Τα εφτά κεφάλαια του Σπανούλη!

Τα εφτά κεφάλαια του Σπανούλη!

bet365

Σε κάθε του προσπάθεια, υπάρχει κάποιος που σταθερά τον στηρίζει. Και παρότι δεν μπορεί ποτέ να είναι εκεί, ο Βασίλης Σπανούλης θέλει πάντα να τον κάνει περήφανο. Γράφει η Μαριάννα Αξιοπούλου...

Λένε πως δεν μπορείς να αποφύγεις το πεπρωμένο σου. Λένε, επίσης, πως όταν υπάρχει χημεία, μαγεία και κυρίως ηλεκτρισμός, θα το νιώσεις από την πρώτη στιγμή... Έτσι είναι και στην ιστορία του Βασίλη Σπανούλη. Εκεί που κάποτε προμηθευόταν φάρμακα ο πατέρας του, υπέγραψε στον Παναθηναϊκό. Εκείνο που κάποτε του έφερε ως δώρο ο πατέρας του λίγο έλειψε να του αλλάξει, τελικά, τη ζωή. Κι εκείνο που έπιασε στα χέρια του σε ηλικία περίπου δέκα ετών, ήταν εκείνο που τον έκανε να ανατριχιάσει και να καταλάβει ότι θα του ορίσει το μέλλον.

Chapter One!

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο Θάνος ο Λαρισαίος κατέβαινε στην Αθήνα για να προμηθευτεί προϊόντα για το μαγαζί του. Η Βιανέξ ήταν μια από τις αποθήκες που θα επισκεπτόταν για να γεμίσει τη δική του φαρμακαποθήκη που διατηρούσε στη Λάρισα. Μαζί με τη γυναίκα του Γεωργία είχαν δύο παιδιά. Τον Δημήτρη, γεννημένο το 1979 και τον Βασίλη, ο οποίος γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα, στις 7 Αυγούστου του 1982.

Στις αλάνες της γειτονιάς τα δύο αδέλφια θα μεγαλώσουν όπως όλα τα παιδιά της γενιάς τους. Περνούσαν από άθλημα σε άθλημα, μέχρι τη στιγμή που θα βρισκόταν κάτι ξεχωριστό. Ποδόσφαιρο, κολύμπι, στίβος και μια διαφορετική επαφή. «Μόλις έπιασα την μπάλα, είπα πως με αυτό θα ασχοληθώ», θα πει ο Βασίλης Σπανούλης, περιγράφοντας τον ηλεκτρισμό που ένιωσε στην επαφή του με την πορτοκαλί θεά. Κι έτσι αρχίζει η ιστορία του Θανάση και της Γεωργίας από τη Λάρισα, να γίνεται το back ground του Βασίλη Σπανούλη.

Στα 12 του χρόνια έχει αρχίσει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, ακόμα και από τον αδελφό του. «Εγώ θα γίνω μπασκετμπολίστας. Είμαι καλός», είπε σε παιδική ακόμα ηλικία και ουδείς του το αρνήθηκε. Ξεκινάει στο παιδικό του Κεραυνού Λάρισας και ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας του, επιστρέφοντας από την Αθήνα θα του φέρει ένα ξεχωριστό δώρο. Μια φανέλα των πρωταθλητών ΝΒΑ Χιούστον Ρόκετς. Τότε, δεν μπορούσε παρά να είναι το απαραίτητο αξεσουάρ του καλοκαιριού για ένα μικρό παιδί. Αργότερα, έμοιαζε σαν μια τραγική ειρωνεία, σαν ένα παιχνίδι της μοίρας που ούτε καν μπορεί να συλλάβει ο νους.

Ο πατέρας του, παρότι ακόμα δεν ήξερε, είχε να το λέει... «Κοιτάξτε τον καλά, μια μέρα θα γίνει μεγάλος μπασκετμπολίστας». Περηφανευόταν στους φίλους του στη Λάρισα κι ας ήταν ο Σπανούλης μόλις 14 ετών. Ο Θανάσης Σπανούλης, όμως, δεν θα προλάβαινε να δει τον γιο του να τον βγάζει αληθινό. Δεν θα προλάβει να πει στους φίλους του «σας τα έλεγα εγώ». Ούτε να πάρει ως δώρο από τον γιο του μια φανέλα των Ρόκετς με το όνομά του στην πλάτη. Το 1997, ο ιδιοκτήτης της φαρμακαποθήκης, ο Θάνος ο Λαρισαίος, θα φύγει από τη ζωή και ο πόνος για την απώλεια θα αλλάξει τον Βασίλη. «Ήταν η μέρα που αποφάσισα πως πρέπει να παλέψω σκληρά για να επιβιώσω. Συνειδητοποίησα πως πρέπει να βγω στην επίθεση για να αμυνθώ. Ήταν μια δύσκολη εποχή όταν έφυγε ο πατέρας μου. Ακόμη μου στοιχίζει η απουσία του. Ήμασταν πάντα δεμένη οικογένεια, τώρα δίχως τον πατέρα μου είμαστε πέντε φορές πιο δεμένοι μεταξύ μας».

Η παιδικότητα έχει πια χαθεί και ο Βασίλης, παίκτης του ΓΣ Λάρισας, πεισμώνει για να δικαιώσει τον πατέρα του. Ο αδελφός του θα είναι πάντα στο πλευρό του, χωρίς κανένα ίχνος ζήλιας ή ανταγωνισμού που αρκετές φορές παρατηρείται όταν δύο αδέλφια μεγαλώνουν στον ίδιο χώρο. «Είναι ο καλύτερός μου φίλος και συμβουλάτοράς μου. Είναι ο πιο αυστηρός κριτής μου, την καλύτερη εμφάνιση να κάνω, πάντα θα βρει ψεγάδι. Ο αδερφός μου είναι ο άνθρωπος που με κρατάει σε εγρήγορση. Με όποιον αντίπαλο κι αν παίζουμε ακόμη και με θεωρητικά εύκολους, μου μιλάει συνέχεια και με κρατάει σε εγρήγορση. Με… ξυπνάει, μου δίνει πάντα έξτρα κίνητρο».

Μέσα από το πείσμα και την δουλειά, αρχίζει η ραγδαία εξέλιξη του Βασίλη Σπανούλη. Αρχίζει να αναπτύσσει και να εξελίσσει το ταλέντο του και το 1999 είναι πλέον επαγγελματίας παίκτης. Στο πρώτο συμβόλαιο αμειβόταν με 170.000 δραχμές... Η πορεία του, όμως, έμοιαζε να είναι από καιρό αποφασισμένη. Έστω κι αν ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει!

Chapter Two!

Μετά από τρεις σεζόν με τον Γυμναστικό, η σκάλα για τον παράδεισο εμφανίστηκε μπροστά του. Η σκάλα που τον ανέβαζε στον ουρανό και θα έκανε περήφανο τον πατέρα του. Το Μαρούσι είναι εκείνο που θα κερδίσει την υπογραφή του το καλοκαίρι του 2001 και ο Βασίλης Σπανούλης θα τα δώσει όλα για να φτάσει εκεί που ο Θανάσης ονειρευόταν... «Μαθαίνω πολλά δίπλα σε παίκτες όπως ο Κοχ, ο Όλιβερ και ο Κορωνιός», είχε τονίσει στις πρώτες του ημέρες στην Αθήνα και κάθε χρόνο θα παρουσιάζεται καλύτερος. Η συμμετοχή του την πρώτη σεζόν θα είναι περίπου στα δέκα λεπτά ανά αγώνα, όχι άσχημα για έναν ρούκι στην Α1 και σε μια ομάδα που μπήκε στα πλέι οφ και έφτασε στο φάιναλ φορ του κυπέλλου.

Η αναγνώριση ήρθε στη δεύτερή του σεζόν στο Μαρούσι, όταν πλέον ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα είναι προπονητής στην ομάδα των βορείων προαστίων. Με 10,8 πόντους και 6,4 ασίστ οδήγησε την ομάδα στο φάιναλ φορ του FIBA EuroCup και αναδείχθηκε καλύτερος έκτος παίκτης και ρούκι της σεζόν στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ήταν, πλέον, φανερό πως ο Βασίλης Σπανούλης ήταν φτιαγμένος για να φτάσει ψηλά και, απλά, ήταν θέμα χρόνου το πότε θα κάνει το επόμενο βήμα. Με το Μαρούσι θα παίξει στον τελικό της Α1 τη σεζόν 2003-04 και το άστρο του αρχίζει να λάμπει ψηλότερα απ' όλα τα υπόλοιπα. Θα κάνει καταπληκτικά παιχνίδια απέναντι στην ΑΕΚ και ο Γιαννάκης θα τον πάρει κοντά του στην Εθνική ομάδα.

Παρά το γεγονός ότι η επιλογή του θα αποτελέσει αφορμή για κριτική, ο Σπανούλης θα προσπαθήσει να τον δικαιώσει, ενώ το ίδιο καλοκαίρι θα έρθει και η επιλογή του στο Draft από τους Ντάλας Μάβερικς, οι οποίοι στη συνέχεια θα παραχωρήσουν τα δικαιώματά του στους Ρόκετς. Στο 2004 ξεκινάει η τελευταία του σεζόν στο Μαρούσι. Όντας, πλέον, πρωταγωνιστής και ηγέτης της ομάδας του, θα την οδηγήσει στην δεύτερη θέση στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος, αλλά όχι και στον τελικό, αφού η ΑΕΚ αυτή τη φορά θα πάρει εκδίκηση. Το όνομά του θα αρχίσει να γίνεται γνωστό στην Ευρώπη, τόσο λόγω της παρουσίας του στο Βελιγράδι με την Εθνική, όσο και λόγω Uleb Cup. Οι τίτλοι του καλύτερου έκτου παίκτη της χρονιάς και ρούκι της χρονιάς θα έρθουν εκ νέου, αλλά αυτή τη φορά σε διεθνές επίπεδο. Ο επίλογος δεν θα αργούσε...

Chapter Three!

«Πρόεδρε , είχα ηθική υποχρέωση να μιλήσω πρώτα μαζί σου. Σε ευχαριστώ για όλα. Ό,τι έχω καταφέρει το οφείλω στο Μαρούσι που έκανε τα πάντα για μένα από την πρώτη μέρα που με έφερε από την Λάρισα. Το πρόγραμμά του και η οργάνωσή του ήταν ιδανικά για έναν νεαρό παίκτη με φιλοδοξίες. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω ό,τι κάνατε και να ξέρετε ότι θα σας νιώθω για πάντα σαν την οικογένειά μου, γιατί πάνω από όλα γνώρισα στοργή και σεβασμό». Είχε έρθει η στιγμή για τον Βασίλη Σπανούλη να ανέβει ακόμα ένα σκαλοπάτι. Το καλοκαίρι του 2005 ήταν ένα από τα πιο καυτά ονόματα του μεταγραφικού παζαριού και οι αιώνιοι άρχισαν να κονταροχτυπιούνται.

Ο Ολυμπιακός ήταν εκείνος που πρώτος τον προσέγγισε, αλλά με λάθος τρόπο. Η πρόταση 250.000 ευρώ και ούτε ένα παραπάνω ήταν αρκετή για να γεμίσει τον επαγγελματία Βασίλη Σπανούλη, αλλά όχι το παιδί από την επαρχία που έχει μεγαλώσει και μάθει στις αξίες της οικογένειας. Όταν ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να μπει στο παιχνίδι, χρειάστηκε μισή ώρα για να κλείσει το θέμα. Η πρότασή του ήταν 400.000 ευρώ ετησίως, πολύ χαμηλή ρήτρα για το ΝΒΑ (350.000 ευρώ) και κυρίως, προσωπική επαφή.

«Ο Ολυμπιακός μπορεί να έδειχνε και μέσω από τις εφημερίδες πως με ήθελε πολύ, αλλά εγώ δεν είχα καμία επικοινωνία. Με πλησίασαν αρκετές φορές άνθρωποι του Ολυμπιακού, αλλά η διαφορά που χώριζε τις δύο ομάδες και στο οικονομικό, αλλά και στο πως με πλησίασαν ήταν τελείως διαφορετική. Ο Παναθηναϊκός έδειχνε πως με θέλει με θέρμη. Από τον προπονητή, τους προέδρους, τον μάνατζερ, από όλους. Με έπαιρναν συνεχώς τηλέφωνο και αυτό δείχνει την μεγάλη τους θέληση να με φέρουν στον σύλλογο. Για παράδειγμα ο κ. Γιαννακόπουλος με πήρε τηλέφωνο τρεις, τέσσερις φορές και με πλησίασε και μου μίλαγε ασταμάτητα για πολύ ώρα, ενώ με τον κ. Αγγελόπουλο δεν έχω μιλήσει καθόλου».

Απ' τη στιγμή που δεν τον είχε τρομάξει το... τετράωρο ταξίδι Λάρισα-Αθήνα, δεν θα μπορούσε να αγχωθεί για τη διαδρομή Μαρούσι-Μαρούσι! Το πέρασμά του στον Παναθηναϊκό ήταν εξαιρετικά ομαλό και ο Σπανούλης ανταποκρίθηκε άμεσα στις απαιτήσεις. Στην πρώτη του χρονιά κατέκτησε το πρωτάθλημα με ρεκόρ 8-0 στα πλέι οφ και ο ίδιος είχε μια σειρά από προσωπικές διακρίσεις. Ήταν στην καλύτερη πεντάδα του ελληνικού πρωταθλήματος και στην δεύτερη πεντάδα της Ευρωλίγκα και πρώτος σκόρερ του τριφυλλιού στην ευρωπαϊκή διοργάνωση. Αυτό το κεφάλαιο έμοιαζε να ολοκληρώνεται σύντομα, πολύ σύντομα...

Chapter Four!

Από το καλοκαίρι του 2004, ο αριθμός «50» που επελέγη στο Ντραφτ τον ακολουθούσε, έστω κι αν ο ίδιος δεν το ήξερε πάντα. Οι Ρόκετς είχαν ένα επιτελείο ανθρώπων να παρακολουθεί τον Βασίλη Σπανούλη και το 2006 πίστεψαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Το ίδιο και ο 24χρονος γκαρντ, ο οποίος εκμεταλλεύεται τον όρο στο συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό και φεύγει σαν φίλος. Η τρέλα του ΝΒΑ, άλλωστε, ήταν στο μυαλό του από τότε που έπαιζε ηλεκτρονικά παιχνίδια και προσπαθούσε να κερδίσει το είδωλό του, τον Μάικλ Τζόρνταν.

Γύρω στις 20 Ιουλίου θα πέσουν οι υπογραφές και ο Σπανούλης με ένα αστρονομικό για τα ελληνικά δεδομένα συμβόλαιο θα αποφασίσει να περάσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. «Πολύ σύντομα όλοι θα δουν ότι είμαι ένας ανταγωνιστικός αθλητής», θα πει σε αμερικάνικα μέσα και θα συμπληρώσει: «Παίζω κάθε παιχνίδι και σε κάθε παιχνίδι. Αποτελεί μέρος της φύσης μου. Θέλω να αποτελέσω σημαντικό κομμάτι αυτής της ομάδας. Πιστεύω ότι είμαι 100% έτοιμος. Θεωρώ ότι το Χιούστον είναι το σωστό μέρος για μένα. Είμαι έτοιμος να κάνω το μεγάλο βήμα στην καριέρα μου. Το ΝΒΑ είναι το όνειρό μου. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρω».

Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που θα ακολουθήσει τον Αύγουστο θα είναι για εκείνον η πρώτη απόδειξη. Αρχικά στον εαυτό του και εν συνεχεία σε όλους τους υπόλοιπους, σε όσους δεν ήξεραν αν θα μπορέσει ο Σπανούλης να σταθεί στο ΝΒΑ. Μετά το παιχνίδι με τις Ηνωμένες Πολιτείας θα γραφτούν διθύραμβοι για την απόδοσή του, ειδικά από εκείνους που αργότερα θα τον χλευάζουν. Η ζωή στο Χιούστον, η προσαρμογή στους Ρόκετς δεν θα είναι όπως την περιμένει ο Σπανούλης και το μπάσκετ – αντίθετα με ό,τι πίστευε – δεν είναι το ίδιο παντού.

«Ήταν εντελώς διαφορετικά από την Αθήνα και την Ελλάδα. Όλα τα μαγαζιά κλείνουν στις 7 το απόγευμα και μετά δεν έχεις τι να κάνεις. Το Χιούστον και όλο το Τέξας γενικότερα είναι σαν ένα μεγάλο χωριό. Κάναμε πρωϊνές προπονήσεις στις 10 και μετά όλη η υπόλοιπη μέρα ήταν ελεύθερη. Εγώ είχα βρει κάτι φιλαράκια και κάθε μέρα πήγαινα σε μία ελληνική καφετερία, αράζαμε, μιλούσαμε για διάφορα θέματα, είχαν και δορυφορική τηλεόραση και βλέπαμε και ελληνικά κανάλια. Πολύ αργοί ρυθμοί ζωής και πολλή υγρασία».

Δεν ήταν, όμως, μόνο οι συνθήκες ζωής που τον δυσκόλευαν. Παρότι είχε καλή σχέση με τους συμπαίκτες του, εκείνο το DNP (did not played) δίπλα στο όνομά του μετά το τέλος σχεδόν κάθε παιχνιδιού, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τον Γενάρη του 2007 είχαν αρχίσει οι φήμες για επιστροφή του στην Ελλάδα. Η κόντρα του με τον Τζεφ Βαν Γκάντι θα ξεκινήσει λίγες εβδομάδες αργότερα και θα φτάσει τον Σπανούλη στα όριά του. Το καλοκαίρι θα ξεκινήσει ένα ακόμα σίριαλ με τον Έλληνα γκαρντ να πιέζει με κάθε τρόπο για να μείνει ελεύθερος.

Με τρόπο που σε πολλές περιπτώσεις έμοιαζε ως και... γραφικός, όταν ο εκπρόσωπός του έλεγε πως η μητέρα του Σπανούλη τον παίρνει τηλέφωνο και κλαίει. Ο άσος του Παναθηναϊκού θα επικαλεστεί προσωπικό πρόβλημα, θα δηλώσει ξανά και ξανά πως δεν αντέχει τη ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες και εμφανίζεται διατεθειμένος ακόμα και να πληρώσει τα 350.000 δολάρια που είναι το buy out για να φύγει από τους Ρόκετς. Στην Ευρώπη οι ανοικτές αγκάλες είναι πολλές... Μπαρτσελόνα, Ολυμπιακός, ΤΣΣΚΑ, Ντιναμό Μόσχας. Ο Βασίλης Σπανούλης, όμως, είχε unfinished business.

Chapter Five!

Το σίριαλ θα λήξει τον Αύγουστο. Μέσω της ανταλλαγής με τους Σαν Αντόνιο Σπερς, ο Βασίλης Σπανούλης – που εν τω μεταξύ είχε ξεκαθαρίσει πως ούτε για τους Λέικερς δεν μένει στο ΝΒΑ – παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος το ανακοινώνει: «O Βασίλης Σπανούλης επιστρέφει στο σπίτι του, στην οικογένειά του. Είμαστε ευχαριστημένοι που το θέμα τελείωσε, παρά τις προσπάθειες κάποιων να εμποδίσουν τις εξελίξεις».

Λίγες μέρες μετά, ο Σπανούλης θα μιλήσει και πάλι για τον λόγο που επέλεξε τον Παναθηναϊκό, αντί του Ολυμπιακού. Αυτή τη φορά το οικονομικό δεν είχε απολύτως καμία σχέση, αφού οι φήμες ήθελαν τους ερυθρόλευκους να του προσφέρουν μέχρι και λευκή επιταγή... «Είχα προσφορά. Δεν την δέχτηκα και τώρα δεν θα ήθελα να εξηγήσω τους λόγους. Δεν θέλω να μιλήσω για οικονομικές προσφορές. Απλώς, ο Παναθηναϊκός ήταν αυτός που με κέρδισε, μου έδειξε πόσο πολύ με θέλει και πόσο πολύ με σέβεται πρώτα σαν άνθρωπο και μετά σαν αθλητή και τα ίδια ισχύουν και από την πλευρά μου. Το επαναλαμβάνω ότι υπάρχει αλληλοεκτίμηση και αλληλοσεβασμός και δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή για μένα αυτή τη στιγμή από το να πάω στον Παναθηναϊκό».

Παρότι είχε αρνηθεί δύο φορές πρόταση του Ολυμπιακού, πάντα κρατούσε χαμηλούς τόνους σχετικά με το μέλλον. Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ότι ίσως στο μέλλον να φορέσει τη φανέλα των ερυθρολεύκων, αφού «είμαι επαγγελματίας και δεν ξέρεις ποτέ πως τα φέρνει η ζωή», ωστόσο τότε δεν ήταν και πολλοί που θα περίμεναν την εξέλιξη των πραγμάτων. Κυρίως, δε, όσοι βρίσκονται στον Παναθηναϊκό και ζούσαν καθημερινά τον Έλληνα γκαρντ. Ο Βασίλης Σπανούλης, αν και ταλαιπωρήθηκε από έναν τραυματισμό την πρώτη του σεζόν μετά την επιστροφή στον Παναθηναϊκό, παρέμενε σταθερά ένας από τους καλύτερους παίκτες. Και όταν το 2009, παραμονές του φάιναλ φορ, δήλωνε πως «δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια πόσο πολύ θέλω αυτόν τον τίτλο», αποδείκνυε τι συμβαίνει όταν θέλει κάτι πολύ. Ο ίδιος ήταν MVP και ο Παναθηναϊκός πρωταθλητής Ευρώπης στην καλύτερη ως εκείνη τη στιγμή σεζόν της καριέρας του.

Chapter Six!

Η ανατροπή! Ο «Kill Bill» ξεπέρασε τη φαντασία του Κουεντίν Ταραντίνο και τον αριθμό των ταινιών. Ίσως γι’ αυτό από τον Ιούλιο του 2010 άλλαξε ουσιαστικά η ιστορία και το παρατσούκλι του. Στις 11 Ιουλίου, μια φιλολογία που είχε ξεκινήσει από τα τέλη Μαΐου θα επιβεβαιωνόταν. Η ανακοίνωση σύντομη: «Η ΚΑΕ Ολυμπιακός ανακοινώνει τη συμφωνία της με τον Βασίλη Σπανούλη. Ο διεθνής γκαρντ θα είναι παίκτης της ομάδας μας για τα επόμενα τρία χρόνια». Οι ερμηνείες δεκάδες... Εκείνη η εποχή έκανε τον Βασίλη Σπανούλη να μοιάζει με τον πρωθυπουργό. Όλοι είχαν άποψη για την απόφασή του. Κάποιοι έκαναν λόγο για το «κακομαθημένο παιδί» που δεν ανέχεται να ζει στη σκιά του Δημήτρη Διαμαντίδη. Οι «υπέρμαχοι» μιλούσαν για το λάθος του Παναθηναϊκού να τον αφήσει... εκτεθειμένο στα σενάρια, την ώρα που ο ίδιος έπαιζε τραυματίας στους τελικούς του πρωταθλήματος. Ο ίδιος θα καλούταν πολλές φορές να μιλήσει για τους λόγους που πήρε την απόφασή του.

«Δεν έχω μιλήσει καθόλου όλο αυτό τον καιρό. Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά κι άλλα τόσα θα γραφτούν και θα ειπωθούν στο μέλλον. Την αλήθεια τη ξέρω εγώ και η οικογένειά μου. Ο Ολυμπιακός με προσέγγισε με τον πιο σωστό τρόπο και γι’ αυτό είμαι παίκτης του. Γυρίζω σελίδα στην καριέρα μου και στη ζωή μου κι εύχομαι η μεταγραφή μου να είναι η αρχή για τίτλους της ομάδας μου. Δεν χρειάζεται να πούμε τώρα περισσότερα. Μετά από χρόνια θα μιλήσω και θα μάθουν όλοι τι ακριβώς έγινε».

Στις 17 Ιουλίου απάντησε για πρώτη φορά, έστω κι αν δεν θα ικανοποιούσε κανενός την περιέργεια η απάντησή του. Εκείνο, όμως, που ανάμεσα στις γραμμές υπονοείται είναι εκείνο που έλειπε στις προηγούμενες δύο φορές, στις οποίες ο Ολυμπιακός προσπάθησε να τον αποκτήσει και ο Σπανούλης επέμενε στο πράσινο. Η προσωπική επαφή... Το κίνητρο, όπως θα πει στην επόμενη συνέντευξη που θα του τεθεί το ίδιο ερώτημα. «Αυτό είναι το παρελθόν μου. Έπαιξα εκεί τέσσερα χρόνια κι αυτό είναι. Δεν θέλω να το σκέφτομαι άλλο. Είμαι σε νέα ομάδα και θέλω να πετύχω. Ήταν καλύτερα να κλείσω στον Ολυμπιακό». Τα λεφτά δεν έπεσαν ποτέ στο τραπέζι απ’ την πλευρά του. Κι ας ήταν κοντά στα 2,5 εκ. ευρώ ετησίως, όσα φερόταν να ζητάει εξ αρχής από τους αδελφούς Γιαννακόπουλους, προκειμένου να υπογράψει στον Παναθηναϊκό.

Ήταν, όμως, το βασικό ζητούμενο για τους οπαδούς του τριφυλλιού. Στις 12 Ιανουαρίου θα τον περιμένουν στο Ολυμπιακό Στάδιο με χαρτονομίσματα των 500 ευρώ με το πρόσωπό του, προκειμένου να στηρίξουν το «φραγκοφονιάς» που για μήνες υποστήριζαν. Η πρώτη, εκείνη, μάχη θα βρει νικητή τον Ολυμπιακό και τον Βασίλη Σπανούλη. «Δεν είχα πρόβλημα. Δεν με ενοχλεί να με γιουχάρει κάποιος και να με βρίζει. Αγαπάει την ομάδα του και το κατανοώ αυτό. Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι οι περισσότεροι καταπίνουν αυτά που θέλει να τους περάσει η ομάδα. Ευτυχώς που υπάρχουν και υγιείς φίλαθλοι που με ευχαριστούν για όσα προσέφερα εκεί», θα σχολιάσει δύο μήνες αργότερα, όταν για πρώτη φορά θα ξετυλίξει λίγο περισσότερο το κουβάρι για όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο καλοκαίρι.

«Ο Παναθηναϊκός δεν με κάλυπτε ως άνθρωπο, είχα κουραστεί αρκετά και δεν είχα κίνητρο. Ήθελα κάτι καινούργιο στη ζωή μου. Το οικονομικό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Ο Ολυμπιακός κάλυπτε τις φιλοδοξίες μου. Ο Ομπράντοβιτς μου είχε πει ότι με ήθελε, εγώ του απάντησα ότι «θα δούμε», αλλά μόλις έκλεισε ο Ίβκοβιτς έκλεισα κι εγώ και από τότε δεν ξαναήρθαμε σε επαφή. Ο Ίβκοβιτς έπαιξε τεράστιο ρόλο στην απόφασή μου. Ήξερα πλέον ότι πήγαινα σε μία ομάδα με υγιή διοίκηση και έναν καλό και σοβαρό προπονητή».

Ο απολογισμός στο τέλος της χρονιάς ήταν διαφορετικός από το παρελθόν. Δεν ήταν μόνο Ολυμπιακός εναντίον Παναθηναϊκού, αλλά και Παναθηναϊκός εναντίον Σπανούλη. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος, παρά το μειονέκτημα έδρας, και το έκτο ευρωπαϊκό θα γείρουν ξεκάθαρα την πλάστιγγα υπέρ των πρασίνων και κατά του Έλληνα γκαρντ, ο οποίος θα έχει πανηγυρίσει μόνο την κατάκτηση του κυπέλλου και τις δύο νίκες στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος. Το καλοκαίρι θα είναι εξίσου διαφορετικό με τη διάρκεια της σεζόν. Ο Βασίλης Σπανούλης θα παντρευτεί, θα χειρουργηθεί, θα ξεκουραστεί... Τα σενάρια για μεταγραφή του σε άλλη ομάδα, λόγω οικονομικής κρίσης και αποδυνάμωσης των ερυθρολεύκων θα αποδειχθούν ανυπόστατα και ο Έλληνας γκαρντ θα αποκτήσει έναν νέο ρόλο στον Ολυμπιακό. Απόντος του Θοδωρή Παπαλουκά και του Παναγιώτη Βασιλόπουλου χρίζεται αρχηγός των ερυθρολεύκων, ενώ είναι δεδομένα ο μεγάλος ηγέτης της ομάδας.

«Ποτέ δεν κλονίστηκε το κίνητρο που είχα όταν ήρθα στον Ολυμπιακό. Έχω πίστη στην ομάδα. Έχω πίστη στους προέδρους και στον Ίβκοβιτς. Μάλιστα, στη διάρκεια του καλοκαιριού είχα μιλήσει μαζί τους και μου εμπνέουν τρομερή εμπιστοσύνη», θα πει ο ίδιος κόντρα στο κλίμα της εποχής που ήθελε την ομάδα του Πειραιά αδύναμη και μη ανταγωνιστική. Ο Βασίλης Σπανούλης είχε αποφασίσει πως θα μπορούσε μόνος του να την φέρει σε άλλο επίπεδο. Υπήρξαν φορές που το κατάφερε... Στην πορεία θα έβρισκε και συμμάχους. Η δεύτερη σεζόν του στον Ολυμπιακό θα έκλεινε με την εντυπωσιακή κατάκτηση της ευρωλίγκα, όπως και του πρωταθλήματος, με τον ίδιο να είναι MVP τόσο στην ευρωλίγκα, όσο και στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Chapter 7even!

«Πάντα ψάχνω για κίνητρο, κάτι που μπορεί να με κάνει καλύτερο παίκτη. Γι’ αυτό παίζω μπάσκετ, γιατί μου αρέσει και θέλω να πετύχω. Η λέξη «κίνητρο» είναι πολύ σημαντική για μένα στην καριέρα και τη ζωή μου. Είναι όμορφο να σκέφτεσαι ότι πέτυχες κάτι τόσο σημαντικό, αλλά όταν πετυχαίνεις κάτι, αμέσως βάζεις έναν άλλο στόχο. Το μπάσκετ δεν σταματά ποτέ και μετρά το τώρα. Είμαστε ήδη πρωταθλητές Ευρώπης, όλες οι ομάδες θα θέλουν πλέον να μας νικήσουν και αυτό μας δίνει έξτρα κίνητρο». Το κίνητρο τον βρήκε στην ίδια θέση και το 2013. Αυτή τη φορά, όμως, μόνο στην Ευρώπη. Ο Ολυμπιακός θα κατακτούσε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά την ευρωλίγκα, ο Βασίλης Σπανούλης θα ήταν και πάλι MVP και το νέο κεφάλαιο θα ήταν το συμβόλαιό του.

Τα στοιχήματα ήταν εναντίον του Ολυμπιακού. Η ΤΣΣΚΑ και η Μπαρτσελόνα ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν στον Έλληνα άσο το μεγαλύτερο συμβόλαιο που θα μπορούσε να πάρει. Εκείνος τις άφησε να περιμένουν, όπως και για ένα απόγευμα τον μάνατζέρ του και συναντήθηκε μόνος του με τους αδελφούς Αγγελόπουλος. Στο τέλος της συνάντησης, η συμφωνία είχε επιτευχθεί. Ο Βασίλης Σπανούλης θα υπέγραφε για τρία ακόμα χρόνια και το σίριαλ έληγε στις 8 Ιουλίου. Το κίνητρο παρέμενε μεγάλο! Δεν ήταν μόνο η κατάκτηση της Ευρωλίγκα για τρίτη συνεχόμενη φορά, αλλά και η επιστροφή στην κορυφή του ελληνικού πρωταθλήματος.

Για να το καταφέρει, έπρεπε ο Ολυμπιακός να ξεπεράσει τον αιώνιο αντίπαλό του. Ο Σπανούλης να ξεπεράσει τα φαντάσματα που τον ακολουθούν. Στα περισσότερα παιχνίδια απέναντι στον Παναθηναϊκό – ξεκινώντας από τους περυσινούς τελικούς – ο 32χρονος γκαρντ μοιάζει να χάνεται. Το τρίποντο στην εκπνοή του αγώνα στο ΣΕΦ στην ευρωλίγκα και στο ειρωνικό «δεν σας ακούω» προς τους οπαδούς που μουρμουρούσαν, έμοιαζαν να ξορκίζουν το κακό. Στους δύο πρώτους τελικούς, το κακό έμοιαζε να ‘χει επιστρέψει. Ίσως γιατί ο Βασίλης Σπανούλης τα παίρνει πιο προσωπικά απ’ όσο πρέπει. Ίσως και μην είναι απαραίτητα λάθος αυτό…

 

Τελευταία Νέα