Ντιέγκο, ο ξεχασμένος γιος!

Ντιέγκο, ο ξεχασμένος γιος!

bet365

Το 2006 ήταν ο εκλεκτός να οδηγήσει τη χώρα στην κορυφή! Το 2014 μοιάζει ως ο ξεχασμένος γιος της Βραζιλίας. Το gazzetta.gr παρουσιάζει τον Ντιέγκο.

The rich boy!

Εκεί όπου η αυτάρκεια θεωρείται πολυτέλεια και η βιοποριστική αξιοπρέπεια εξαίρεση, μια τέτοια ιστορία μπορεί να αποτελεί είδηση! Ο Ντιέγκο Ρίμπας Ντα Κούνια δεν στράφηκε στο ποδόσφαιρο από ανάγκη. Δεν έπαιξε ξυπόλητος, δεν βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά, δε μεγάλωσε στις φαβέλες, δε στερήθηκε βασικά αγαθά λόγω φτώχειας, δεν βρήκε διέξοδο από το έγκλημα μέσα σε ένα γήπεδο. «Απλά αγαπούσα το παιχνίδι. Δεν υπάρχει κάποιο δράμα από πίσω. Απλή αγάπη». Μαζί με τον Κακά είναι οι δύο πιο γνωστοί Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από τα μεσαία ή υψηλά στρώματα της κοινωνίας.

Ο Ντιέγκο μεγάλωσε στο Ριμπεϊράο Πρέτο, μια πόλη νοτιοανατολικά του Σάο Πάουλο, γνωστή και ως «η Καλιφόρνια της Βραζιλίας», παρατσούκλι που πήρε τόσο για τις καιρικές συνθήκες, όσο και για το επίπεδο ζωής. Οι περισσότεροι κάτοικοι, μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς – οι παππούδες του Ντιέγκο απ’ την πλευρά του μπαμπά του ήταν Ιταλοί -, ασχολούνται κυρίως με την παραγωγή ζαχαροκάλαμων ή παλαιότερα με τον καφέ. Ο Ντιέγκο, το νεαρότερο μέλος της οικογένειας αφού έχει δύο μεγαλύτερες αδελφές, ήρθε στον κόσμο στις 28 Φεβρουαρίου του 1985. Ο πατέρας του Ντιτζέρ εργαζόταν ως μηχανικός και η μητέρα του, Σεσίλια, δούλευε ως ιδιωτικός υπάλληλος.

«Δεν ήμασταν πλούσιοι. Οι γονείς μου ήταν πάντα σε θέση να εξασφαλίσουν ότι θα ήμασταν καλά. Και πάντα με στήριζαν τόσο ψυχολογικά, όσο και οικονομικά». Η στήριξη δεν ήταν πάντα αυτονόητη. Ιδιαίτερα όταν επέστρεφαν από τη δουλειά και έβλεπαν το γιο τους εξαιρετικά χαρούμενο μεν, αλλά το σπίτι τους διαλυμένο δε. Λογικά, εξωθήθηκαν στην ιδέα να τον στείλουν να ξεσπάσει την ενέργειά του και την επιθυμία του σε μια ομάδα. Ο Ντιέγκο ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία έξι ετών και από τότε ήταν ο «αρχηγός» της παρέας. «Θυμάμαι πάντα ότι τα παιδιά ήθελαν να είναι στη δική μου ομάδα, γιατί ήμουν ο καλύτερος».

Ο καλύτερος θα βρισκόταν σύντομα σε βαθιά νερά, χωρίς καν να έχει μάθει να κολυμπάει στα ρηχά. «Πήγα στο Σάο Πάουλο όταν ήμουν 11 χρονών. Ήταν η ομάδα που υποστήριζα και η ομάδα που έπαιξε ο παίκτης που θαύμαζα τότε και που ακόμα έχω ως το είδωλό μου. Ο Ραΐ». Η απόσταση από το σπίτι του δεν ήταν απαγορευτική. Μόλις 300 χιλιόμετρα, αλλά ένα παιδί που δεν έχει μπει καν στην εφηβεία δεν μπορεί να είναι έτοιμο για μια τέτοια υπέρβαση. «Όλα μου φαίνονταν τεράστια. Η πόλη, το Μορούμπι (σ.σ. το γήπεδο της Σάο Πάουλο), η ζωή. Ήμουν σε σοκ. Οι συμπαίκτες μου δε μου μιλούσαν, δε μου έδιναν καν τη μπάλα στην προπόνηση. Δεν το άντεξα. Μέσα σε λίγους μήνες πήρα τα πράγματά μου και γύρισα σπίτι».

Η πρώτη απογοήτευση δεν ήταν ικανή για να του αλλάξει προσανατολισμό. Ο Ντιέγκο, άλλωστε, περιγράφεται από τους συμπατριώτες του ως ένα παιδί που είχε απόλυτη πειθαρχία στη συμπεριφορά του και διεκδικούσε τους στόχους του με θέληση και ωριμότητα. Σε μια ακραία περιγραφή, παρουσιάζεται και ως ένα «τέλειο σχέδιο» του πατέρα του, ο οποίος άλλωστε λάτρευε το ποδόσφαιρο σε τέτοιο βαθμό που έδωσε στον γιο του το όνομα του Μαραντόνα. Ένα χρόνο μετά την αποτυχία στο Σάο Πάουλο, ήρθε η Σάντος. «Ένας φίλος με έστειλε να δοκιμαστώ και πέτυχα. Από τότε άρχισα να παίρνω το ποδόσφαιρο πολύ σοβαρά και αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια διασκέδαση για μένα».

Τα 300 χιλιόμετρα έγιναν 700, όμως ίσως ο Ντιέγκο να μην είχε πια επιλογή. Στα δώδεκά του χρόνια πήγε σε εσωτερικό σχολείο και ήταν αποφασισμένος να αντέξει. «Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν καλύτερα, όμως και πάλι δεν ήταν ιδανικά. Με υποδέχτηκαν ζεστά, ωστόσο υπήρχαν μερικά εμπόδια. Τα παιδιά με φώναζαν «boyzinho» εξαιτίας των μαλλιών μου και με κορόιδευαν, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις κερδίζεις τον σεβασμό μέσα στο γήπεδο. Εκεί καταλαβαίνεις ότι στο ποδόσφαιρο δεν παίζει ρόλο αν είσαι όμορφος ή άσχημος, πλούσιος ή φτωχός. Αρκεί να είσαι καλός».

Ο Ντιέγκο παρακολουθούσε με συνέπεια τα μαθήματά του, εκτός απ’ τις ημέρες που επέλεγε να το σκάσει για να παίξει ποδόσφαιρο με ένα παιδί ένα χρόνο μεγαλύτερό του, που είχε τα αντίθετα βιώματα στη ζωή. Ένα παιδί που ακόμα είναι κολλητός του φίλος. Τον Ρομπίνιο! Μαζί έζησαν τον παροξυσμό που υπήρχε τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, όταν η βραζιλιάνικη ομάδα κατόρθωσε να κατακτήσει το πρωτάθλημα στη Βραζιλία, με τον Ντιέγκο αν και μόλις 17 ετών να είναι βασικό μέλος της. Ο μικρός δεχόταν όλων των ειδών της… παρενοχλήσεις. Γράμματα, e-mail, δώρα, μέχρι και ένα ζευγάρι κιλοτάκια του είχε στείλει θαυμάστρια, ενώ εκείνα τα χρόνια αναγκαζόταν σχεδόν κάθε δύο μήνες να αλλάζει τον αριθμό του τηλεφώνου του. Αρκετοί λόγοι για να ζηλεύει η κοπέλα του, Μπρούνα Λετίσια, την οποία είχε γνωρίσει λίγους μήνες πριν και η οποία θα γινόταν το 2009 μετά από εφτά χρόνια σχέσης, η γυναίκα του.

Ο Πελέ τον ονόμαζε διάδοχό του, ο Ντιέγκο δεν φοβόταν τη φανέλα με το νούμερο «10», μόλις ενηλικιώθηκε έκανε ντεμπούτο με την Εθνική ομάδα και χαρακτηριζόταν ως «ο εκλεκτός για να σώσει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο».

Προδομένος λαός…

«Ήταν όλοι τόσο ενοχλημένοι που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για το τι έκανε ο Ντιέγκο στην Πόρτο. Μέσα σε δύο χρόνια μετατράπηκε από σούπερ σταρ σε ένα τίποτα». Ο εκλεκτός εξαφανίστηκε… Οι Βραζιλιάνοι δεν συγχώρεσαν ποτέ τον πατέρα του για την απόφαση που πήρε όταν ο γιος του ήταν μόλις 19 ετών. Ο Ντιτζέρ Ρίμπας αποφάσισε να ανακατευτεί στην καριέρα του παιδιού του και ουσιαστικά απέλυσε τον μάνατζέρ του, προκειμένου να παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις. «Πολλές φορές οι γονείς έχουν όνειρα για τα παιδιά τους. Και ανυπομονούν για τα πολλά λεφτά».

Ο Ντίνο Λαμπέρτι εκπροσωπούσε τον Ντιέγκο μέχρι τα 18 του χρόνια. Μετά μπήκε στη μέσα ο πατέρας του και τον έσπρωξε στην ευρωπαϊκή αγορά. Η πρώτη μεταγραφή ήταν στην Πόρτο που μόλις είχε κατακτήσει το Champions League και αναζητούσε τον αντικαταστάτη του Ντέκο. Η μεταγραφή ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2004 έναντι 7 εκ. ευρώ κι ενώ όλοι θεωρούσαν ότι αν ο νεαρός έμενε ένα χρόνο ακόμα στη Βραζιλία θα πήγαινε απευθείας σε κορυφαίο σύλλογο και με διπλάσια λεφτά.

Στην Πορτογαλία αρχικά πήγαιναν όλα καλά… Ο Ντιέγκο είχε γίνει ο αγαπημένος των «δράκων», έπαιξε συνολικά σε 39 παιχνίδια και έκανε ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να μείνει πιστός στο πλάνο του πατέρα του. Παρότι ήταν σε μια χώρα που η μητρική του γλώσσα αρκούσε, εκείνος μάθαινε αγγλικά! «Αν θες να παίξεις στην Ευρώπη, πρέπει να μπορείς να συνεννοείσαι. Το σχέδιό μου ήταν να μην μείνω στην Πορτογαλία, αλλά να κάνω καριέρα».

Η καριέρα του, όμως, ξαφνικά θα έμπαινε στον πάγο. Ο Κο Αντριάνσε ανέλαβε την Πόρτο και οι φήμες τον ήθελαν να εκνευρίζεται από τη χαλαρότητα του Ντιέγκο στις προπονήσεις, με αποτέλεσμα σταδιακά να τον αφήσει εκτός ομάδας. «Αν το πρόβλημα ήταν μόνο η τακτική, θα είχαμε βρει λύση. Όμως για δύο μήνες δεν ήμουν καν στην ομάδα και είμαι σίγουρος ότι το θέμα δεν ήταν ποδοσφαιρικό. Κάτι άλλο είχε συμβεί». Ο Ολλανδός τεχνικός, ακόμα και δέκα χρόνια μετά δεν έχει μιλήσει για το θέμα, γεγονός που ενισχύει τη θέση του Ντιέγκο. Εκείνου που εξαιτίας της κατάστασης στην Πόρτο θα έχανε το μουντιάλ του 2006, της διοργάνωσης δηλαδή που θεωρούσαν οι συμπατριώτες του, ότι θα οδηγούσε τη χώρα σε ένα θρίαμβο. Ο πατέρας του ήταν και πάλι υπόλογος…

Η γη της επαγγελίας!

«Όταν ζούσα στη Βραζιλία, όλοι έλεγαν ότι οι Γερμανοί είναι σκληροί, ψυχροί και πάντα σοβαροί. Όταν ήρθα εδώ, ανακάλυψα το αντίθετο. Όλοι είναι φιλικοί, πρόθυμοι να σε βοηθήσουν και γελάνε όλη την ώρα». Η Βέρντερ ήταν η ομάδα που τον Μάιο του 2006 θα τελείωνε το μαρτύριο του Ντιέγκο στην Πορτογαλία. Ξόδεψε έξι εκατομμύρια ευρώ και υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο μαζί του. Ο Τόμας Σάαφ αναγνώρισε κατευθείαν τι έπρεπε να κάνει με τον Βραζιλιάνο και του έδωσε πλήρη ελευθερία στο γήπεδο. «Νιώθω ότι η Βέρντερ είναι το ιδανικό σωματείο για μένα», έλεγε ο Ντιέγκο και η απόδειξη δε θα αργούσε να φανεί.

Αναδείχθηκε παίκτης του μήνα στον πρώτο του Αύγουστο στην Bundesliga και παίκτης της χρονιάς στην πρώτη του σεζόν. Συνέχισε στον ίδιο ρυθμό… Μετά από ένα χρόνο στη Βρέμη υπέγραψε επέκταση του συμβολαίου του ως το 2011, προκειμένου να μπει ένα τέλος στη φημολογία που ήθελε τη Ρεάλ να ερίζει για την απόκτησή του. Και δεν ήταν μόνο φημολογία, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος πολλά χρόνια μετά, αφού διηγήθηκε πως οι Μαδριλένοι τον πήγαν στο σπίτι του Πέτζα Μιγιάτοβιτς επί εποχής Μπερντ Σούστερ για να τον πείσουν να υπογράψει. Πρόκειται, παράλληλα, για άλλη μια ιστορία που χρησιμοποιούν οι Βραζιλιάνοι για να περιγράψουν την επιρροή που είχε ο πρεσβύτερος Ντιέγκο στον γιο του. Πλέον, είχε παραιτηθεί και από τη δουλειά του για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τον γιο του.

«Ο Ντιέγκο στέκεται πάντα σοβαρός και αμίλητος απέναντι σε όλα τα γεγονότα. Ο πατέρας του είναι εκείνος που μιλάει για εκείνον», κατέθετε ο Ντίνο Λαμπέρτι και πρόσθετε πως την εποχή που ο Βραζιλιάνος δήλωνε ευτυχισμένος στην Βρέμη, ο μπαμπάς αλώνιζε την Ευρώπη για να βρει την επόμενη ομάδα για τον γιο του. Κι αυτή τη φορά – έλεγε – θα ήταν ανάμεσα στις κορυφαίες.

Μπρος-πίσω!

«Γνώριζα ότι ο Ντιέγκο είναι καλός, αλλά όχι ότι είναι τόσο καλός». Ο Τσίρο Φεράρα, στην πρώτη του προπονητική απόπειρα σε συλλογικό επίπεδο, επέλεξε τον Βραζιλιάνο, όμως κυρίως ο 24χρονος μέσος επέλεξες τη Γιουβέντους. «Πάντα θαύμαζα αυτή την ομάδα, ακόμα κι όταν ήμουν παιδί και παρακολουθούσα το καμπιονάτο. Για μένα, είναι ένα παιδικό όνειρο που πραγματοποιείται», έλεγε στους Γερμανούς όταν εκείνοι έκπληκτοι έβλεπαν έναν κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Bundesliga να μην επιλέγει – όπως συνηθίζεται – τη Μπάγερν, αλλά να φεύγει μακριά από την αγκαλιά του Μονάχου.

Η αρχή ήταν και πάλι ιδανική… «Μου αρέσει ο καιρός και το ιδιαίτερο ιταλικό χιούμορ. Η γλώσσα δεν είναι τόσο δύσκολη όσο τα γερμανικά και μπορώ να επικοινωνώ ευκολότερα. Είμαι σίγουρος ότι έχω κάνει τη σωστή επιλογή για μένα και για την καριέρα μου». Τα πράγματα και πάλι θα άλλαζαν, όταν λίγο καιρό μετά ο Τσίρο Φεράρα θα έδινε τη θέση του στον Αλμπέρτο Τζακερόνι. «Είχε χτιστεί μια ομάδα πάνω σε μια συγκεκριμένη ιδέα και όταν άλλαξε ο προπονητής, άλλαξαν όλα. Έπαιξα καλά σε κάποια παιχνίδια, άσχημα σε άλλα και φαινόταν ότι κάτι δεν πάει καλά. Παρόλα αυτά, η εμπειρία μου στην Ιταλία ήταν εκπληκτική». Ο Ντιέγκο θα έχανε ακόμα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και λίγο πριν την εκπνοή της μεταγραφικής περιόδου του 2010 θα επέστρεφε εκεί που ήξερε ότι τον αγαπούν.

Η Βόλφσμπουργκ σε ημέρες οικονομικής ευημερίας θα ξόδεψε σχεδόν 15 εκ. ευρώ για να τον αποκτήσει. Ο Ντιέγκο, όμως, θα μοιάζει διαφορετικός. Κυρίως στον χαρακτήρα του. Επέλεξε να εκτελέσει πέναλτι παρά την εντολή του προπονητή του που είχε ορίσει άλλο παίκτη και αστόχησε, γεγονός που του κόστισε 100.000 ευρώ. Κι εκείνο που κυρίως στιγμάτισε την καταστροφική χρονιά στην επιστροφή του στη Γερμανία – καθότι η Βόλφσμπουργκ πάλεψε για την παραμονή της – ήταν η κόντρα του με τον Φέλιξ Μάγκατ. Παραμονές του κρίσιμου αγώνα για τη σωτηρία με την Χόφενχαϊμ ο Γερμανός τεχνικός ανακοίνωσε ότι ο Ντιέγκο δε θα ήταν στην αρχική ενδεκάδα. Ο Βραζιλιάνος, παρότι ήταν και τραυματισμένος, εξοργίστηκε και έφυγε από το ξενοδοχείο. Η ομάδα του κέρδισε και σώθηκε, όμως για τον 26χρονο ήταν ώρα περισυλλογής.

«Όταν κάνεις ένα λάθος πρέπει να κατορθώσεις πρώτα απ' όλα να συγχωρέσεις τον εαυτό σου για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Εκείνη την εποχή, η πίστη μου με βοήθησε». Επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές, η πίστη του δεν αρκούσε. «Δεν πρόκειται να παίξεις ποτέ με μένα», του είπε στην πρώτη ημέρα της προετοιμασίας ο Μάγκατ μπροστά σε όλη την ομάδα και ο Βραζιλιάνος ήξερε ότι έπρεπε να βρει κάποια λύση.

İHala Madrid!

Ο προορισμός που είχε βάλει στη διαχείριση σχεδίου από το 2008 ο πατέρας του, έβρισκε εφαρμογή το 2011. Στην τελευταία μέρα των μεταγραφών ο Ντιέγκο πήγε δανεικός στην Ατλέτικο, με την οποία κατέκτησε το κύπελλο ΟΥΕΦΑ και απέκτησε δεσμούς αιώνιας αγάπης τόσο με την ομάδα, όσο και με τον κόσμο της. Το καλοκαίρι, όμως, τον περίμενε η ίδια κατάσταση. Επιστροφή στην Βόλφσμπουργκ και τον Φέλιξ Μάγκατ που επέμενε να μην τον συγχωρεί. Οι εξελίξεις αυτή τη φορά θα ευνοούσαν τον Ντιέγκο. Ο Γερμανός σύντομα απολύθηκε και με τον Λόρεντζ-Γκούντερ Κόστνερ θα έβρισκε τη χαρά του παιχνιδιού και τον εαυτό του.

Έκλεισε τη σεζόν με 37 αγώνες και 13 γκολ και ξεκίνησε την επόμενη με μια νέα κόντρα, αυτή τη φορά με τον τεχνικό διευθυντή Κλάους Άλοφς. Στην Bundesliga παρέμενε ένας ιδιαίτερος παίκτης και μέχρι τον προηγούμενο Γενάρη είχε πέντε γκολ σε 16 ματς. Τότε, ήταν που γεννήθηκε ξανά η φιλοδοξία. Ζήτησε να φύγει από την γερμανική ομάδα για να παίξει στο Champions League. Η Άρσεναλ δεν μπορούσε να τον… φτάσει και η Ατλέτικο παραμόνευε για ένα δεύτερο μήνα του μέλιτος.

«Ο Ντιέγκο Σιμεόνε είναι ο βασικός λόγος που γύρισα. Είναι ο καλύτερος προπονητής που έχω δουλέψει ποτέ και με βοήθησε ότι μόνο σαν παίκτη, αλλά και σαν άνθρωπο. Η εμπιστοσύνη που μου δείχνει ήταν το κλειδί για να πάρω την απόφαση. Ελπίζω να του το ξεπληρώσω». Προφανώς και μετά το χθεσινό γκολ, δεν υπάρχουν πια χρωστούμενα! Ο Ντιέγκο με την παρουσία του στο υψηλότερο επίπεδο κυνηγάει τη μοίρα που τον εγκατέλειψε το 2006 και το όνειρο που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε στο βαθμό που επιθυμούσε. Να παίξει με την Εθνική Βραζιλίας. Το 2014 ίσως η χώρα της σάμπα θυμηθεί – όπως πολύ εύστοχα διατυπώθηκε σε άρθρο ποδοσφαιρικού περιοδικού – τον ξεχασμένο της γιο.

 

Τελευταία Νέα