Αίσχος Νίκο μου!

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Αίσχος Νίκο μου!

bet365

Το δημοσιογραφικό σινάφι ντύνεται στα μαύρα και θρηνεί για τον Ανδρέα Μπόμη και τον Νίκο Αντωνιάδη και ο Βασίλης Σκουντής νιώθει πως μαζί τους κηδεύουμε επίσης τα καλύτερα μας χρόνια και τις νύχτες που περνούν και δεν θα ξαναρθούν…

Πάνε, πέρασαν, έφυγαν σαράντα χρόνια από τότε που ο συχωρεμένος ο Λουκιανός Κηλαηδόνης έγραψε το τραγούδι «θερινά σινεμά» που –να πάρει η οργή- οι στίχοι του ταιριάζουν γάντι στην περίσταση…

Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια,

ώρα με την ώρα βιαστικά,

νιάτα που περνούν,

που δεν θα ξαναρθούν

κι εκείνο που βλέπω

να μένει τελικά,

είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι

μέσ’ τα θερινά τα σινεμά,

νύχτες που περνούν,

που δεν θα ξαναρθούν,

μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά…

Σε κάτι τέτοιες αυλές μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά μεγάλωσαν ο Ανδρέας Μπόμης στην Καστέλα του Πειραιά και ο Νίκος Αντωνιάδης στον Καραβά της Νίκαιας που έφυγαν με διαφορά ολίγων ωρών για το μεγάλο ταξίδι και κηδεύονται σήμερα την ίδια ώρα…

Ναι, το ξέρω πως είναι βαρετά κοινότυπο και κοινότυπα βαρετό, αλλά όντως η δημοσιογραφία έγινε πολύ φτωχότερη από το διπλό θανατικό που μας κτύπησε μέσα σε λίγες ώρες...

Έφυγε πρώτα ο σεβάσμιος δάσκαλος Ανδρέας Μπόμης στα 80 του και ύστερα ο Νίκος Αντωνιάδης που κάποτε ήταν ο μεγάλος αδερφός μου…

Ο Μπόμης υπήρξε ένας κολοσσός της ελληνικής δημοσιογραφίας την οποία κόσμησε μέχρι ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή.

Ήταν, λέει, συνταξιούχος.. .

Ε και; Στο σινάφι μας, η σύνταξη είναι μια πολύ σχετική έννοια…

Τον Μπόμη τον γνώρισα από κοντά τον χειμώνα του ’83 όταν λίγο προτού κλείσω τα είκοσι χρόνια μου στρατολογήθηκα στον «Ελεύθερο Τύπο» (του Αρη Βουδούρη) που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς με τη σφραγίδα και τις δυνατές υπογραφές μερικών Tιτάνων της ελληνικής δημοσιογραφίας που μόνο στη θέα τους, τα ‘κανα πάνω μου και δεν τολμούσα καν να μπω στο ίδιο ασανσέρ μαζί τους!

Τιτάνες, όπως ο Χρήστος Πασαλάρης, ο Γιάννης Βούλτεψης, ο Ανδρέας Μπόμης, ο Φίλιππος Συρίγος, ο Χρήστος Ράπτης, ο Γιώργος Γαβαλάς που όλοι όσοι έστεκαν για πολύ ή για λίγο καιρό στις επάλξεις του κτιρίου της εφημερίδας στους Τράχωνες.

Η φήμη ολονών τους προηγείτο της φυσικής παρουσίας τους!

Ο Μπόμης ήταν ένας αρχοντάνθρωπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος ακόμη και μέσα στην πίεση της καθημερινότητας και στις μυρωδιές του αντιμονίου! Τον θυμάμαι πάντοτε με λυμένη τη ριγέ γραβάτα, με τα άσπρα ή τα σιέλ πουκάμισα, με τα γυαλιά του χαμηλωμένα, με το στυλό στο αυτί και με όλα τα σέα του και τα μέα του.

Τον θυμάμαι αυστηρό ως διευθυντή σύνταξης, αλλά φιλικό, με αίσθηση του χιούμορ και με τη διάθεση πάντοτε να συμβουλέψει και όχι να μαλώσει ή να… μπινελικώσει τους γαβριάδες της δημοσιογραφίας που είχαν μαζευτεί γύρω του…

Δεν έμεινε πολύ στον «Ελεύθερο Τύπο», έφυγε μετά από έξι μήνες για να μετακομίσει στο Εθνος και από τότε, όποτε βλεπόμασταν, πάντοτε είχε να μου κάνει ένα σχόλιο…

Συνήθως μου έλεγε ότι μιλάω πολύ στις τηλεοπτικές μεταδόσεις και ώρες ώρες τον κουράζω!

Μου το έχουν πει κι άλλοι, όμως όταν το έλεγε ο Μπόμης το μέτραγα περισσότερο!

Στον Μπόμη χρωστάμε όλοι μας πολλά: το σινάφι μας, οι αθλητικοί συντάκτες του οφείλουμε ένα κομμάτι από το ευ ζην μας, διότι ήταν εκείνος, ο οποίος, όταν βρέθηκε στο πλάι του Χάρη Λυμπερόπουλου, συνέβαλε αποφασιστικά στην αναβάθμιση του αθλητικού ρεπορτάζ, που μέχρι τότε ήταν, τρόπον τινά, του πεταματού!

Οι αθλητικοί συντάκτες αποτελούσαν τους παρίες των εφημερίδων, οι διευθυντάδες τους είχαν για τα… μονόστηλα, αλλά αίφνης, στη δεκαετία του ’70, η «Απογευματινή» ανέτρεψε δραματικά το σκηνικό, αύξησε και εμπλούτισε τις σελίδες των αθλητικών, μόστραρε μια dream team στο ρόστερ της και άνοιξε νέους ορίζοντες.

Όταν ο Πασαλάρης και ο Μπόμης έφυγαν από την οδό Φειδίου και εμφανίστηκαν στον Αλιμο, το έργο έμελλε να είναι déjà vu: μια επηυξημένη και βελτιωμένη έκδοση στην κυριολεξία, καθότι αυτή τη φορά ο «Ελέυθερος Τύπος» δεν είχε απλώς πολλές αθλητικές σελίδες, αλλά για πρώτη φορά στα χρονικά, ένα καθημερινό δεκαεξασέλιδο ένθετο!

Ο Μπόμης άφησε μια ανεκτίμητη και ανεξίτηλη δημοσιογραφική και συγγραφική/εκδοτική παρακαταθήκη. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε διανοηθεί να εκδώσει αθλητικά αλμανάκ και ελόγου του το τόλμησε και το διέπραξε για κάμποσα χρόνια, αφήνοντας ένα πολύτιμο κληροδότημα σε όλους μας…

Εκείνη την εποχή (συμπεριλαμβανομένων και των έξι μηνών που έμεινε ο Μπόμης στους Τράχωνες) οδηγούσα ένα Zastava Yugo που μου αγόρασε ο πατέρας μου και δεν είχα πια ανάγκη τον Αντωνιάδη!

Το γράφω αυτό διότι μέχρι τότε χωρίς τον Νίκο, τον «Νίκο μου», όπως τον φώναζα, τραβώντας το γιώτα ώστε να επιτείνεται η αγαπησιάρικη προσφώνησης δεν έκανα ούτε βήμα. Ο λόγος; Για κάμποσα χρόνια ήταν ο …σοφέρ μου, μα περισσότεροι ο μεγάλος αδερφός μου και μάλιστα ο αδερφός που δεν είχα ποτέ!

Ο στρουμπουλούλης Νίκος υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα στη δημοσιογραφία, όταν το 1978 όντας μειράκιον ανέβηκα για πρώτη φορά στον τρίτο όροφο του επί της οδού Πειραιώς 9-11 κτιρίου, όπου στεγαζόταν το «Φως των Σπορ» και έπεσα πάνω του…

Με έστειλε πάνω του ο Νίκος Ρατσιάτος και όταν με ρώτησε «πού μένεις νεαρέ;» και του απάντησα «στον Κορυδαλλό» το πρόσωπο του φωτίσθηκε. Τότε ο Αντωνιάδης μαζί με τον Νίκο Γεωργιάδη είχαν την επιμέλεια της στήλης των Πειραικών και αναζητούσαν per mare per terram νεαρούς εκκολαπτόμενους δημοσιογράφους για να καλύπτουν τους κυριακάτικους αγώνες των τοπικών κατηγοριών.

«Λοιπόν, μιας και μένεις στα μέρη μας, θα πάς την Κυριακή στο γήπεδο της Προοδευτικής και θα καλύψεις τον αγώνα Σπίθα Νικαίας-Αετός Κορυδαλλού» μου είπε και μόνο που δεν πέταξα από τη χαρά μου.

Μολονότι έχουν περάσει ακριβώς σαράντα χρόνια, θυμάμαι όχι μόνο τις ομάδες που έπαιζαν, αλλά και το αποτέλεσμα: προς θλίψιν μου, ο πρώτος αγώνας που κάλυψα ως δημοσιογράφος έληξε 0-0!

Τότε ο Νίκος είχε ένα μοτοσακό, ένα μικρό Carelli, αλλά όταν πήρε εκείνο το μπεζ Citroen Visa, ποιος στη χάρη μου. Έφευγε από το σπίτι του περνούσε από το δικό μου και όποτε συνέπιπταν τα προγράμματα μας , πηγαινοερχόμασταν παρέα στο «Φως των Σπορ», στο «Εθνος» και αργότερα στον «Ελεύθερο Τύπο».

Μαζί δουλέψαμε στο «Φως», μαζί μετακομίσαμε στο άρτι εκδοθέν «Εθνος» το οποίο τότε στεγαζόταν στην οδό Μιχαλακοπούλου, μαζί φύγαμε από εκεί για να μεταγραφούμε στον «Ελεύθερο Τύπο», όπου τον βρήκα ως προϊστάμενο του αθλητικού τμήματος όταν ξαναγύρισα το 1995, ενώ δουλέψαμε για κάμποσα χρόνια μαζί και στην ΕΡΤ.

Ένας γλυκός, μειλίχιος και ευγενής άνθρωπος, αυτός ήταν ο Νίκος. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που όταν εκνευριζόμασταν κατεβάζαμε καντήλια και μπινελίκια, λες και βρισκόμασταν σε χαμαιτυπείο, ελόγου του τράβαγε μια ρουφηξιά από τα τσιγάρα Παλλάς που κάπνιζε, πετούσε πότε «ένα αίσχος» και πότε ένα «α να χαθείτε» και αυτό ήταν!

Ακόμη βάζω τα γέλια όποτε θυμάμαι μια από τις σπάνιες εκρήξεις του: ήταν το 1988, όταν γινόταν ο κακός χαμός με τον αποκλεισμό του Νίκου Κακλαμανάκη από την αποστολή που ταξίδεψε στη Σεούλ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η υπόθεση βρισκόταν καθημερινά στην επικαιρότητα, λόγω και της εμπλοκής της τότε Υπουργού και θείας του μετέπειτα δις Ολυμπιονίκη, Ρούλας Κακλαμανάκη…

«Αίσχος» ξέσπασε ένα βράδυ απηυδισμένος στο γραφείο. «Αίσχος και έλεος κύριε Χρήστο» επέμεινε απευθυνόμενος στον προϊστάμενο μας, Χρήστο Ράπτη. «Αίσχος και έλεος πια με τον βαρκάρη»!!!

Εκείνη την εποχή ο Νίκος ήταν χοντρούλης, αλλά στα νιάτα του δεν είχε καμιά σχέση με αυτή την μεταγενέστερη εικόνα: μικρός το δέμας, αδύνατος, ταχύτατος είτε ως πρωταθλητής παίδων στα 100 μέτρα με τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, είτε ως εξτρέμ στην ποδοσφαιρική ομάδα του Καραβά.

Α, ναι, να μην το ξεχάσω, διότι οι λεγάμενοι είναι ούτως ή άλλως λιγοστοί και ο Νίκος θα τους λείψει στην επόμενη απογραφή: ο Αντωνιάδης εξ απαλών ονύχων ήταν φίλαθλος του Εθνικού Πειραιώς!

Λάτρης του στίβου και της γυμναστικής, διέπρεψε στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των μεγάλων διοργανώσεων και η τύχη τον αξίωσε να περιγράψει δυο από τις κορυφαίες στιγμές στα χρονικά του ελληνικού αθλητισμού: τα χρυσά μετάλλια της Βούλας Πατουλίδου το 1992 στη Βαρκελώνη μαζί με τον Γιάννη Θεοδωρακόπουλο και του Κώστα Κεντέρη το 2000 στο Σίδνεϊ.

Η Βούλα δεν ξέχασε τον Αντωνιάδη, δεν θα μπορούσε να ρίξει στη λήθη αυτή τη μαγική στιγμή της 6ης Αυγούστου του 1992, εξ ου και συγκινητικό σχόλιο που δημοσίευσε χθες στο Facebook…

«Φίλε Νίκο Αντωνιάδη, έφυγες από την ζωή, αλλά η φωνή σου, που έκανε τους Έλληνες να ανατριχιάζουν, θα μείνει για πάντα. Περιέγραψες τόσο συγκλονιστικά όλη την τρέλα που κουβαλούσα τόσο καιρό ερμητικά κλεισμένη στη ψυχή μου, την αγωνία για το χρυσό μετάλλιο που κράτησε μόλις 12 δευτερόλεπτα και 64 εκατοστά. Δε σε άκουγα εκείνη τη στιγμή. Σε άκουσα μετά, σε ακούω κάθε μέρα εδώ και 26 χρόνια. Σε άκουσα συγκινημένη περιγράφοντας τον αγώνα του Κώστα Κεντέρη.Α γαπημένε φίλε, καλό σου ταξίδι και σε ευχαριστώ! Το βίντεο που μου αφιέρωσε το 5ο Γυμνάσιο Ευόσμου, στο αφιερώνω με τη σειρά μου. Για σένα Νίκο»…

Εφυγαν μες διαφορά ολίγων ωρών λοιπόν ο Ανδρέας Μπόμης και ο Νίκος Αντωνιάδης κι όλοι όσοι ανήκουμε στη γενιά των πενηντάρηδων και βάλε αισθανόμαστε την ανάγκη να ψιθυρίσουμε μέσα στην περιρρέουσα πένθιμη ατμόσφαιρα τους στίχους του Λουκιανού…

«Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια, ώρα με την ώρα βιαστικά, νιάτα που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά»…

ΥΓ: Η επιμνημόσυνη δέηση για τον Ανδρέα Μπόμη θα πραγματοποιηθεί σήμερα στις 15:00 στη Ζωοδόχο Πηγή Μελισσίων και θα ακολουθήσει η κηδεία στο νεκροταφείο των Μελισσίων. Η νεκρώσιμη ακολουθία για τον Νίκο Αντωνιάδη θα ψαλεί στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστού στην Παλιά Κοκκινιά, ενώ η ταφή θα πραγματοποιηθεί στο νεκροταφείο Παλαιού Φαλήρου.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3