Διακοπές εδώ και ...τότε!

Miltos+
Διακοπές εδώ και ...τότε!

bet365

Πρώτη Τρίτη του Αυγούστου και η ρετρό ιστορία που ακολουθεί θα μας πάει σε έναν παλιό Αύγουστο, στα τέλη των έιτις και στη γνωστή πια παλιοπαρέα που ετοιμαζόταν για ...διακοπές.

Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω τι διακόψαμε για να πάμε διακοπές. Ο μοναδικός που δούλευε, ο Δεμπασκαλάς, ήταν ο μοναδικός που είχε κάτι να διακόψει για να πάει διακοπές, αλλά δεν το διέκοψε και μάλιστα μας έκοψε με τον καθιερωμένο του τρόπο όταν ο Φώτης του πρότεινε να έρθει μαζί μας: «Δεν πας καλά».

Κι έμεινε να δουλέψει και εκείνο τον Αύγουστο στον καφενέ του Μπάφα...

Οι υπόλοιποι μόλις είχαμε αποφοιτήσει από το λύκειο και είχαμε δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις, ωστόσο περιμέναμε τα αποτελέσματα με λιγότερη αγωνία από όση περιμέναμε τις πρώτες μας διακοπές.

Ο Πατούσας, ο οποίος μόλις είχε αγοράσει -κατόπιν συμφωνίας που είχε κάνει με τον πατέρα του για να πάρει το ρημάδι το απολυτήριο- την αναθεματισμένη τη ντοματοτοσικλέτα που τον ταξίδεψε μακριά μας, μας ξεκαθάρισε πως «εγώ θα πάω Λευκάδα με τη μηχανή». Ο Φώτης, όμως, είχε άλλη άποψη: «Τι να κάνεις, ρε καημένε, στη Λευκάδα; Να κοιμάσαι με τις κότες; Μύκονο θα πάμε. Είπα», είπε δανειζόμενος την κατάληξη από τις καθιερωμένες δηλώσεις του Μαστρομανέλου.

Η λέξη «Μύκονος» ήταν -και- τότε από μόνη της μια πρόκληση. Ένα φανταστικό πακετάκι που όποιος το άνοιγε, θα τα έβρισκε όλα μέσα: γκόμενες, ποτά, ξενύχτια. Ψήθηκα. Κι άφησα τον Πατούσα να πάει μοναχός στη Λευκάδα, στο πρώτο και τελευταίο ταξίδι που θα μπορούσαμε να πάμε μαζί.

Την τελευταία στιγμή, στο Κτελ που θα μας κατέβαζε στον Πειραιά, πήδηξε μέσα και ο Πέτρος ο Αρμένης, που παλιά τον λέγανε Κεβόρκ κι εμείς τον φωνάζαμε «ο Γιάννης ο Μορφονιός». Εγώ χάρηκα που τον είδα, γιατί ο μαντράχαλος ο Πέτρος ήταν μια ασφάλεια. Ο Φώτης δεν χάρηκε που τον είδε, γιατί «θα βλέπουν τη μυτόγκα του οι γκόμενες και θα μας περνάνε κι εμάς για άσχημους»!

Τελικά ο Πέτρος είχε μεγάλο σουξέ στη Μύκονο. Ο Φώτης μικρότερο. Εγώ δεν είχα κανένα σουξέ, ίσως γιατί πέρναγα τη φάση που μου άρεσαν τα παλιά του Τουρνά.

Εδώ που τα λέμε, δεν προλάβαινα κιόλας να ασχοληθώ με το γυναικείο φύλο, επειδή είχα άλλο, διπλό ρόλο: του διαιτητή ανάμεσα στον Πέτρο και τον Φώτη που τσακώνονταν συνέχεια ακόμα και για τις ψάθες (τότε οι οργανωμένες πλαζ με ομπρέλες και ξαπλώστρες ήταν ελάχιστες), αλλά και του «διαχειριστή κρίσεων» των δυο τους, που έμπλεξαν για τα καλά.

Μαζί μας είχαμε δύο ψάθες. Τη δικιά μου και του Πέτρου. «Ρε σεις, αφήστε κάτω την ψάθα μου», έλεγε ο Φώτης, που δεν είχε φέρει ψάθα, σαπούνι, ξυραφάκια, αφρό, πετσέτες, ο Φώτης που δεν είχε φέρει τίποτα άλλο πέρα από τρία σώβρακα και μισό βαλιτσάκι προφυλακτικά κι όμως ισχυριζόταν πως είχε την ψάθα του, την πετσέτα του και όλες τις απαιτήσεις του: «Καλά, ρε, πού το καταχωνιάσατε πάλι το ξυραφάκι μου; Μορφονιέ, δεν πιστεύω να το χρησιμοποίησες».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να προλάβω να ξεδιπλώσω τα 187 εκατοστά μου μπροστά στα 175 του Φώτη, ώστε να μην καταφέρουν να πέσουν πάνω του τα 199 του Πέτρου.

Ήμουν γρήγορος...

Ο Φώτης γύρισε πίσω αρτιμελής, αλλά κι αυτός κι εγώ κι ο Πέτρος γυρίσαμε πριν την ώρα μας. Για μια βδομάδα είχαμε κλείσει το τρίκλινο (ένα πλυσταριό που έκαιγε ο τόπος και που κάποιος παμπόνηρος, θηριώδης Μυκονιάτης είχε βαφτίσει «δωμάτιο»), την 5η μέρα το μεσημέρι ήμασταν στον καφενέ του Μπάφα κι ακούγαμε την καζούρα του Δεμπασκαλά για την πρόωρη επιστροφή μας.

Τι είχε συμβεί; Το μεγάλο σουξέ του Πέτρου και το μικρό του Φώτη, μας είχαν βάλει σε μπελάδες. Ο Φώτης, αντί σε ολόκληρο νησί να βρει μια τουρίστρια να βγάλει τα μάτια του, πήγε και τα έψησε με την κόρη του Μυκονιάτη ιδιοκτήτη του πλυσταριού που μας είχε νοικιάσει για δωμάτιο.

Μέχρι και αρραβώνα της πρότεινε της κοπέλας (ναι, δεν έδωσα και καμιά είδηση), αλλά δυστυχώς όταν τη στρίμωξε στο πλυσταριό - δωμάτιο, την πήρε χαμπάρι η μάνα της και τους έπιασε στο μη παρέκει. «Αν το πει στον πατέρα μου, θα σε σκοτώσει», του είπε και λίγα λεπτά αργότερα, ενώ ήδη καταστρώναμε σχέδιο απόδρασης, μπήκε στο δωμάτιο ο Πέτρος κυνηγημένος από το δικό του ...σουξέ. Από άγνοια κι όχι από χούι, είχε γίνει θαμώνας στο μπαρ του Πιέρο. Κι έκανε φίλους. Οι οποίοι τις πρώτες μέρες τον κέρναγαν αβέρτα κουβέρτα, με σκοπό ακριβώς αυτό το τελευταίο: την κουβέρτα.

Να τον κρεβατώσουν...

Αλλά ο Πέτρος δεν έβαζε με το νου του. «Αφήστε με, είναι φίλοι», έλεγε ο Πέτρος, «άφησέ τον να μας αφήσει ήσυχους και να του κάνουν το γκρόβερ ίσα με την καρβέλα του κυρ-Λάζαρου του φούρναρη», έλεγε ο Φώτης, «αφήστε με ήσυχο», ήθελα να πω εγώ.

Αλλά δεν είπα...

Δεν πρόλαβα. Ο Μυκονιάτης βρισκόταν μια ενημέρωση πριν το φόνο του Φώτη (κι αν με πέρναγε για τον Φώτη;), ενώ τον Πέτρο τον ψάχνανε, είτε για να τον χαϊδέψουν είτε για να πληρώσει τα «κερασμένα» των προηγούμενων ημερών, επειδή όταν κατάλαβε πού πήγαινε η δουλειά, έφυγε τρέχοντας από του Πιέρο και στόλισε τους «φίλους» του με λέξεις που δεν γίνεται να γραφτούν στο σάιτ.

«Με κυνηγάνε», είπε όταν μπήκε στο πλυσταριό, «κι εμένα θα με κυνηγάνε σε λίγο», συμπλήρωσε ο Φώτης στη μοναδική φορά που συμφώνησαν σε κάτι, οπότε τι μας έμενε; Να φύγουμε σαν κυνηγημένοι. Ή, μάλλον, πιο σωστά, να φύγουμε κυνηγημένοι, χωρίς το σαν...

Όταν διηγηθήκαμε στον Δεμπασκαλά τις περιπέτειές μας, αφήνοντας προσωρινά τα μπαγκάζια μέσα στον καφενέ του Μπάφα, περίμενα να πει «δεν πάτε καλά» στον Φώτη και τον Πέτρο κι εμένα να με αφήσει ήσυχο. Είτε επειδή τον πληθυντικό της αγαπημένης του έκφρασης δεν το συμπαθούσε (σπάνια έλεγε «δεν πάτε καλά»), είτε επειδή είχε κάτι άλλο στο νου του, με κοίταξε και μου είπε: «Δεν πας καλά»!

«Εγώ;», διαμαρτυρήθηκα και ακολούθησε μία από τις σπάνιες προτάσεις του με περισσότερες από τρεις λέξεις κολλημένες: «Ρε συ, εγώ μ΄ αυτούς τους δύο δεν θα έστελνα ταξίδι ούτε διαβασμένη εφημερίδα».

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δίκιο είχε...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνες, τις πρώτες και τελευταίες μου διακοπές στη Μύκονο, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...

 

Τελευταία Νέα