Αστυφύλακες και αστυνόμοι μέσα από τις ελληνικές ταινίες

Gazzetta team
Αστυφύλακες και αστυνόμοι μέσα από τις ελληνικές ταινίες
Η αποτύπωση του ρόλου της αστυνομίας στον ελληνικό κινηματογράφο, με την ευγενική χορηγία των ζυμαρικών Μάκβελ

Οι δεκαετίες του 50’ και του 60’, οι οποίες θεωρούνται -και δικαίως- οι κορυφαίες για τον ελληνικό κινηματογράφο, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο δεν ήταν και οι πλέον ήρεμες. Οι πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν και λίγες, ενώ στην ελληνική κοινωνία ήταν διάχυτη η αίσθηση της αναταραχής σε κάθε επίπεδο. Θα μπορούσε δε να πει κανείς ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, προσπαθώντας να «πατήσει» καλύτερα στα πόδια του, κατέφευγε σε ακρότητες και συντηρητισμούς, ενώ δεν απέφευγε την πρόκληση να προσπαθεί να καταπνίξει κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να θεωρηθεί κίνηση εκσυγχρονισμού, με άγαρμπο και εντελώς ανορθόδοξο τρόπο. Ήταν οι εποχές που τα σώματα ασφαλείας, με την αστυνομία και την χωροφυλακή σε πρώτο πλάνο, συμμετείχαν έντονα στην καθημερινότητα των πολιτών, τόσο σε θέματα που έπρεπε να έχουν συμμετοχή, όσο και σε άλλες καταστάσεις που δεν είχαν καμία δουλειά να εμπλακούν. Και κάπως έτσι οι πολίτες είχαν αναπτύξει έναν αδιόρατο φόβο για τους αστυνομικούς και τους χωροφύλακες, φόβος που είναι διάχυτος και στις ελληνικές ταινίες της εποχής. Πώς όμως αποτύπωθηκε η δράση των αστυνομικών, μέσα από τις ελληνικές ταινίες της εποχής; Θα έλεγε κανείς ότι μέσα από τις κωμωδίες, η εικόνα τους ήταν εξωραϊσμένη, ενώ στα δράματα υπήρχαν και στιγμές που οι αστυνομικοί εμφανίζονταν σε ακραίες ενέργειές τους. Ωστόσο οι τελευταίες ήταν πολύ λίγες. Η εικόνα που επικράτησε στις ελληνικές ταινίες ήταν του αστυνομικού που είχε ειλικρινές ενδιαφέρον για τους πολίτες και ήταν δίπλα τους ακόμα και σε απλές καταστάσεις της καθημερινότητας, όπως π.χ. όταν αυτός πήγαινε σε ένα σπίτι για να κάνει παρατήρηση στη νοικοκυρά να μην ρίχνει τα νερά της μπουγάδας στον δρόμο, διότι έχουν παραπονεθεί οι γείτονες. Αλήθεια, φαντάζεστε σήμερα έναν αστυνομικό να έρχεται σπίτι σας για έναν τέτοιο λόγο; Μάλλον όχι. Κι όμως, στην ταινία «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ο Άγγελος Αντωνόπουλος, στο ρόλο ενός αστυφύλακα, πηγαίνει στο σπίτι του Αντωνάκη (Γιώργος Κωνσταντίνου) και της κυρίας Ελένης (Μάρω Κοντού) για να κάνει σύσταση στην τελευταία να μην απλώνει τα ρούχα της στην ταράτσα του κτιρίου, όπου εκεί έχει πρόσβαση μόνο η ιδιοκτήτρια του όλο οικήματος (Τασσώ Καβαδία).

«Η κόμισα της φάμπρικας» και ο αφελής αστυφύλακας

Μια εξιδανικευμένη εικόνα για τον αστυνομικό της εποχής έχουμε μέσα από την ταινία «Η κόμισα της φάμπρικας» του 1969, στην οποία ο Στέφανος Ληναίος υποδύεται έναν αστυφύλακα που θεωρεί ότι η κοινωνία μπορεί να γίνει καλύτερη εάν ο κάθε πολίτης κοιτάζει το σπίτι και το νοικοκυριό του, έχει τη δουλίτσα του και προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, ενώ ενδιαφέρεται για την ανατροφή των παιδιών του. Μάλιστα, όταν χωρίς να το ξέρει παίρνει προαγωγή απλά διότι η καλή του (Άννα Φόνσου) έχει βάλει μέσο, φωνάζει σε όλους ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς του. Και κάπως έτσι, το ίδιο το σενάριο αποδομεί τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου αστυφύλακα, ο οποίος εμφανίζεται αφελής σε βαθμό που προκαλεί θυμηδία. Ο Στέφανος Ληναίος αποδίδει τον ρόλο με μοναδικό τρόπο, λες και γράφτηκε αποκλειστικά και μόνο για τον ίδιο. Η «Κόμισσα της Φάμπρικας» είναι θεατρικό έργο των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη. Η ταινία γυρίστηκε από τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη και την κινηματογραφική εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.

Η υπόθεση θέλει έναν αστυνομικό (Στέφανος Ληναίος) να συλλαμβάνει ένα βράδυ μία κοπέλα (Άννα Φόνσου), ενώ αυτή έχει κάνει διάρρηξη, όχι όμως για να κλέψει, αλλά για να βοηθήσει την αδελφή της που είχε πέσει θύμα εκβιασμού. Η κοπέλα για να του ξεφύγει, του λέει ψέματα ότι είναι φτωχή και άνεργη και αυτός την αφήνει με τον όρο να πάει στη δουλειά που θα της βρει. Γύρω από αυτή την ιστορία «στήνονται» και άλλες, με εξαιρετικό ενδιαφέρον και πολύ γέλιο. Ο Στέφανος Ληναίος προσφέρει μια εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο του αστυφύλακα, ενώ η Άννα Φόνσου ακολουθεί ιδανικά. Με ρεαλιστικό τρόπο αποτυπώνεται η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της ταραγμένης δεκαετίας του 1960, με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα συλλαλητήρια, τις απεργίες, τη βία. Το 1969 βέβαια την εξουσία είχαν αναλάβει οι συνταγματάρχες της χούντας κι αυτό σημαίνει πολλά για τα σενάρια της εποχής. Και στο συγκεκριμένο υπήρχαν εμφανή τα σημάδια της λογοκρισίας, με σαφείς υπαινιγμούς για τον κομμουνισμό, αλλά και τις διαδηλώσεις. Σκηνοθέτης ήταν ο Ντίμης Δαδήρας.

«Φωνάζει ο κλέφτης»: Το μαρτύριο της λακέρδας…

Ιστορική παραμένει η σκηνή στη συγκεκριμένη ταινία όπου ο Ντίνος Ηλιόπουλος κρατείται μια νύχτα στο κρατητήριο χωρίς να του δίνουν νερό, ενώ τον ταϊζουν μόνο λακέρδα (!), με αποτέλεσμα ο ίδιος να έχει φτάσει σε σημείο να διψάει τόσο πολύ, σε βαθμό αφυδάτωσης! Μόλις το μαθαίνει αυτό ο διοικητής του τμήματος (Νικήτας Πλατής) βάζει τις φωνές στους αστυφύλακες, λέγοντάς τους ότι δεν πρέπει να κάνουν τέτοια πράγματα. Οπότε έρχεται η «αποστομωτική» απάντηση ενός αστυφύλακα: «Ξέρετε, κύριε διοικητά, ο κύριος υπαστυνόμος λέει ότι αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική εάν θέλεις να κάνεις κάποιον να μιλήσει»! Το αποτέλεσμα είναι την επόμενη μέρα το πρωί, όταν ο Ηλιόπουλος πηγαίνει στο γραφείο του διοικητή για ανάκριση, «τρελαίνεται» όταν έρχονται μπροστά του…10 ποτήρια νερό, τα οποία αδειάζει στη στιγμή!

Η ταινία «Φωνάζει ο κλέφτης» γυρίστηκε το 1965 σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, ενώ ήταν βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Δημήτρη Ψαθά. Η υπόθεση είναι η εξής: Ένας υπερβολικά έντιμος άνθρωπος, ο Τιμολέων Λάμπρου (Ντίνος Ηλιόπουλος), που έχει χάσει πολλές φορές την δουλειά του εξαιτίας αυτής της εντιμότητας και που για να παίρνει θάρρος να λέει την αλήθεια αναγκάζεται να πίνει, βρίσκει το πορτοφόλι ενός στρατηγού (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), προέδρου ενός μεγάλου δημόσιου οργανισμού, το οποίο είναι γεμάτο χαρτονομίσματα και ένα γράμμα από τις ΗΠΑ, οπότε πηγαίνει στο σπίτι του για να το επιστρέψει. Η γυναίκα του στρατηγού όμως, η Λία (Ρένα Βλαχοπούλου), καλύπτει τον αδελφό της (Ανδρέας Ντούζος), που έχει κάνει μεγάλες καταχρήσεις στον οργανισμό του συζύγου της και το γράμμα αποδεικνύει τα ψέμματα της και τις καταχρήσεις. Τελικά, η Λία αποκτά το γράμμα παρά την αντίδραση του έντιμου ανθρώπου, αλλά ο στρατηγός, λόγω ακριβώς αυτής της εντιμότητας, τον προσλαμβάνει στον οργανισμό. Εκεί, αυτός ανακαλύπτει τις κομπίνες και τις καταχρήσεις και όταν πηγαίνει και τα λέει όλα στον στρατηγό, η γυναίκα του και ο αδελφός της προσπαθούν να τον βγάλουν τρελό, απατεώνα και...αριστερό και "εναντίον του συστήματος", κάτι που κάνει το στρατηγό έξαλλο. Ο έντιμος άνθρωπος πηγαίνει στη φυλακή, αλλά η Λία αποφασίζει να δώσει τη λύση λέγοντας όλη την αλήθεια.

Τα χαστούκια του αστυφύλακα στον «Ηλία του 16ου»

Ένδεια, αστυνομοκρατία, κοινωνικές αναταραχές και πολιτικές εκτροπές ήταν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1950 στη χώρα μας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Φίνος μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο αποφασίζουν το 1959 να γυρίσουν σε ταινία ένα θεατρικό έργο που είχε γράψει ο τελευταίος μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, το οποίο αποτύπωνε ακριβώς αυτή την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, εκείνη την εποχή. Ήταν το έργο «Ο Ηλίας του 16ου», το οποίο είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά στο θέατρο ο Βασίλης Λογοθετίδης με τον θίασό του. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη κι έτσι η απόφαση να γυριστεί και ταινία, σχετικά εύκολη. Ωστόσο κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η ταινία αυτή, αρκετά χρόνια αργότερα, θα αποτελούσε μια από τις πλέον αγαπημένες των Ελλήνων. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Χατζηχρήστος, ως «Ηλίας του 16ου», ο Θανάσης Βέγγος, ως ένας φουκαράς φίλος του, αλλά και ο Σταύρος Ξενίδης, ως υπάλληλος ενός ιδιοκτήτη μπαρ (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), ο οποίος είναι μέγας τοκογλύφος. Μάλιστα, για τον Βέγγο ήταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση σε ταινία της Finos Film. Το σενάριο ήθελε τους τρεις φίλους (Ηλίας, Θωμάς, Βαγγέλης) να αποφασίζουν να κλέψουν το αφεντικό του Βαγγέλη, που είναι ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ενεχυροδανειστής και κλεπταποδόχος. Τη διάρρηξη αποφασίζεται να κάνει ο Θωμάς, ενώ ο Ηλίας ντυμένος αστυφύλακας, φυλάει τσίλιες. Για κακή τους τύχη, όμως, στο διπλανό σπίτι γίνεται αντιληπτή η απώλεια ενός δακτυλιδιού και κατηγορείται η υπηρέτρια. Ο Ηλίας, που περιπολεί ως ψευτο-αστυφύλακας, καλείται να παρέμβει και καταλήγει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Συλλαμβάνεται, όμως, και ο Θωμάς οδηγείται στο ίδιο τμήμα που βρίσκεται ο Ηλίας, ο οποίος προσπαθεί να ξεδιαλύνει την κατάσταση. Οι σκηνές που εκτυλίσσονται είναι απείρου κάλλους και προκαλούν άφθονο γέλιο. Αξέχαστη η σκηνή με τον Χατζηχρήστο να χαστουκίζει πολλάκις τον Βέγγο εν ώρα ανακρίσεως και μάλιστα με αληθινά χαστούκια, ενώ είναι δεκάδες οι ατάκες του Χατζηχρήστου ως αστυφύλακα, που αποτυπώνουν πολύ χαρακτηριστικά τα πιστεύω των πολιτών για την αστυνομία εκείνη την εποχή.

«Η βίλα των οργίων» και…το αμέρικαν μπαρ

«Τι το κάναμε εδώ, αμέρικαν μπαρ;» είναι η θρυλικά ατάκα του αξέχαστου Διονύση Παπαγιαννόπουλου, στην ελληνική ταινία του 1964, «Η βίλλα των οργίων», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος – μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τη Μέλπω Ζαρόκωστα και την Κάκια Αναλυτή -, υποδυόμενος το ρόλο ενός αυστηρού διοικητή αστυνομικού τμήματος. Εδώ ίσως ο ρόλος της αστυνομίας είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα της εποχής, με τον Παπαγιαννόπουλο να έχει μπει άριστα “στο πετσί” του ρόλου του και να αναδεινύει μοναδικά συμπεριφορές αστυνομικών της εποχής, ενίοτε και ακραίες. Η ταινία είναι παραγωγή της Finos Film και πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής κωμωδίας του Γεράσιμου Σταύρου, η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο από τον θίασο Κώστα Ρηγόπουλου - Κάκιας Αναλυτής, με την τελευταία να επαναλαμβάνει τον θεατρικό της ρόλο και στο σινεμά. Στην ταινία, ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει και για την εξαιρετική ερμηνεία της Ρίτας Μουσούρη, στο ρόλο της ξεπεσμένης μεγαλοαστής που υπενοικιάζει τη βίλα της για σεξουαλικά όργια. Αξέχαστη και η δική της ατάκα «μιλάτε μου σας παρακαλώ στον πληθυντικό, θα με υποχρεώσετε, ξέρετε είμαι κόρη ναυάρχου». Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Ο Χάρης Ζάβαλος (Λάμπρος Κωνσταντάρας), ένας μεγαλοαστός πολιτικός, βρίσκεται παγιδευμένος από κάποιον υπάλληλό του (Ανδρέας Ντούζος) σε μια βίλα όπου γίνονται σεξουαλικά όργια. Συλλαμβάνεται και στο αστυνομικό τμήμα που οδηγείται, συναντά την Βιολέτα (Κάκια Αναλυτή), με την οποία ο Ζάβαλος έχει αποκτήσει ένα νόθο παιδί. Από διαβολική σύμπτωση, η Βιολέτα γίνεται η κάτοχος ενός καρνέ γεμάτο ονόματα της υψηλής κοινωνίας που εμπλέκονται στο σεξουαλικό σκάνδαλο της βίλλας. Ο Ζάβαλος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκτήσει το καρνέ, η Βιολέτα όμως τον εκβιάζει ζητώντας του να αναγνωρίσει το παιδί, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει, καθώς ο Ζάβαλος είναι ήδη αρραβωνιασμένος. Το σενάριο ήταν του Γεράσιμου Σταύρου και η σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου. Η ταινία αποτελεί μια ακόμα χαρακτηριστική ηθογραφία εποχής και η αλήθεια είναι πως προκαλεί θλίψη το γεγονός ότι σήμερα τέτοια συμβάντα θεωρούνται καθημερινά, συχνότατα και...φυσιολογικά. Μια ακόμα ένδειξη ότι εκείνη η εποχή με τις δυσκολίες που είχε, παρέμενε στο βάθος της με αρχές και αξίες που πάλευε να διατηρήσει ζωντανές. Κάτι που φυσικά στα χρόνια που ακολούθησαν, η κοινωνία δεν κατάφερε να επιτύχει.

Ζυμαρικά Μάκβελ, 81 χρόνια ιστορίας, 8 δεκαετίες γεύσης και καινοτομίας!