αυτά όμως γιατί;

Γιατί κανείς δεν γουστάρει να ακούει! Ούτε για το κόμμα που ψηφίζει, ούτε για την καταγωγή του, ούτε για τους λειτουργούς της θρησκείας του, ούτε για την ομάδα του, ούτε για την επαγγελματική του συντεχνία, για τίποτα. Ούτε ως σάτιρα, ούτε ως χιούμορ, ούτε ως σαρκασμό, ούτε καν συμμετέχοντας με αυτοσαρκασμό, αν μοιράζεσαι κάτι κοινό μαζί του. Κι αν δεν μιλάς για όλα αυτά σ’ αγαπάει. Κι αν μιλάς αλλά μόνο για τα χαρακτηριστικά του «απέναντι» που μισεί, σε λατρεύει, σε διαφημίζει, κάνει like και love και share και retweet και repost.

Υπάρχει βέβαια και το παραμύθι του απολιτίκ ή του ισαποστασάκια και είναι λογικό να υπάρχει. Αφού έχουμε μάθει να μας μασάνε οι πατερούληδες το φαγητό, αντί να μας ωθούν να ακούσουμε και να σκεφτούμε, που να ξυπνάμε τώρα την ωραία κοιμωμένη κριτική μας ικανότητα για να αποφασίσουμε περί καλού, κακού ή έστω του μικρότερου κακού. Συνθήματα αναζητούμε κι όχι περιεχόμενο, επικεφαλίδες με bold γράμματα κι όχι κείμενο που απαιτεί χρόνο ανάγνωσης ως μίνιμουμ.

Κι επειδή ο σατιρικός λόγος εκπέμπεται μέσω τηλεόρασης, μεταδίδεται από το ραδιόφωνο, τυπώνεται σε χαρτί ή ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι, δεν περιοριζόμαστε ως Έλληνες στο δικαίωμα της επιλογής. Δεν μας φτάνει το πάτημα ενός κουμπιού στο τηλεκοντρόλ, η αλλαγή συχνότητας, η αγορά άλλου εντύπου ή η θέαση μιας άλλης παράστασης. Θέλουμε να βουλώσει το στόμα αυτού, που διαφωνούμε μαζί του. Κι αναρωτιόμαστε και που είναι το Κράτος, η Δικαιοσύνη, να του αφαιρέσει το λόγο του αλήτη! Είμαστε πιο έτοιμοι από ποτέ για μια Χούντα οποιασδήποτε απόχρωσης. Σιγή ασυρμάτου, απαγόρευση συνάθροισης και κυκλοφορίας. Εμείς την γεννήσαμε την Δημοκρατία, εμείς και θα την θάψουμε δέκα μέτρα κάτω από τη γη.

Και να σας εξομολογηθώ κάτι; Ο ποιητής ήταν φρικτά πλανεμένος. Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα δε σου απομένει καμιά ελιά και κανένα αμπέλι και κανένα καράβι. Απομένουν εκατομμύρια υπερτροφικά Εγώ ημιμαθών ανθρώπων στον πάτο του «ανεπτυγμένου» κόσμου.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.