Τζέημς Τζόυς: Ξανά και ξανά!

Τζέημς Τζόυς: Ξανά και ξανά!

Gazzetta team

Ο Τζόυς και οι αντικατοπτρισμοί της λογοτεχνίας. Ο Τζόυς αποδεικνύει το μάταιο και το μεγαλείο της τέχνης του Λόγου. Κι αν είναι η κοινοτοπία στη διαπίστωση είναι αναπόφευκτη, δεν είναι ο Τζόυς! Ερμηνεία: Ο Ιρλανδός δεν συμβιβάστηκε με την ευκαιρία της δοκιμασίας στον Λόγο. Έγινε ο ίδιος δοκιμασία! Φανερή η έκπληξη της ταπεινής αποτίμησης. Και πώς να γίνει διαφορετικά; Ο Τζόυς προετοιμάζει το αναπάντεχο και το αιώνια ανεξήγητο. Η πρόσληψη δυσκολεύει και έρημα, μοναχικά, φωνήεντα παραμονεύουν. Το έργο του το πλησιάζεις. Το διαβάζεις και στην έρημο της έκπληξης του χάνεσαι. Το παράλογο αρχίζει να εισβάλει και κατά κάποιο τρόπο διχάζει. Στην αποκαμωμένη συνείδηση αντηχεί επίμονος ψίθυρος: διάβασε, μη διαβάζεις, διάβασε, μη διαβάζεις… Το αναπόδεικτο αναλαμβάνει και σε καλεί να το αντιμετωπίσεις, να το πιστέψεις, να το επιβεβαιώσεις. Τι να κάνουμε δηλαδή με την περίπτωση του Τζόυς: Διάβασε τον, ξανά και ξανά… Σε αυτό το σημείο το νήμα της ορθής σκέψης χάνεται, οι αμέτρητοι τρόποι γίνονται ένας και στην εσωτερική ροή του Λόγου, του εξωτερικού που έχει εισδύσει στα μύχια, πυρετός και αγωνία, λέξεις και φράσεις μισές, αδιέξοδο και πάλι αδιέξοδο. Η μία και μοναδική αναρώτηση επιστρέφει και δίνει τη μία κατεύθυνση: Διάβασε τον, ξανά και ξανά… Αποσιωπητικά, αιώνια επιστροφή, περιπλάνηση… Μοναδική σταθερά το Δουβλίνο. Και ο Τζόυς.

image

Τα δύο μυθιστορήματα του «Οδυσσέα»!

Το σημείο που συναντώνται όλα τα έργα του, όλος ο Τζόυς, είναι αναμφίβολα ο “Οδυσσέας”. Λειτουργεί ως σημείο ελέγχου και μετάβασης, επιβεβαίωσης της ασταμάτητης επανάληψης και της αδιάκοπης κρίσης και πρόσληψης. Όπως όλα τα μεγάλα έργα, σε κάθε πεδίο τέχνης, έτσι και ο “Οδυσσέας” διαβάζετε ξανά και ξανά. Κάθε φορά συστήνεται και κάθε φορά προκαλεί και εκπλήσσει. Η πρώτη φορά εκτονώνει όλα τα αρνητικά, αποτρεπτικά. Ήτοι, πυκνογραμμένο, μπερδεμένο, δυσνόητο. Η επιστροφή όμως αναδεικνύει την αξία και την απόλαυση που προκαλεί το πασίγνωστο, πια, έργο. Απαραίτητο σε αυτό είναι να βρει ο αναγνώστης και τις ερμηνείες ειδικών και μη σχετικά με το εν λόγω δημιούργημα. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν διαβάζεις ξανά και ξανά τον “Οδυσσέα”; Ανακαλύπτεις ότι διαβάζεις δύο μυθιστορήματα. Το πρώτο, βαθιά ανθρωπιστικό. Συλλαμβάνει και αποτυπώνει θαυμάσια τη ζωή μιας μέρας στο Δουβλίνο μέσα από τρεις βασικούς χαρακτήρες. Το δεύτερο, εξαιρετικά λογοτεχνικό, ξεπερνά την πολυπλοκότητα. Δίχως συγκέντρωση, δύσκολα εισέρχεσαι σε αυτό.

Το ανθρωπιστικό μας δίνει την εικόνα του Στίβεν Ντένταλους. (Νεαρός συγγραφέας που φιλοδοξεί να κατακτήσει το λογοτεχνικό μεγαλείο. Ο θάνατος της μητέρας του τον έχει στοιχειώσει, απορρίπτει την επιπολαιότητα της δημοσιογραφίας και είναι πολύ κοντά στον αλκοολισμό και τη διάλυση). Μας δίνεται η εικόνα του Λέοπολντ Μπλουμ. (Διαφημιστής, εν μέρει Εβραίος, αγαπά το φαγητό και το ποτό, είναι πατέρας νεκρού γιου και ώριμης νεαρής έφηβης. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Διασχίζει το Δουβλίνο μέρα-νύχτα. Γίνεται φίλος με τον Στίβεν. Επιστρέφει στο συζυγικό κρεβάτι, το οποίο έγινε το σκηνικό για την παράνομη σχέση, ένα απόγευμα, της συζύγου του με τον Μπλέιζις Μπόιλαν). Μας δίνεται η εικόνα της Μόλι Μπλουμ, συζύγου του Λέοπολντ. (τραγουδίστρια και μητέρα-σύζυγος, φοβάται τη γήρανση, ζηλεύει τη μικρότερη κόρη της, λαχταρά για σεξουαλική σχέση με τον Μπλουμ, απολαμβάνει την απογευματινή της σχέση, μιλά ειλικρινά για τις σωματικές της λειτουργίες, μιλά με έντονες αντιφάσεις για την αγάπη, για τα παιδιά, για τη ζωή, για τη γήρανση και τις γυναίκες και στο τέλος θυμάται ρομαντικά τη στιγμή που έκαναν έρωτα με τον Μπλουμ).

Σε αντίθεση με πολλά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, αυτό δεν τελειώνει με γάμο ή θάνατο, αλλά με την ασάφεια γύρω από το μέλλον των Στίβεν, Μπλουμ, Μόλι και των σχέσεων τους. Αυτή η αβεβαιότητα μεγαλώνει μέσα από την αναδημιουργία τόπων, ήχων, μυρωδιών και φωνών του Δουβλίνου μια μέρα του Ιουνίου 1904. Το χοιρινό στο τηγάνι του Μπλουμ. Ο ήχος των τρόλεϊ. Ο εμετός της ετοιμοθάνατης μητέρας του Στίβεν στο μπολ του κομοδίνου. Ρυμουλκά που κινούνται πέρα από τον ορίζοντα στην καταπράσινη θάλασσα. Η κηδεία ενός γηραιού μέθυσου. Η γέννηση ενός παιδιού. Οι διαφωνίες σε μια παμπ. Ο Μπλουμ αυνανίζεται καθώς βλέπει νεαρή γυναίκα να επιδεικνύει την κυλόττα της. Ο Στίβεν και η Μπλουμ στον εφιάλτη της “Nighttown”. Ο Στίβεν και η Μπλουμ στο σπίτι της παρακολουθώντας τα περιπλανώμενα αστέρια και ουρώντας από το παράθυρο. Η ανακούφιση της Μόλι όταν η εμμηνόρροια της επιβεβαιώνει ότι δεν είναι έγκυος από τον Μπόιλαν. Ο Τζόυς θέλησε να δημιουργήσει ζωή, ζωή σε όλη της την πληρότητα. Δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό εδώ. Τουναντίον. Η πόλη και οι άνθρωποι της παρουσιάζονται απόλυτα συνειδητοποιημένα στη διάρκεια μιας μέρας. Μέσω της ειρωνείας εκθέτει την υπερηφάνεια και την υποκρισία τους. Αν και η φήμη του βιβλίου είναι αυτή του δύσκολου στο διάβασμα, εντούτοις υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που ο πιστός αναγνώστης μπορεί να τα κατανοήσει. Αυτό δεν ισχύει για το δεύτερο, το λογοτεχνικό. Σε αυτό απαιτείται διαρκής επιστροφή στο κείμενο και βαθιά μελέτη για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα ποικίλα και πολυεπίπεδα νοήματα του “Οδυσσέα”. Το πρώτο δύσκολο πεδίο η συσχέτιση με την Ομήρου Οδύσσεια. Το μυθιστόρημα του Τζόυς είναι έτσι δομημένο για να μιμηθεί το ομηρικό έπος. Βέβαια, είναι πιο χαλαρά δομημένο σε σύγκριση με την Οδύσσεια. Οι πρωταγωνιστές του Τζόυς έχουν αναφορές στην Οδύσσεια αλλά με βαθιές διαφορές. […] Το δεύτερο απαιτητικό σημείο είναι διάφοροι υπαινιγμοί, παρωδίες και γρίφοι που θέτει ενώπιων του αναγνώστη ο Ιρλανδός. Χρειάζεται ουσιαστική γνώση για να αποκωδικοποιηθούν. Ο ίδιος είχε πει: “έβαλα τόσα αινίγματα και σπαζοκεφαλιές που θα κρατήσουν τους καθηγητές απασχολημένους για χρόνια να προσπαθούν να αποδείξουν τι εννοώ”! Με αυτό τον τρόπο πίστευε ότι το βιβλίο θα κερδίσει την “αθανασία” του. Παράδειγμα. Κεφάλαιο που αναφέρεται στη γέννηση παιδιού και την παιδική εργασία, γράφεται με διαφορετικές μορφές της αγγλικής για να φανεί η γέννηση της γλώσσας! Γενικά, το βιβλίο περιέχει πολλές και διαφορετικές εκφραστικές μορφές, πολλά στιλ. Ο Τζόυς εγκαταλείπει τον παντογνώστη αφηγητή και για πολλούς, ο “Οδυσσέας” αποτελεί την αφετηρία της μοντερνιστικής λογοτεχνίας.

Θα χει πάντα το Δουβλίνο

image

Οι “Δουβλινέζοι”

Οι “Δουβλινέζοι” οφείλουν την ύπαρξη τους στην Ιρλανδία. Στο Δουβλίνο. Σε γράμμα του σε εκδότη, τον Μάιο του 1906, (ο Τζόις) ξεκαθάριζε τι είχε στο μυαλό του όταν έγραφα τα διηγήματα: “Πρόθεση μου ήταν να γράψω ένα κεφάλαιο για την ηθική ιστορία της χώρας μου και διάλεξα το Δουβλίνο για σκηνικό, διότι έμοιαζε να είναι το κέντρο της παράλυσης”.

Το Δουβλίνο που γνώρισε ο Τζόυς ήταν μια πόλη σε παρακμή, αποτύπωνε τη σύγχυση των ιδεών και ανθρώπων γύρω από τα ζητήματα της ταυτότητας και της κουλτούρας. Ο ιρλανδικός εθνικισμός είχε αρχίσει ήδη αναπτύσσεται. Στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα ήταν η δεύτερη πόλη των Βρετανικών Νήσων και μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Ελκυστική αρχιτεκτονική, κομψή δόμηση και ένα πολύβουο λιμάνι φτιαγμένο για ευχάριστη αστική ζωή. Αργότερα όμως το Μπέλφαστ το ξεπέρασε και έγινε η πιο σημαντική πόλη της Ιρλανδίας. Παράλληλα, η οικονομία του Δουβλίνου είχε συντριβεί. Τα μοντέρνα αρχοντικά είχαν μετατραπεί σε απαίσιες τρώγλες με ανεπαρκή αποχέτευση και άβολες συνθήκες διαβίωσης. Τα λιμάνια είχαν πληγεί από την ύφεση και οι πιθανότητες προόδου για την κατώτερη και μεσαία τάξη ελάχιστες. Σε αυτές στρέφει το βλέμμα ο συγγραφέας και οπτικοποιεί τη φιλόδοξη πρόθεση του. Οι νεανικές εμπειρίες του γίνονται κομμάτι της αφήγησης. Μάλιστα, δεν τις άφησε να αναμειχθούν με αυτές της ενήλικης περιόδου της ζωής του. Οι ιστορίες των παιδικών του χρόνων ήταν, μερικές απ’ αυτές, πιο αιχμηρές από κάποιες της ενηλικίωσης. Στην ιστορία “Η συνάντηση”, ο αφηγητής, ένα σχολιαρόπαιδο, λαμβάνει τη διαταραγμένη σεξουαλικότητα του άντρα που συναντά με σχετική ειλικρίνεια και ευκολία. Παρεμπιπτόντως, το διήγημα βασίζεται σε αληθινή συνάντηση που είχε ο νεαρός Τζόυς σύμφωνα με τον αδελφό του Στάνισλος. Στο διήγημα “Αραβία”, η εμμονική αγάπη νεαρού αγοριού για ένα κορίτσι είναι απόλυτα σεξουαλική.

Στο γράμμα προς τον εκδότη αποκαλύπτει τη διάρθρωση και τα θεμελιώδη συγγραφικά στοιχεία των “Δουβλινέζων”: “Προσπάθησα να το παρουσιάσω στο αδιάφορο κοινό προτάσσοντας τέσσερα θέματα: παιδική ηλικία, εφηβεία, ωριμότητα και δημόσια ζωή. Οι ιστορίες είναι τοποθετημένες με αυτή τη σειρά. Το έγραψα με ύφος σχολαστικής ευτέλειας, με πεποίθηση να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για άνθρωπο τολμηρό που επιχειρεί να μεταβάλει το προαίσθημα και να παραμορφώσει ό,τι είδε και άκουσε”. Η ανάγκη, λοιπόν, του Τζόυς να υπερασπιστεί κατά κάποιο τρόπο το Δουβλίνο και οι μνήμες της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, έδωσαν ζωή σε αυτό εξαιρετικό σύνολο διηγημάτων. Το πορτραίτο της πόλης και των ανθρώπων δεν είναι πάντα κολακευτικό. Ποτέ δεν ωραιοποιεί τη φτώχεια και εξερευνά πώς η κοινωνική παγίδευση επιδρά αρνητικά στους χαρακτήρες. “Οι Δουβλινέζοι” διακρίνονται για την απλότητα και τη διακριτικότητα τους. Μεθοδικά και σταθερά ο Τζόυς αποκαλύπτει την αλήθεια που κρύβεται στο παρασκήνιο του μυαλού, της πράξης, της σκέψης. Ήρεμη δύναμη που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Όπως και στην αποτύπωση των χαρακτήρων που ενεργούν σε μια ξεχωριστή και ζοφερή πόλη. Και οι οποίοι αργότερα θα εμφανιστούν στις επόμενες αφηγήσεις του μεγάλου ιρλανδού συγγραφέα. Στο έργο αυτό παρουσίασε για πρώτη φορά την αφηγηματική τεχνική των “επιφανειών”. Οι “επιφάνειες”, όρος που προέρχεται από την ονομασία της ξαφνικής θείας αποκάλυψης στην αρχαία ελληνική θρησκεία, αποτέλεσαν σημαντικότατο νεωτερισμό στη μέχρι τότε λογοτεχνία. Οι “επιφάνειες” ήταν φράσεις που εξέφραζαν πνευματικές αποκαλύψεις υπό γλωσσική μορφή, οι οποίες εισέρχονταν στο κείμενο και υποδείκνυαν ξαφνική αλλαγή της οπτικής της αφήγησης μέσω μιας αυθόρμητης συνειδησιακής αποκάλυψης. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Τζόυς κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό ύφος το οποίο εκινείτο σε διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα.

Το βιβλίο όνειρο

image

Ξεπέρασε κάθε όριο συμβατικότητας

Ο Τζέημς Τζόυς γεννήθηκε το 1882 στο Δουβλίνο. Ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Ωστόσο, λόγο της απερισκεψίας του πατέρα του, η οικογένεια άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Εισήχθη σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο του Δουβλίνου, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει από αυτό το 1892. Ο πατέρας του αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα. Το 1893 εισήχθη σε σχολείο Ιησουιτών. Μολαταύτα, από τα 16 του χρόνια απέρριψε τον καθολικισμό, έχοντας όμως αποκτήσει αξιόλογη γνώση της καθολικής θεολογίας, αλλά κυρίως της φιλοσοφίας του Θωμά Ακινάτη, η οποία τον επηρέασε στη διαμόρφωση της σκέψης του. Το 1898 εισήχθη στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη των γλωσσών και ιδιαίτερα της αγγλικής, της γαλλικής και της ιταλικής. Εκείνη την περίοδο εξοικειώθηκε με το έργο μιας άλλης καθοριστικής επιρροής του, του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν (έμαθε μάλιστα νορβηγικά, ώστε να μπορεί να διαβάζει τα κείμενα στο πρωτότυπο). Μελέτησε τον Αριστοτέλη, τους μεγάλους ρομαντικούς Σέλεϊ, Βύρωνα, Μπλέικ και στη συνέχεια τους συμβολιστές ποιητές (κυρίως τον Μαλαρμέ) και τη γαλλική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Συγχρόνως, ανακάλυψε τους μεγάλους στοχαστές της Αναγέννησης και κυρίως το έργο του Δάντη, του Νίκολας Κουζάνους, του Τζορντάνο Μπρούνο και του Τζαμπατίστα Βίκο. Μετά τις σπουδές του, το 1902, μετέβη στο Παρίσι, όπου όμως παρέμεινε μόνο για λίγους μήνες και το 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο λόγω της σοβαρής ασθένειας και του συνεπακόλουθου θανάτου της μητέρας του. Τον επόμενο χρόνο έφυγε ξανά με τη σύντροφο του Νόρα Μπάκναλ για να εγκατασταθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη. Έμεινε εκεί όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το διάστημα 1905-1915 παρέμεινε στην Τεργέστη εργαζόμενος ως καθηγητής αγγλικών.

Γύρω στα 1904 άρχισε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή του στο σχολείο των Ιησουιτών, από το οποίο σώζεται σήμερα μόνο ένα απόσπασμα το οποίο τιτλοφορείται “Stephen Hero” και εκδόθηκε μετά τον θάνατο του (1944). Το κείμενο αυτό θεωρείται σήμερα το πρώτο σημαντικό πρωτόλειο του Τζόυς και η βάση για το κατοπινό “Πορτρέτο του καλλιτέχνη”. To 1907 εξέδωσε το πρώτο σημαντικό έργο, τη συλλογή διηγημάτων “Οι Δουβλινέζοι”. Το 1916 εξέδωσε το δεύτερο έργο του “Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία”, αυτοβιογραφικό κείμενο το οποίο αφηγείται την περίοδο της πνευματικής εξέγερσης του νεαρού Τζόυς εναντίον του καθολικισμού. Χαρακτηριστικό σε αυτό το έργο η άρνηση της συγγραφικής αυθεντίας, καθώς απουσιάζει πλήρως η οπτική, άποψη του συγγραφέα.

Το 1920 μετακόμισε ξανά στο Παρίσι, όπου τον συντηρούσαν οικονομικά κάποιοι φίλοι του και το 1922 εξέδωσε τον “Οδυσσέα” με τη φροντίδα μιας ομάδας φίλων του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Έζρα Πάουντ. Για το επόμενο μεγάλο του κείμενο αφιέρωσε 17 χρόνια! Ήταν για το “Ξύπνημα του Φίνεγκαν”, το οποίο εξέδωσε το 1939. Το πλέον αμφιλεγόμενο έργο του, όπου ο συγγραφέας ξεπέρασε κάθε όριο συμβατικότητας. […] Στο έργο αυτό, αποδομώντας καταλυτικά κάθε γνωστή μέχρι τότε γλωσσική σύμβαση και δημιουργώντας μια γλώσσα προσωπική και συνάμα παγκόσμια, προσπάθησε να αποδώσει, μέσω των πολύσημων αναφορών του, τον πλούτου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Το “Ξύπνημα του Φίνεγκαν” δεν είναι η αφήγηση ενός ονείρου, είναι ένα όνειρο και γι’ αυτό λειτουργεί με τους κανόνες του ονείρου. […] Η γλώσσα του κειμένου είναι εξαιρετικά ιδιότυπη, καθώς ο Τζόυς χρησιμοποίησε μια τεχνική αποδόμησης των λέξεων σε γλωσσικά μόρια και ανακατασκευής τους με βάση αυτά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι λέξεις του κειμένου συχνά αποτελούν δημιουργήματα του ίδιου και τίθενται μέσα στο κείμενο χωρίς να έχουν μία συγκεκριμένη, αλλά πολλές εν δυνάμει σημασίες, ιδιαίτερα λόγω του γεγονότος ότι αυτές παραπέμπουν ταυτόχρονα σε λέξεις από περισσότερες από μία γλώσσες, χωρίς να υπάρχει πουθενά κάποιο αξιολογικό ερμηνευτικό κριτήριο. Έτσι, κάθε λέξη και ακόμη περισσότερο κάθε φράση, μπορεί να έχει άπειρες, εξίσου έγκυρες σημασίες και άπειρες πολιτιστικές αναφορές. Το “Ξύπνημα του Φίνεγκαν” θεωρείται έργο περίπου μη μεταφράσιμο. Πέθανε το 1941 στη Ζυρίχη, χωρίς να έχει λάβει την αναγνώριση που άξιζε. Αυτή ήρθε μετά θάνατον.

Πηγές

-“Rereading Ulysses by James Joyce: The best novel since 1900” [The Atlantic]

-Τζέημς Τζόυς. Οι Δουβλινέζοι [Ελευθεροτυπία, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης]

-toperiodiko.gr