Η Μπάρτσα του Τίκι… Τάτα!

Η Μπάρτσα του Τίκι… Τάτα!

bet365

«Κανένας προπονητής δεν είναι ανώτερος εκείνων που εκτελούν τις εντολές του». Ο Γεράρδο Μαρτίνο, αν και κατηγορήθηκε για το αντίθετο, απέδειξε την αξία του. Το gazzetta.gr παρουσιάζει τον προπονητή της Μπάρτσα.

Επαγγελματίας… οπαδός!

Το πατρόν μοιάζει ίδιο σε κάθε οικογένεια στην Αργεντινή. Παρότι οι εποχές αλλάζουν, τα οικονομικά δεδομένα διαφοροποιούνται και το υπόβαθρο κάθε ανθρώπου ποικίλλει, υπάρχουν σταθερές που δεν αλλάζουν. Η μπάλα του ποδοσφαίρου, ο μπαμπάς που έχει το ίδιο όνειρο για τον γιο, η αυλή του σπιτιού και ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Το σχέδιο για τον Γεράρδο Μαρτίνο είχε ελάχιστες αλλαγές. Οι παππούδες από την Ιταλία, που μετανάστευσαν στην Αργεντινή προσδίδουν μια διαφορετικότητα, όπως και η επιμονή της μαμάς του να τελειώσει το σχολείο πριν αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. Ο γεννημένος στις 20 Νοεμβρίου του 1962, που έχει μακρινή καταγωγή από τα Βασιλικάτα κι άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στον πίσω κήπο του σπιτιού του, μεγάλωσε στο ποδοσφαιρικό Ροζάριο.


Εκείνο που διχάζεται ανάμεσα στη Σεντράλ και τη Νιούελς Ολντ Μπόις, που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο, που ξυπνάει με συμπτώματα διπολικής διαταραχής μετά από κάθε μεγάλο ματς. «Δεν μπορείς να εξηγήσεις σε έναν ξένο αυτό που συμβαίνει, γιατί απλά είναι μέρος της κουλτούρας της πόλης. Ήταν πάντα έτσι κι έχω την αίσθηση ότι όσο περνάει ο καιρός γίνεται και πιο έντονο», είχε απαντήσει στην ερώτηση πως θα περιέγραφε το ποδοσφαιρικό Ροζάριο σε έναν Γιαπωνέζο, ενώ είχε μιλήσει και τα προσωπικά του βιώματα στην πόλη που μεγάλωσε. «Δεν ένιωσα ποτέ άβολα να κυκλοφορώ μετά από ένα κακό αποτέλεσμα, πάντα μου φέρονταν μ ε σεβασμό. Είναι γεγονός, όμως, ότι άλλαζα πολλές από τις συνήθειές μου, προκειμένου να μη με δει ο κόσμος». Μια από εκείνες τις εποχές ήταν όταν ένας δημοσιογράφος έγραψε το 1983 πως ο Γεράρδο ή απλούστερα «Τάτα», όπως τον ήξεραν όλοι, ήταν μικρός οπαδός της Σεντράλ.

«Ήταν κάτι που φυσικά δεν ίσχυε και από τότε ξεκίνησε ένας θρύλος», θα εξηγούσε ο ίδιος χρόνια μετά κι αφού η αγάπη του για τη Νιούελς Ολντ Μπόις θα είχε πολλάκις υπερισχύσει του επαγγελματισμού. Ο Μαρτίνο ξεκίνησε στις ακαδημίες της ομάδας στην ηλικία των δέκα ετών, έπαιζε στη μεσαία γραμμή και προχωρούσε βήμα-βήμα προς την πρώτη ομάδα, μέχρι το 1979 όταν σταμάτησε για μερικούς μήνες το ποδόσφαιρο, ώστε να τελειώσει το σχολείο. Κάτι που ήταν επιθυμία και παράλληλα απαίτηση της μητέρας του. Με είδωλα τον Αμερίκο Γκαγιέγκο, τον Ρικάρντο Μποκίνι και φυσικά με θαυμασμό για τον σχεδόν συνομήλικό του Μαραντόνα, ο «Τάτα» ετοιμαζόταν για τη δική του πορεία στο χώρο.

Έκανε ντεμπούτο στις 15 Ιουνίου του 1980 και για περισσότερο από μια δεκαετία θα υπηρετούσε την ομάδα που λάτρεψε. «Έζησα σε αυτό το περιβάλλον για περισσότερα από 30 χρόνια και είμαι σίγουρος ότι τουλάχιστον οι μισοί άνθρωποι δεν ξέρουν το όνομά μου. Με φωνάζουν Τάτα και τον γιο μου Τατίτα. Είναι, όμως, κάτι που σε κάνει να νιώθεις ωραία. Έμεινες σε μια ομάδα και άφησες κάτι πίσω σου. Είμαι περήφανος που έχω κάτι να δουν τα παιδιά μου».

Σαν παίκτης χαρακτηριζόταν από την άρτια τεχνική του κατάρτιση, τον εκρηκτικό του χαρακτήρα και την τεμπελιά! «Μετά τα 27 μου χρόνια ωρίμασα», απολογείται για τις 13 αποβολές της καριέρας του, οι δώδεκα εκ των οποίων ήταν για διαμαρτυρία του. Και η αγωνιστική, όπως και προσωπική ωριμότητα, οφείλονταν κατά κύριο λόγο στον μέντορά του. Τον Μαρσέλο Μπιέλσα. «Ήμουν ένας παίκτης που στηριζόταν στην τεχνική, αλλά έτρεχε ελάχιστα. Με τον Μπιέλσα αντιλήφθηκα ότι πρέπει να κάνεις κι άλλα πράγματα στο γήπεδο, ώστε να παίξεις. Ήταν θέμα επιβίωσης», διηγείται, ενώ ο σπουδαίος Αργεντινός τεχνικός συμπλήρωνε για τον Μαρτίνο.

«Ήταν ένας ξεχωριστός παίκτης, μια κατηγορία μόνος του. Πολλές φορές σκεφτόταν με έναν τρόπο τόσο προχωρημένο που κανείς δεν τον καταλάβαινε. Ήταν πάντα ο ηγέτης της ομάδας, γαλήνιος και ήρεμος όπου χρειαζόταν. Ήταν εκείνος που μετά τις ήττες ενέπνεε τους νεαρότερους παίκτες». Αυτός ο παίκτης, λοιπόν, έχει τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία της Νιούελς με 505 αγώνες και το 2003 είχε ψηφιστεί ως ο πιο εμβληματικός ποδοσφαιριστής του συλλόγου. Κατέκτησε τρία πρωταθλήματα στην Αργεντινή κι έφτασε δύο φορές πολύ κοντά στην κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες, πριν κλείσει την καριέρα του με δύο αμφιλεγόμενες επιλογές.

Το 1991 επέλεξε να παίξει για μισή σεζόν στην Τενερίφη, εξάμηνο που ήταν και το μοναδικό του στην Ευρώπη… «Πήγα δανεικός και με έστειλαν πίσω! Ξεκίνησα καλά τη σεζόν, όμως τελείωσε άσχημα», λέει με ειλικρίνεια ο ίδιος που θα επιστρέψει στην Αργεντινή και στην αγαπημένη του ομάδα κι αφού έπαιξε και για μια σεζόν στη Λανούς επέλεξε το 1996 να κρεμάσει τα παπούτσια του στην Μπαρτσελόνα. Του Εκουαδόρ… «Ήθελα να δοκιμάσω και να ζήσω την εμπειρία, όμως όταν πήγα να παίξω εκεί ήμουν, ήδη, πρώην ποδοσφαιριστής». Και μελλοντικός προπονητής…

Στο δρόμο του Μαρσέλο!

Ο μέντοράς του θα μπορούσε να είναι περήφανος. Όπως πιθανόν και η μητέρα του, η οποία με τη μικρή αλλαγή στο πατρόν, είχε εξασφαλίσει το μέλλον του παιδιού της για τη ζωή μετά το ποδόσφαιρο. Η προπονητική καριέρα του Γεράρδο Μαρτίνο ξεκίνησε το 1998, με μια σειρά από μικρές ομάδες της Αργεντινής και ένα ιδιότυπο ρεκόρ. Ο «Τάτα» δεν είχε χάσει σε εφτά χρόνια δύο συνεχόμενα παιχνίδια! Μετά από εφτά ομάδες σε έξι χρόνια, γεγονός που του έδωσε τον χαρακτηρισμό του «τυχοδιώκτη», ο Μαρτίνο θα είχε μια πρόταση που θα μπορούσε να του αλλάξει το μέλλον. Έκανε ο ίδιος τις διαπραγματεύσεις, αφού δεν έχει μάνατζερ, όμως έχασε τη δουλειά από τον Ρικάρντο Λα Βόλπε.

«Είχα μιλήσει με τον πρόεδρο της Μπόκα στο τηλέφωνο και μου έκανε την πρόταση. Είχα συμβόλαιο ως τον Δεκέμβριο και του απάντησα ότι δεν μπορούσα να αναλάβω εκείνη τη στιγμή. Φυσικά και ήταν δελεαστικό, όμως εκείνη με προσέγγισαν και δεν έτρεχα εγώ πίσω τους όπως έγραφαν». Ο Μαρτίνο έμεινε στην Παραγουάη και στη Freedom, την οποία για δεύτερη φορά στην καριέρα του προπονούσε (σ.σ. η πρώτη ήταν στη σεζόν 2002-03) και στο φινάλε του 2006 δεχόταν μια αναπάντεχη προσφορά.

Η ομοσπονδία της Παραγουάης θα του προτείνει να αναλάβει την Εθνική ομάδα και το 2006 ο Μαρτίνο γίνεται επικεφαλής του πιο δύσκολου πρότζεκτ που είχε σκεφτεί ότι θα ερχόταν στο δρόμο του. «Ένα από τα πλεονεκτήματα του Τάτα είχε η ικανότητά του να προσαρμόζεται στην ιδιοσυγκρασία της χώρας που ζει», περιέγραφε στενός του συνεργάτης για να προσθέσει. «Όταν ήταν στην Παραγουάη, προσαρμόστηκε στους παίκτες και στις συνήθειές τους». Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Ο Γεράρδο Μαρτίνο θα συνηθίσει στη γεύση του τερενέ, αλλά δε θα το αλλάζει με το μάτε, όμως θα αποφύγει να μάθει την τοπική διάλεκτο γκουαρανί.

«Έπρεπε να μπορούν με κάποιον τρόπο να με βρίζουν οι παίκτες όταν το θέλουν και είναι και υγιές αυτό να συμβαίνει», εξηγούσε με σχετικά χιουμοριστική διάθεση, κάτι που του επέτρεπαν και τα αποτελέσματα να έχει. Η Παραγουάη επί των ημερών του, όσο κι αν κατηγορήθηκε για αμυντικό ποδόσφαιρο, κατόρθωσε να προκριθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2010, γεγονός που του χάρισε το μετάλλιο τιμής της χώρας. Επίσης, έφτασε μέχρι τον τελικό του Κόπα Αμέρικα το 2011 πριν ηττηθεί με 3-0 από την Ουρουγουάη. Κατηγορήθηκε, όμως, για το γεγονός ότι η ομάδα του πέρασε τα δύο νοκ-άουτ παιχνίδια στα πέναλτι και με τακτική να μείνει το 0-0 για 120 λεπτά!

Η συνέχειά του έμοιαζε να είναι στον ίδιο δρόμο. Κι χωρίς ουδέποτε να έχει «ψηθεί» σε συλλογικό επίπεδο, ο Μαρτίνο ετοιμαζόταν για μια σπουδαία καριέρα ως ομοσπονδιακός τεχνικός. Μετά από πέντε χρόνια στην Παραγουάη, η Κολομβία φάνταζε ως ο επόμενος προορισμός. Μέχρι που μίλησε η καρδιά! Ο Μαρτίνο θα απορρίψει την πρόταση της κολομβιανής ομοσπονδίας για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Νιούελς Ολντ Μπόις με σαφώς λιγότερα χρήματα. «Δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν τον Ρομπέν των δασών», θα δηλώσει εκείνη την εποχή και θα εξηγήσει. «Ήταν μια δύσκολη εποχή, όταν έπρεπε να αποφασίσει. Και στο τέλος έκανα αυτό που ένιωθα ότι έπρεπε. Δεν χωράει ιδιαίτερη ανάλυση, η αγάπη που έχω γι’ αυτή την ομάδα με τυφλώνει. Είναι η ομάδα του τόπου μου».

Το ουδείς προφήτης στον τόπο του, λοιπόν, δε θα έβρισκε εφαρμογή. Ο Μαρτίνο θα κατηγορήσει για πολλά το αργεντίνικο ποδόσφαιρο, κάτι που δεν άρεσε στους συμπατριώτες του, όμως στο φινάλε της σεζόν 2012-13 θα είναι κερδισμένος. «Αν το δω απ’ την οπτική γωνία του προπονητή θα έλεγα ότι το ποδόσφαιρό μας είναι το πιο δύσκολο και ανταγωνιστικό στον κόσμο. Αν το δω απ’ την οπτική του φιλάθλου, δε θα μπορούσα να δω πάνω από δέκα λεπτά σε ένα ματς», σχολίασε και γινόταν ακόμα πιο επιθετικός.

«Το αργεντίνικο ποδόσφαιρο είναι υστερικό, παραπλανητικό και ευκαιριακό. Εγώ δεν είμαι καλά με αυτή την εικόνα, όμως πάντα πίστευα ότι αν είσαι μέρος του δεν μπορείς να το αλλάξεις. Επιλέξεις αν θα γίνεις κομμάτι του ή όχι, γνωρίζοντας ότι παίζεις με τους δικούς του κανόνες». Στους δικούς του κανόνες, κατόρθωσε να βγει νικητής και πετυχημένος, έχοντας εκπληρώσει όνειρα που δεν είχε τολμήσει να εκμυστηρευτεί. «Πλέον, έχουν πετύχει δύο προσωπικούς μου στόχους που μου επιτρέπουν ότι αποσυρθώ από προπονητής να μην έχω απωθημένα. Πήγα σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο κι έκατσα στον πάγκο της Νιούελς. Δεν υπάρχουν άλλα όνειρα».

Η τελευταία έξοδος!

Όνειρα όχι, αλλά προκλήσεις ναι. Ο μέντοράς του ήταν στην Ισπανία για δεύτερη φορά. Μετά την απόπειρα στην Βαρκελώνη, αλλά για την Εσπανιόλ το 1998, είχε αναλάβει το 2011 την Αθλέτικ Μπιλμπάο. Δύο χρόνια μετά, ο Μαρσέλο Μπιέλσα θα έφευγε από την Primera Division, όμως ο δρόμος θα άνοιγε για τον Γεράρδο Μαρτίνο. Στις 22 Ιουλίου του 2013, μόλις δύο 24ωρα μετά την παραίτηση του Τίτο Βιλανόβα, θα ανακοινωνόταν η πρόσληψή του, που λογικά έκανε πιο περήφανο απ’ όλους τον πατέρα Μέσι. Ο Χόρχε Μέσι, φανατικός οπαδός της Νιούελς, ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν ψηφίσει το 2003 τον Μαρτίνο ως τον πιο εμβληματικό ποδοσφαιριστή στην ιστορία του συλλόγου.

Ο Μαρτίνο μετακόμισε στην Βαρκελώνη χωρίς τη σύζυγό του Αντζέλικα Μαρία, η οποία έμεινε πίσω να φροντίζει τα παιδιά τους. Όχι τόσο στην 24χρονη νομικό Μαρία Νοέλ ή την 22χρονη Μαρία Σελέστ, όσο τον Βενιαμίν της οικογένειας. Ο 17χρονος Γεράρδο junior ή αλλιώς «Τατίτα» που είναι μέλος της Νιούελς Ολντ Μπόις και ακολουθεί τον ίδιο δρόμο του πατέρα του.

Στη Βαρκελώνη η σεζόν κυλούσε ιδανικά για τον Μαρτίνο. Κατέκτησε το Σούπερ Καπ με δύο ισοπαλίες κόντρα στην Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά χάρη στο εκτός έδρας γκολ, ξεκίνησε την Primera Division με το εμφατικό 7-0 απέναντι στη Λεβάντε, κέρδισε το πρώτο του clasico απέναντι στην Ρεάλ και έγραψε το πρώτο του ρεκόρ ως προπονητής της Μπαρτσελόνα, αφού έγινε ο πρώτος που έσπασε το φράγμα των 16 πρώτων αγώνων αήττητος κι είδε το σερί του να σταματάει στα 21! Στο δεύτερο μισό της σεζόν τα ρεκόρ και οι διθύραμβοι είχαν ξεχαστεί… Όπως και το γεγονός ότι η Μπαρτσελόνα χρειάστηκε να παίζει για 1,5 μήνα χωρίς τον Λιονέλ Μέσι. Η κριτική για τον Μαρτίνο γινόταν όλο και πιο έντονη κι έφτασε σε σημείο που – κατόπιν των τριών ηττών σε διάστημα 40 ημερών στο ισπανικό πρωτάθλημα – γινόταν λόγος ακόμα και για απόλυση.

«Ξέρω ότι πρέπει να είμαι δυνατός σε τέτοιες καταστάσεις, αλλιώς δε θα ήμουν προπονητής. Δεν ακούω την κριτική και δεν είμαι εδώ για να σας πω πως θα κάνετε τη δουλειά σας. Δουλειά μου είναι να προπονήσω την ομάδα μου και να την κάνω καλύτερη». Σε εκείνο το δύσκολο διάστημα, βρήκε συμμάχους τον Κάρλο Αντσελότι και τον Ντιέγκο Σιμεόνε, τους δύο ανταγωνιστές του, δηλαδή, για τον τίτλο. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι βρήκε συμμάχους τους παίκτες του.

«Ο ποδοσφαιριστής είναι ο σημαντικότερος όλων. Οι προπονητές γίνονται καλύτεροι ή χειρότεροι, βάσει των παικτών που έχουν. Ο προπονητής δεν είναι ποτέ ανώτερος εκείνων που εκτελούν τις εντολές του». Δεν μπορεί, όμως, να είναι και κατώτερος… Όπως απέδειξε ο Τάτα Μαρτίνο.

 

Τελευταία Νέα