Αθάνατος πριν πεθάνει

Αθάνατος πριν πεθάνει

Αθάνατος πριν πεθάνει

bet365

Ο Γιάννης Ντεντόπουλος φωτίζει το φαινόμενο «Παύλος Γιαννακόπουλος» και με δεδομένο ότι «ήταν όλοι τους παιδιά του» εξηγεί τον λόγο που η απώλειά του, από τη μία προκάλεσε ανείπωτη θλίψη, αλλά από την άλλη εξελίχθηκε και σε ένα έξτρα κίνητρο για την δεύτερη νίκη επί του Ολυμπιακού στους τελικούς.

Το 1960, τότε που το τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά, Ζαν Λικ Γκοντάρ, έδινε τα διαπιστευτήριά του και το πρώτο δείγμα του πλούσιου ταλέντου του με την ασπρόμαυρη ταινία «Με κομμένη την ανάσα», ο Παύλος Γιαννακόπουλος ήταν απλά ένας πιστός οπαδός του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού και ένας εκκολαπτόμενος επιχειρηματίας, ο οποίος, μαζί με τα αδέλφια του, τον Θανάση και τον Κώστα είχαν μετατρέψει σε όνειρο ζωής να αναστήσουν και να μεγαλώσουν την οικογενειακή επιχείρηση που τους μεγάλωσε. Ήταν μια αποθήκη φαρμακευτικών που είχε ιδρύσει ο πατέρας τους, Δημήτρης και στεγαζόταν στη Σατωβριάνδου και που τότε λεγόταν ακόμη «ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ»(Φάρμακα Γιαννακόπουλου). Ήταν ο προπομπός της «ΒΙΑΝΕΞ» που εξελίχθηκε σε κολοσσό στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας

Τί σχέση μπορεί να έχει η συγκεκριμένη ταινία του Γκοντάρ με τον βίο και την πολιτεία του εκλιπόντος ηγέτη του μπασκετικού Παναθηναϊκού; Θα την αναζητήσουμε στην περίφημη απάντηση που είχε δώσει ο ήρωας της ιστορίας, Μισέλ Πουακάρ (Ζαν Πολ Μπελμοντό) στην Αμερικανίδα ερωμένη του Πατρίτσια (Τζιν Σίμπεργκ) όταν κάποια στιγμή εκείνη τον ρώτησε: «αλήθεια, ποια είναι η φιλοδοξία σου στη ζωή;».

«Να γίνω αθάνατος πριν πεθάνω» της αποκρίθηκε.

Από όποιο πρίσμα κι αν το εξετάσει κανείς ο Παύλος Γιαννακόπουλος πολύ καιρό πριν αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, είχε εξασφαλίσει αυτό το προνόμιο. Τόσο ως εξέχον στέλεχος της ελληνικής επιχειρηματικότητας αλλά κυρίως ως ο αθλητικός παράγοντας που οραματίστηκε και δημιούργησε, μια ομάδα που επί των ημερών του κυριάρχησε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Υπό μία άλλη έννοια ο Παύλος Γιαννακόπουλος ήταν το καλύτερο δώρο που έχει κάνει το ποδόσφαιρο προς το μπάσκετ, αν θυμηθούμε ότι αποφάσισε να στραφεί προς τον Ερασιτέχνη και να αφοσιωθεί ειδικά στο μπάσκετ, όταν δεν κατάφερε να αποκτήσει το πλειοψηφικό πακέτο της ΠΑΕ, το οποίο τελικά περιήλθε στα χέρια της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Παρά την οικονομική και την κοινωνική δύναμη που απέκτησε, παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος, που δεν ήθελε να κυκλοφορεί με σωματοφύλακες και που σε κάθε ευκαιρία έδειχνε πόσο νοιαζόταν για τον συνάνθρωπο. Από την στιγμή που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, άρχισαν να βλέπουν την δημοσιότητα πολλά περιστατικά στα οποία είχε προσφέρει ηθική και οικονομική συμπαράσταση, χωρίς να επιδιώξει προβολή.

Η αγαπημένη του συμβουλή, ειδικά προς εμάς τους δημοσιογράφους, τους οποίους συχνά καλούσε από μόνος του για να σιγουρευτεί ότι μια είδηση θα μεταφερθεί σωστά ήταν μία : «Παιδί μου-παιδί μου, τη μάνα σου να προσέχεις. Είναι ο μόνος άνθρωπος που θα είναι πάντα στήριγμα και θα πονάει για σένα». Και παρότι συνεχώς διακήρυττε ότι «αν πέσεις από τον 20 όροφο ενός ουρανοξύστη έχεις πιθανότητα να σωθείς, αν παντρευτείς, δεν έχεις καμία», την κυρία Δέσποινα, την πιστή και αφοσιωμένη σύζυγό του την είχε κορώνα στο κεφάλι του. Όταν σταμάταγε την πλάκα, άλλαζε το τροπάριο: «Μη με ακούς, αστειεύομαι. Να παντρευτείς, να κάνεις, οικογένεια γιατί δεν υπάρχει πιο ιερό πράγμα στον κόσμο από την οικογένεια». Αυτό ήταν το μυστικό του τόσο στην εταιρία του, όσο και στον Παναθηναϊκό: δεν τους αποκαλούσε απλώς, τους ένιωθε όλους παιδιά του, μέλη της οικογένειάς του με την ευρύτερη έννοια.

Δεν χρειάζεται να σταθώ στις στιγμές δόξας που έζησε με το «τριφύλλι» όταν πια το έφτασε στο σημείο να κατακτά τον έναν τίτλο μετά τον άλλο και να καθιερώνεται ως η πιο πετυχημένη ομάδα του Ευρωπαϊκού μπάσκετ της τελευταίας 25ετίας και το σύνθημα «Παύλο Θεέ, πάρε την ΠΑΕ» δονούσε την ατμόσφαιρα κάθε φορά που ο κόσμος αναζητούσε στην ομάδα της καλαθοσφαίρισης το φρόνημα και την υπερηφάνεια που δεν έπαιρνε από το ποδοσφαιρικό τμήμα.

Είχε λεφτά και δεν τα λογάριαζε όταν πίστευε ότι η κίνηση που ήταν έτοιμος να κάνει, θα την βοηθήσει να γίνει ισχυρότερη. Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’10, μάζεψε ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, την Ευρώπη, ενώ δεν δίστασε να προχωρήσει στην απόκτηση μεγάλων ονομάτων από το ΝΒΑ, απασφαλίζοντας πρώτα την βόμβα Ντομινίκ Ουίλκινς και αργότερα του Μπάϊρον Σκοτ. Ο χάρος πρόλαβε τον Ντράζεν Πέτροβιτς, τότε που όλοι θωρούσαν δεδομένο ότι ήταν έτοιμος να έρθει στην Αθήνα και να υπογράψει στον Παναθηναϊκό. Παράλληλα, να προσλάβει κορυφαίους προπονητές μέχρι να έρθει η ώρα να «δέσει» για 13 ολόκληρα χρόνια τον άρχοντα των δαχτυλιδιών, Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, με τον οποίο έφτασαν στο σημείο να συνεννοούνται με τα μάτια.

Είναι χαρακτηριστικό, πως όταν ακόμη δεν είχαν αρχίσει να έρχονται οι επιτυχίες και βρισκόταν στο περίφημο στάδιο που ένας πρόεδρος έπρεπε «να πληρώσει για να μάθει», πολλοί τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν αν λυπάται που ξοδεύει τόσα εκατομμύρια, χωρίς αντίκρισμα(;): «Καλέ μου φίλε, ούτε χαρτιά παίζω, ούτε στον ιππόδρομο πάω, ούτε έχω λόξα με τα ακριβά αυτοκίνητα. Το δικό μου μεράκι είναι ο Παναθηναϊκός».

«Μη στενοχωριέσαι βρε. Να δεις ότι εγώ θα την βρω την άκρη. Θα την φτιάξω την ομάδα και θα την κάνω μεγάλη» καθησύχασε τον 20χρονο τότε γιο του και διάδοχό του και στην εταιρία αλλά και στον Παναθηναϊκό, Δημήτρη , σε ένα τετ-α-τετ που είχαν στην αίθουσα υποδοχής που διατηρούσαν οι «πράσινοι» στο ισόγειο του Hilton του Τελ Αβιβ, την επομένη του αποκλεισμού από τον Ολυμπιακό στην πρώτη κοινή παρουσία των «αιωνίων» σε final 4, το 1994. Μάλιστα του είχε ζητήσει να κλειδώσει για λίγο την πόρτα και να μείνουν οι δυο τους γιατί ένιωθε ένα τσίμπημα στην καρδιά και δεν ήθελε να τον δει κανείς πίνει ένα χάπι, που του είχε συστήσει ο καρδιολόγος, μετά την περιπέτεια που είχε περάσει και τον είχε υποχρεώσει να νοσηλευτεί σε κλινική, μερικά χρόνια πιο πριν.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, το μεγαλύτερό του διοικητικό προτέρημα, αλλά και παράσημο συνάμα, πιο σημαντικό ακόμη κι από τους τίτλους που πανηγύρισε, ήταν η υπομονή που έκανε και η επιμονή που επέδειξε, εκείνα τα χρόνια που ο Ολυμπιακός του Κόκκαλη και του Ιωαννίδη είχε το πάνω χέρι μέσα κι έξω από το γήπεδο. Δεν παραδόθηκε, δεν τα παράτησε, δεν απογοητεύτηκε. Τήρησε με το παραπάνω την υπόσχεση που είχε δώσει στο γιο του εκείνο το στενόχωρο απόγευμα στο Τελ Αβιβ. Την βρήκε την άκρη. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που έγινε αντικείμενο λατρείας. Που δεν χρειαζόταν το επίθετο για να καταλάβει κανείς σε ποιον αναφέρεσαι. Ένας ήταν ο Παύλος.

Όσα και να γράψει κανείς από εδώ και πέρα, ίσως και να περιττεύουν. Άλλωστε αρκούσε ένα σερφάρισμα στο Intentet, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, για να αντιληφθεί ακόμη και ο ποιο αδαής ότι έφυγε μια σπουδαία προσωπικότητα, που με την διαδρομή της κατάφερε να κερδίσει την καθολική αναγνώριση και εκτίμηση. Είναι σπάνιο να διαβάζεις τόσα λόγια θλίψης, όχι μόνο από φίλους του Παναθηναϊκού, ή από ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του και όσο να ‘ναι είχαν σχέση εξάρτησης ή συναλλαγής σε συναισθηματικό, ή οικονομικό επίπεδο. Δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να θυμηθεί άλλο τέτοιο παράδειγμα, δηλαδή να μίλησαν τόσο θερμά και τόσο αυθόρμητα οι αντίπαλοί του, αναγνωρίζοντας ότι η παρουσία του έπαιξε καταλυτικό ρόλο όχι μόνο στο σύλλογο που υπηρετούσε, αλλά και σε ολόκληρο το οικοδόμημα του ελληνικού μπάσκετ και κατ’ επέκταση του ελληνικού αθλητισμού. Δεν μπορεί να μην είχε αδυναμίες, να μην έκανε λάθη, να μην αδίκησε ποτέ κανέναν, να ήταν άγιος, ειδικά όταν μιλάμε για έναν παράγοντα της αθλητικής και της επιχειρηματικής ζωής. Ξεχωριστός όμως ήταν σίγουρα.

Το κατευόδιο της αγαπημένης του ομάδας, που κλήθηκε να παίξει τον τρίτο τελικό μπροστά στην φωτογραφία του, ήταν τέτοιο που θα τον έκανε να σκάσει ένα χαμόγελο. Μπορεί η ατμόσφαιρα να ήταν αλλόκοτη, αλλά τελικά φάνηκε ότι τα κακά μαντάτα που από το πρωί είχαν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και είχαν επισκιάσει το παιχνίδι, αυτό καθ’ εαυτό, λειτούργησαν ως έξτρα κίνητρο και για τους παίκτες και για τον κόσμο. Ίσως πάλι το γεγονός ότι ο Παύλος Γιαννακόπουλος είχε φροντίσει να τους προετοιμάσει όλους για το οριστικό «αντίο», τόσο με την αποχώρησή του από την ενεργό διοίκηση (2012), όσο και με τις μετρημένες στα δάχτυλα δημόσιες εμφανίσεις που έκανε τα τελευταία χρόνια, να συνετέλεσε ώστε η απώλειά του να προκάλεσε μεν ανείπωτο πόνο και θλίψη, αλλά όχι και σοκ. Ως καλός πατέρας, είχε προετοιμάσει τα «παιδιά του-παιδιά του» ότι σιγά-σιγά πλησίαζε η ώρα να πάει κι αυτός να ξεκουραστεί.

Σε αγωνιστικό επίπεδο, η νίκη ήταν άνετη, με «όπλο» την δεδομένη υπεροχή σε αθλητικότητα, η οποία αποτυπώθηκε στην ταχύτητα, την σκληρότητα και την αντοχή. Μέσα από το συγκεκριμένο αβαντάζ προήλθαν οι καλές άμυνες, οι οποίες άνοιξαν το γήπεδο και σε συνδυασμό με τα μόλις 5 λάθη, έδωσαν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Αν δεν ήταν οι 15 χαμένες ελεύθερες βολές, η διαφορά θα είχε εκτοξευθεί πολύ νωρίτερα. Ο Παναθηναϊκός κέρδισε επίσης κατά κράτος τη μάχη των γκαρντ, εκεί όπου στη νέα παράσταση του Καλάθη προστέθηκε η έκρηξη του πρώτου ημιχρόνου από τον Κει Σι Ρίβερς και το εντυπωσιακό φινάλε του Μάικ Τζέιμς. Την ίδια ώρα οι απέναντι περιφερειακοί έμοιαζαν στατικοί, χωρίς ιδέες και ως εκ τούτου προβλέψιμοι. Με την γρήγορη απάντηση στο αρχικό break, με το 2-1 υπέρ τους, με ζωντανό πλέον το πλεονέκτημα έδρας αλλά κυρίως με την υπεροχή στη συγκριτική εικόνα που βγάζουν πια στο παρκέ, οι «πράσινοι» αποκατέστησαν τις αρχικές εκτιμήσεις: το φαβορί για τον φετινό τίτλο φοράει πράσινα. Αν έλειπε το διάστρεμμα του Γκιστ….

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Γιάννης Ντεντόπουλος
Γιάννης Ντεντόπουλος