Έχετε μεθύσει ποτέ με πεπόνι;

Gazzetta team
Έχετε μεθύσει ποτέ με πεπόνι;

bet365

Ακόμα μία Τρίτη, ακόμα μία ρετρό ιστορία, για μια χυλόπιτα, πολλά σφηνάκια και κάποιους που έπιναν για να ξεχάσουν πριν ξεχάσουν γιατί έπιναν...

Εκείνο το απόγευμα ξεκίνησε στραβά. Τόσο στραβά που οι επιπτώσεις του κράτησαν σχεδόν τρία καλοκαίρια! Ο Πατούσας είχε έρθει σπίτι μου να τον παρηγορήσω, επειδή η Γίτσα του Μπαλαντάη (έτσι φωνάζανε το γέρο της επειδή ήταν μεγάλη μπέκρα) του είχε πει να τα χαλάσουν...

Δεν τα είχαν φτιάξει ποτέ...

«Μα να μου πει να τα χαλάσουμε ακόμα δεν τα φτιάξαμε;» μυξόκλαιγε ο Πατούσας, που πάντως είχε το γνώθει σαυτόν.

Δεν τα είχαν φτιάξει...

«Πάμε να πιούμε για να ξεχάσουμε», μου είπε κάποια στιγμή. Εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω κάτι, πάντως, παρότι τελικά ξέχασα τα περισσότερα.

Μέρα ήταν ακόμα, ωστόσο τότε τα μπαράκια ανοίγανε νωρίς. Όμως, τα ψιλά μας δεν βγαίνανε για να πάμε να τα πιούμε στα«μοβ», το μπαρ του Αμερικάνου. Το πολύ πολύ να παραγγέλναμε ενάμισο φρουίτ παντς χωρίς αλκοόλ. Αν είχαμε λεφτά για αλκοόλ, έστω και για ένα ποτό, με τα ουίσκια από γεώτρηση που σέρβιρε από το υπόγειο ο Αμερικάνος, μια χαρά θα ξεχνούσαμε, αλλά ούτε τόσα λεφτά είχαμε ούτε τέτοιο ρίσκο μπορούσαμε να πάρουμε.

Οπότε, ακολουθήσαμε την πεπατημένη. Πήγαμε στον καφενέ του Μπάφα, για να μας βοηθήσει να ξεχάσουμε ο φίλος μας ο Δεμπασκαλάς, με κερασμένα από κείνον τα ποτά και από εμάς το «μετά» (που έλεγε κι η Μαριάνθη Κεφάλα), αν υπήρχε κι άλλη βόλτα μετά το σχόλασμά του.

Δεν υπήρξε...

Ο Δεμπασκαλάς, περιέργως, είχε κέφια. Υπήρχαν στιγμές που κόλλαγε περισσότερες από τρεις λέξεις σε μια φράση και σ’ αυτές δεν υπήρχαν οι συνηθισμένες «δεν πας καλά». Παρ’ όλα αυτά, δικαιολόγησε το παρατσούκλι του όταν ο Πατούσας τού είπε πως «ήρθαμε να πιούμε για να ξεχάσουμε, γιατί μου έριξε χυλόπιτα η Γίτσα του Μπαλαντάη».

«Δεν πας καλά»!

Και μετά: «Είστε τυχεροί. Έφερε ο καβατζής στον Μπάφα κάτι καινούργια ποτά για δοκιμή. Τζάμπα του τα ’δωσε και είπε να τα δοκιμάσουμε εμείς πρώτοι»!

Και πειραματόζωα...

Τα ποτά ήταν τα περίφημα «σναπς», που για κάμποσα χρόνια έκαναν θραύση ως «σφηνάκια» στα μπαρ της ελληνικής επικράτειας, στα τέλη των έιτις και τις αρχές νάιντις. Ο Δεμπασκαλάς είχε παγώσει μια μπουκάλα από δαύτα, με γεύση πεπόνι, στο ψυγείο των παγωτών. Αρχίσαμε να πίνουμε. Ο Πατούσας για να ξεχάσει τη Γίτσα, εγώ μάλλον για να ξεχάσω, μεταξύ άλλων, τον Πατούσα που έπινε για να ξεχάσει τη Γίτσα.

Μια χαρά τα καταφέραμε και οι δυο μας!

Αλοιφή για τους κάλους γίναμε. Και μετά πιαστήκαμε αγκαζέ μπας και καταφέρουμε από τον καφενέ να φτάσουμε στα σπίτια μας, τα οποία είχαμε ξεχάσει ήδη πού είναι, μαζί με τη Γίτσα του Μπαλαντάη και τους λόγους τους δικούς μου, που δεν είχα. Αμ δε που θα φτάναμε...

Εκατό μέτρα ήταν από τον καφενέ το γκαράζι του Μαστρομανέλου, διακόσα κάναμε με τα πέρα-δώθε. Μέρα φύγαμε, νύχτα φτάσαμε. Όρθιοι, γονατιστοί, στα τέσσερα, σούρνωντας σαν τα φίδια, κάτσαμε κάτω από το γκαράζι κι αρχίσαμε να ξερνάμε εκεί μπροστά σαν τα γατιά. Δεν ξέρω ποιος άρχισε πρώτος, αλλά ο άλλος τον ζήλεψε. Συναυλία κάναμε, μέχρι που εμφανίστηκε ο Πέτρος της Κουφής, που έπινε τσίπουρα με τον Μαστρομανέλο στη βεράντα του σπιτιού του πάνω από το γκαράζι. «Σύρε, ρε Πέτρο, να τα πας σπίτια τους τα χαμένα με το αγροτικό, γιατί εγώ δεν βρίσκω τα κλειδιά», είπε ο Μαστρομανέλος από τη βεράντα. Μάλλον κι αυτός δεν ήβλεπε να βρει τα κλειδιά του μετά τα τσίπουρα...

Ο Πέτρος της Κουφής πρέπει να ήταν κι αυτός «γκολ», αλλά τα δικά του γκολ δεν μετράγανε, λες και κάποιος αόρατος επόπτης τα σφύραγε οφσάιντ. «Πώς γίνατε έτσι, ρε; Και γιατί βρομάτε πεπόνι; Πεπόνια τρώγατε, ρε χαϊβάνια, και μεθύσατε;», είπε κι έσκουξε ένα γέλιο που πρέπει να ξενέρωσε τον Πατούσα, γιατί αυτός κάτι βρήκε και του απάντησε.

Εγώ ξέρναγα από το παράθυρο του αγροτικού...

Όταν με πάρκαρε ο Πέτρος στο σπίτι, η μάνα μου πρέπει να είπε «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν...) και «όταν θα γίνεις εσύ άνθρωπος, θα έχουν φυτρώσει στην κοιλιά μου κυπαρίσσια» (δεν φύτρωσαν...), αλλά εγώ δεν θυμάμαι αν τα είπε γιατί είχα πιει για να ξεχάσω. Την άλλη μέρα το απόγευμα πάντως που ξύπνησα, τη θυμάμαι να λέει «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν...) και «όταν θα γίνεις εσύ άνθρωπος, θα έχουν φυτρώσει στην κοιλιά μου κυπαρίσσια» (δεν φύτρωσαν...)!

Θα ήθελα κι αυτά να μπορούσα να τα ξεχάσω, όπως και το πεπόνι που εμφάνισε εκείνη την ώρα μπροστά μου ο πατέρας μου, για «να βάλεις κάτι στο στόμα σου, νηστικός είσαι από χτες το μεσημέρι». Σφαίρα πήγα στον καμπινέ, για να ξαναβγάλω ό,τι είχε περισσέψει μέσα στην κοιλιά μου πέρα από τα άντερά μου. Τρία χρόνια έκανα να ξαναφάω πεπόνι, παρότι ήταν το αγαπημένο μου φρούτο. Έπινα για να ξεχάσω δεν ξέρω τι και ξέχασα πώς είναι το πεπόνι...

Τη νέα πόστα που μου ’βαλε η μάνα μου, πάντως, όταν αργότερα εμφανίστηκε ο Μαστρομανέλος για να πει ότι τον ανησύχησα το προηγούμενο βράδυ, δεν θα την ξεχάσω. «Δεν θα γίνει άνθρωπος αυτός, Μαστρομανέλο. Στη Σωτήρα θα με στείλει, άρρωστη γυναίκα» (δεν την έστειλα, δεν ήταν...). «Τι να πεις, Δάφνω; Άμα πίνουν, δεν ξέρουν πού πάνε και τι κάνουν...»

Εκείνος ήξερε...

Παρότι είχε κάνει χειρότερα από τα δικά μου ξερατά έξω από ξένο γκαράζι. Μια φορά, που είχε πιει μια λίμνη κρασί στον καφενέ του Μπάφα, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και πήρε τον ανήφορο κατά το σπίτι του, πάνω από το συνεργείο. Είχε φτιάξει εκεί δυο διαμερίσματα, στο ένα έμενε αυτός και το άλλο το νοίκιαζε. Δεν είχε κλειδιά πάνω του και... προσπάθησε να χτυπήσει το κουδούνι για να του ανοίξει η Πολυξένη, η γυναίκα του. Το ένα κουδούνι έγραφε «Μπάλας» και το άλλο «Τζέτζας». Πάτησε το «Τζέτζας».

Ο Μαστρομανέλος λεγόταν Μπάλας...

Ο Τζέτζας βγήκε στραβοξυπνημένος στις δύο πριν το χάραμα στο μπαλκόνι, να δει ποιος χτυπάει τέτοια ώρα. Είδε τον σπιτονοικοκύρη του, αλλά εκείνος δεν τον ήβλεπε από το πιόμα. «Τι βαράς τέτοια ώρα;» ρώτησε ο Τζέτζας κι ο Μαστρομανέλος έγινε άγριο θηρίο. «Ποιος είσαι εσύ, ρε, που θα μου πεις εμένα τι ώρα θα γυρίσω; Και τι γυρεύεις σπίτι μου;»!

Ποιος ξέρει τι άρχισε να βάζει με το νου του για τον άγνωστο που ήταν στο... σπίτι του και την κυρα-Πολυξένη. Άρπαξε ένα λοστάρι που ήταν έξω από το συνεργείο, έδωσε μια στην πόρτα, την άνοιξε, ανέβηκε πάνω, γκρέμισε και την τζαμόπορτα του Τζέτζα, μπήκε μέσα και...

Και κάπου εκεί είδε τον σαστισμένο Τζέτζα στο σαλόνι, να κοιτάζει με απορημένο ύφος την καταστροφική πορεία του Μαστρομανέλου. Αυτός, όμως, μόλις μπήκε στο σπίτι του Τζέτζα, άρχισε να συνειδητοποιεί πως αυτό δεν ήταν το σπίτι του και πως τζάμπα έκανε τόση φασαρία.

«Την πόρτα θα σ’ τη φτιάξω αύριο. Αλλά να ξέρεις: κι αυτό το σπίτι, δικό μου είναι. Είπα»!

Μέχρι να ξεχάσω τα ατέλειωτα μεθύσια εκείνου του μαχαλά και να σταματήσει το πεπόνι να είναι το αγαπημένο μου φρούτο παρά τις στομαχικές διαταραχές που ακολούθησαν τη λήθη εκείνου του απογεύματος, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

 

Τελευταία Νέα