Μια (μόνο) παρτίδα τάβλι με τον Φ.Συρίγο!
Παίζω πολύ καλό τάβλι.
Αλλά ΔΕΝ αγαπώ το τάβλι.
Γι’ αυτό φταίει ένας παιδικός μου φίλος, ο Δημήτρης Χατζηβασιλείου, που (είναι ο καλύτερος ταβλαδόρος που’χω γνωρίσει ποτέ) ο οποίος με πίεζε να παίζουμε μέχρι… να κερδίσει.
Δεν φαντάζεστε πόσες παρτίδες έχω παίξει που ξεκινήσαμε «στα επτά» και καταλήξαμε στο 60-61… 80-79…χαχαχαχαχα λες και ήταν αγώνας μπάσκετ..
Γιατί; Επειδή δεν μ’αφηνε (ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ) να χάσω επίτηδες για να πάω επιτέλους στο για ύπνο.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν ακόμα στην οδό Κολοκοτρώνη στο Σύνταγμα. Τριγύριζα στα δημοσιογραφικά γραφεία της «Ε», αν και δεν ανήκα στο δυναμικό της. Δούλευα στον ΑΝΤ1… αλλά εργαζόταν εκεί η τότε κοπέλα μου και πήγαινα κάθε βράδυ να την πάρω.
Μια φορά (που εκείνη καθυστερούσε) μπήκα στο αθλητικό τμήμα, για να πω ένα γειά στον φίλο μου Πάνο Κορκόδειλο.
Εκεί είδα ότι -όσοι δεν είχαν φύγει ακόμα- στεκόντουσαν γύρω-γύρω από το γραφείο του Φίλιππα Συρίγου, που έπαιζε τάβλι με τον Γιάννη Τριάντη.
Τον έλιωνε ( ο Συρίγος) και όσο τον έλιωνε τόσο του έκανε χοντρή πλάκα,επιθετικό καλαμπούρι κάθε φορά που έπιανε στα χέρια του τα ζάρια. Εχασε λοιπόν ο Τριάντης… έφυγε… Ο Συρίγος σήκωσε τα μάτια και είπε:
-Κανείς άλλος;
Μπάααααα…. Τα μάζεψαν και έφυγαν…
Ηταν έτοιμος να κλείσει το τάβλι όταν … δεν ξέρω πώς μου΄ρθε… και είπα:
-Εγώ!
Σηκωσε τα μάτια και με κοίταξε με εκείνο το διεισδυτικό του βλέμμα.
-Ποιος είσαι εσύ;
-Εεεεεεε….
-Ο Αντώναρος δεν είσαι;
-Ναι… δεν πειράζει… είναι αργά άλλωστε.
(ΦΥΣΙΚΑ εγώ τον ήξερα. ΦΥΣΙΚΑ τον θαύμαζα… δεν είχα ιδέα πώς γνωριζε ποιος ήμουν)
-Κάτσε!
Κάθισα…
Έχασε 7-2…
Ω γμτ! Ηταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα να συμβεί. Να χάσω ήθελα… έβριζα (από μέσα μου τον εαυτό μου) που πήγα και έμπλεξα.
Στο 4-0… άρχισα να κάνω…νερά. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ο Συρίγος όμως (όπως κάθε ταβλαδόρος που σέβεται τον εαυτό του) δεν ήθελε να κάτσω να χάσω… ήθελε να με κερδίσει.
Στο 4-2 έβαλε τα χέρια μέσα στο τάβλι… καπάκωσε τα ζάρια και μου είπε αυστηρά:
-Θα παίξουμε ή δεν θα παίξουμε.. Αν είναι να μην παίξουμε… ας το σταματήσουμε εδώ… έχω δουλειές να κάνω. Συνεννοηθήκαμε;
-Εντάξει!
Μέχρι να πάει η παρτίδα στα 7 άρχισε να μου λέει… με λεπτομέρειες… αρκετά από όσα είχα κάνει στη νεαρή δημοσιογραφική μου καριέρα… τι είχα γράψει (πιτσιρικάς) στην «Αθλητική Ηχώ»… τί στην άλλη εφημερίδα… τι είχα πει στο ραδιόφωνο… για τις λιγοστές μου εμφανίσεις στην ΤV. Ηταν συγκρατημένα γενναιόδωρος όταν χρειαζόταν και πολύ κριτικός (Θεός φυλάξοι) σ’ αυτά που δεν του άρεσαν.
-Να παίξουμε τη ρεβάνς; τον ρώτησα αφού τελειώσαμε.
-Όχι! Είναι αργά.
-Ε, τότε μιαν άλλη φορά.
-Ούτε μιαν άλλη φορά… γιατί θα παίξεις από την αρχή τόσο-όσο για να χάσεις.
-Όχι!
-Ασε τις μαλακίες με εμένα…μου είπε πολύ φιλικά…. Και έκλεισε με δύναμη το τάβλι.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξανατυχε να τον πετύχω να παίζει τάβλι. Συνήθως πήγαινα όταν η δουλειά στην εφημερίδα (που έχει άλλους ρυθμούς από την τηλεόραση) ήταν στο φόρτε της.
Εκείνη η παρτίδα όμως μου έδωσε την ευκαιρία να μπαίνω κάθε φορά στο γραφείο του για ένα γεια… που πάντα επέστρεφε με χαμόγελο.
Όταν έμαθα ότι έφυγε… στεναχωρέθηκα παρα πολύ. Πάρα πολύ όμως.
Σπάνια έχανα τις εμφανίσεις του στο NOVA... ή κείμενά του…ή μεταδόσεις του…Ηταν ραντεβού για μένα.
Ηταν σπουδαίος δημοσιογράφος. Πολύ σπουδαίος ρεπόρτερ, γραφιάς, και φυσικά αλησμόνητος στις περιγραφές. Εχω τη βεβαιότητα ότι πολλοί του οφείλουν την καριέρα τους.
Δεν είμαι ένας απ’ αυτούς.
Αλλά έχω τον αντίστοιχο σεβασμό που αναμφιβολα του έχουν και εκείνοι.
Εφυγε σε μια πολύ κρισιμη καμπή της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Δυστυχώς.
ΥΓ. Το άρθρο το'γραψα ενστικτωδώς μόλις έμαθα ότι έφυγε. Ημουν έτοιμος να πατήσω το send, αλλά με σταμάτησε η σκέψη ότι δεν ήταν η δική μου στιγμή. Επρεπε να προηγηθούν άλλοι... έπρεπε να τους περιμένω να βρουν την ψυχική περπατησιά τους. Οταν ανήρτησαν τα ποστ τους οι Σκουντής και Παπαδογιάννης ήξερα ότι μπορούσα πια να διηγηθώ αυτο το μικρό στιγμιότυπο.