Η αυτογνωσία του ΠΑΟΚ

Η αυτογνωσία του ΠΑΟΚ

Αλέξης Σπυρόπουλος Αλέξης Σπυρόπουλος
Η αυτογνωσία του ΠΑΟΚ

bet365

Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει για το λάθος του Δεκεμβρίου με την ΑΖ στην Τούμπα, τη σοφή ρεάλ-πολιτίκ απέναντι στη Μπενφίκα, τα ελληνικά ματς, τη στρατηγική της ηγεσίας.

Συνέπεσε να είμαι στη Θεσσαλονίκη την ημέρα, Δευτέρα, της κλήρωσης ΠΑΟΚ-Μπενφίκα. Είχα ανεβεί για το ματς της Εθνικής του 2004 με τους παλαίμαχους, υπό τον Χάτζι, Ρουμάνους. Μέσες-άκρες, τότε η συζήτηση στο περιβάλλον-ΠΑΟΚ ήταν το δυνητικό κόστος του λάθους στο (νωπό) τελευταίο παιγνίδι του ομίλου, το 2-2 με την ΑΖ στην Τούμπα, αποτέλεσμα που στην ισοβαθμία έφερε τους Ολλανδούς νούμερο-ένα και τον Δικέφαλο νούμερο-δύο. Ως νούμερο-δύο, ο ΠΑΟΚ εκείνο το μεσημέρι τράβηξε τη Μπενφίκα. Ως νούμερο-ένα, η ΑΖ τη Σλόβαν Λίμπερετς. Εχει διαφορά. Η ώρα της αποτίμησης του κόστους, όπως πάντοτε συμβαίνει με τα σφάλματά μας, έφτασε. Η ΑΖ, 0-1 στην Τσεχία. Μια ομάδα, η ολλανδική, που πάει για τους «16» ενώ πολύ εύκολα θα μπορούσε να μη είναι, καν, στα γκρουπ του Γιουρόπα Λιγκ. Αν ο άπειρος Ατρόμητος, τον Αύγουστο, δεν έπαιζε στο Περιστέρι με τέτοια αφέλεια…

Ως συνήθως, πέρα από το μέγεθος-Μπενφίκα αυτό καθαυτό, για τον ΠΑΟΚ ο μεγάλος σκόπελος ήταν ο εντός έδρας αγώνας. Αποδείχθηκε ότι υπήρχε, στον στενό κύκλο της ομάδας, τουλάχιστον η επίγνωση γι’ αυτό. Η προσέγγιση, μια απολύτως ρεάλ-πολιτίκ, ήταν σοφή. Παίζουμε, κατ’ αρχήν, για το 0-0. Για ως εκεί, υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα να σχεδιάσουν. Ετσι κι αλλιώς, δεν διακρίνει κανείς στο παιγνίδι του ΠΑΟΚ κάποιο εμφανές δουλεμένο επιθετικό πλάνο. Αν τώρα ο μεσιέ Πλατινί ήθελε θέαμα, το θέαμα ήταν…στην κερκίδα. Αν επιμένει να θέλει θέαμα, ας πάει στη ρεβάνς του Ντα Λουζ. Εκεί όπου η παρτίδα αναγκαστικά κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θ’ ανοίξει.

Οι παίκτες είχαν διαβάσει το μάθημα καλά, συγκεντρώθηκαν κι έβγαλαν τη διάθεση που άρμοζε, έβαλαν ένταση στα αμυντικά τρεξίματα και στα μαρκαρίσματα, έστω δίχως την ιδανική ηρεμία και διαύγεια στο μυαλό. Πράγμα, αυτό το τελευταίο, κατανοητό. Ούτε ανεξάντλητες φυσικές δυνάμεις διαθέτουν, για να ‘ναι ήσυχοι μέσα τους ότι θα τα βγάλουν πέρα, ούτε είναι μαθημένοι να δέχονται στις μπάλες τους τέτοια πίεση σαν κι αυτή που ασκούσαν οι Πορτογάλοι. Στη λογική της ρεάλ-πολιτίκ, οι τρεις κεντρικοί μέσοι με ανασταλτικά χαρακτηριστικά ήταν η νορμάλ απόφαση. Γέμισαν τους χώρους στον άξονα, όλοι έμειναν κοντά ο ένας στον άλλον, σφιχτά, όσο για να κρύβει κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ένας την αδυναμία του άλλου, κουτσά-στραβά χάλασαν το λουζιτανικό, ας το πούμε, τίκι-τάκα.

Ανεση στην κυκλοφορία της μπάλας και στην κίνηση ανάμεσα στις γραμμές δεν υπήρχε, κανείς δεν είχε κάθετη πάσα ή διείσδυση ή γρήγορα ένα-δύο σε λίγα τετραγωνικά, στα μαν-του-μαν των στημένων ο Ινσαουράλδε κλείδωσε την προφανή απειλή-Λουϊζάο, αναπόφευκτα το παιγνίδι έγειρε προς τις άκρες. Αλλ’ οι ακραίοι της αναμέτρησης ήταν, λίγο ως πολύ, νεροπίστολα. Όχι όπλα. Η αλληλοεξουδετέρωση, το ευκταίον δηλαδή, είχε επέλθει. Οι τερματοφύλακες, απλώς, έβλεπαν. Δεν επενέβαιναν, διότι δεν δημιουργούνταν καταστάσεις-γκολ ώστε να επέμβουν. Το 0-0 μπορούσε να σπάσει, μονάχα κατά λάθος. Εσπασε, πραγματικά κατά λάθος. Ένα λάθος του πλαϊνού με τη σημαία.

Το 0-0 θα ήταν έξοχο αποτέλεσμα, για τον ΠΑΟΚ. Και το 0-1, πάλι είναι καλύτερο. Απ’ τη βαρύτερη ζημιά που είναι βέβαιον ότι θα γινόταν, εάν ο ΠΑΟΚ ξανοιγόταν για να ισοφαρίσει. Ν’ ανοίξεις το γήπεδο για 1-1, ήταν συνταγή για 0-3. Εδώ, δεν παίζεις για πόντους. Παίζεις, πράγμα που ο Ατρόμητος λησμόνησε τον Αύγουστο στα πλέι-οφ με την ΑΖ, για σκορ. Στο 0-1, αφού έγινε και δεν ξεγίνεται, δεν προέχει το 1-1. Προέχει, μη φας δεύτερο. Και εδώ, μετά το 60’, η εκ μέρους του ΠΑΟΚ προσέγγιση ήταν η ορθή. Δεν παρασύρθηκαν. Μερίμνησαν, κατ’ αρχήν, να κρατήσουν τη συνοχή τους. Η στιγμή για ρίσκο ήταν απ’ το 80’ και πέρα. Οντως, μόνον τότε ο ΠΑΟΚ το ανέλαβε. Με τον Σαλπιγγίδη, αντί ενός χαφ. Στη θέση τους, γι’ αυτό το τελευταίο δεκάλεπτο, θα σκεπτόμουν και τη λύση-Βούκιτς. Αλλ’ αυτό είναι μία μικρή λεπτομέρεια…

Θυμίζει λίγο, ο συσχετισμός τακτικής και αποτελέσματος, την εγχείριση που πέτυχε αλλ’ απεβίωσε ο ασθενής. Ένα είναι σίγουρο. Εάν ο ΠΑΟΚ αυτή την προσήλωση, να δουλεύουν το ματς σχολαστικά μες στον νου τους προτού βγουν να το παίξουν, την έδειχνε και στους ελληνικούς αγώνες, τότε ούτ’ η απόσταση απ’ τον Ολυμπιακό θα ήταν 20 βαθμοί ούτε το αβαντάζ έναντι του ανταγωνισμού (ενόψει των πλέι-οφ της Σούπερ Λιγκ) τόσο απειροελάχιστο. Σίγουρα έχει να κάνει, όλο αυτό, με τον τρόπο που οι ποδοσφαιριστές τα σκέπτονται. Αλλ’ υποτίθεται, πάνω απ’ τους ποδοσφαιριστές, για να τα σκέπτεται υπάρχει ο προπονητής. Ότι είναι ο «προπονητής του αιώνα» για τη Σάλκε, τούτο δοξάζει την καριέρα του, όμως δεν σημαίνει τίποτα για το πώς ετοιμάζει ένα ταξίδι στον Πλατανιά ή στην Τρίπολη. Εάν εγώ μεταναστεύσω στη Λευκωσία για να σχολιάζω στην κυπριακή TV αγώνες του πρωταθλήματός τους, δεν θα έχει καμία αξία ότι έχω σχολιάσει τόσα κλάσικο ή τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ. Θα ‘μαι υποχρεωμένος να μάθω τον Ερμή Αραδίππου και τον Εθνικό Αχνας…

Και φυσικά, πάνω απ’ τον προπονητή, υποτίθεται πως υπάρχει η ηγεσία που εκπονεί τη στρατηγική. Στρατηγική δεν είναι οι ατελείωτες αγορές, χειμώνα-καλοκαίρι, δίχως διακριτό ειρμό. Εδώ, το ερωτηματικό είναι ένα. Αυτό που ήταν και για τον Παναθηναϊκό, την πρώτη χρονιά του Αλαφούζου. Αφού ο ΠΑΟΚ είναι τόσο δυνατός (με εξαιρετική δουλειά από τον Βαγγέλη Πουρλιωτόπουλο) στις μικρές ηλικίες, τι τους εμποδίζει να κάνουν, συνειδητά, κάτι παρεμφερές με αυτό που εφέτος κάνει ο Παναθηναϊκός; ‘Η, μήπως, αυτά τα κάνουν μόνον οι φτωχοί…ενώ στον ΠΑΟΚ νιώθουν, πλέον, ακατάδεκτοι (νεο)πλούσιοι;

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Αλέξης Σπυρόπουλος
Αλέξης Σπυρόπουλος

Ο Αλέξης Σπυρόπουλος έζησε τη μισή ζωή του στην Καλλιθέα. Ζει την άλλη μισή στη Νέα Σμύρνη. Αιτία του περάσματος απ’ τη μία όχθη της Συγγρού στην απέναντι, ο γάμος. Η σύζυγός του, εκ γενετής Νεοσμυρνιά, τον αποκαλεί «οικονομικό μετανάστη».

Ξεκίνησε να δουλεύει, προτού κλείσει τα 19. Συνεχίζει να δουλεύει, στα 49. Αυτά τα 30 χρόνια, πραγματοποίησε όσα ονειρεύτηκε. Για τα επόμενα 30, ο φόβος του είναι ότι ονειρεύεται αυτό που δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει. Κάποτε ν’ αποσυρθεί στην ησυχία του, κανένα να μη ενοχλεί και κανείς να μη τον ενοχλεί.

Ένα σπιτικό (μία γυναίκα, τέσσερα παιδιά, ένας γάτος) και…μια τρόικα είναι, προς το παρόν, τα ρητά απαγορευτικά. Συνεχίζει, λοιπόν. Τουλάχιστον ως την ημέρα που το κοινό, αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές, users ή όπως αλλιώς θα λέγονται στο μέλλον, θα τον ξωπετάξει από τον χώρο με τις κλωτσιές.