Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλουμε να ζούμε χωρίς αυτοκίνητο
Κάπου ανάμεσα στα φόρουμ των urban planner, στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων και στις παρουσιάσεις νέων μοντέλων με «πράσινο αποτύπωμα», φαίνεται να διαμορφώνεται μια νέα κανονικότητα: το αυτοκίνητο πρέπει να εξαφανιστεί από τη ζωή μας. Μια νέα ρητορική, που μεταμφιέζεται σε περιβαλλοντική φροντίδα, αλλά δεν ρωτάει ποτέ κανέναν πώς ζει. Πού μένει, τι δουλειά κάνει, αν έχει παιδιά, αν προλαβαίνει να πάρει τρία λεωφορεία για να πάει εκεί που θέλει -ή πρέπει- να πάει. Πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στις αποφάσεις και στην πραγματικότητα;
Κάθε φορά που ακούω έναν ευρωπαίο αξιωματούχο, έναν CEO αυτοκινητοβιομηχανίας ή έναν δήμαρχο κάποιας δυτικής πρωτεύουσας να μιλά για την «πόλη του μέλλοντος», δεν μπορώ να μην νιώσω ότι μιλάει για μια κοινωνία που δεν περιλαμβάνει εμάς. Σε αυτή την «ιδανική» πόλη δεν υπάρχει κυκλοφοριακό. Δεν υπάρχουν καυσαέρια, δεν υπάρχουν πάρκινγκ. Ο κόσμος κυκλοφορεί με τραμ, ηλεκτρικά ποδήλατα και πατίνια. Μένουν όλοι κοντά στη δουλειά τους. Τα σχολεία είναι στη γειτονιά. Η αγορά επίσης. Και όλοι -μα όλοι- έχουν την οικονομική και χρονική δυνατότητα να αφήσουν το αυτοκίνητο πίσω τους.

Μόνο που αυτή η πόλη δεν είναι η Αθήνα. Δεν είναι ούτε η Θεσσαλονίκη. Ούτε τα Γιάννενα. Ούτε η Σαλαμίνα, το Αίγιο ή η Κάλυμνος. Εδώ, το αυτοκίνητο δεν είναι πολυτέλεια ή χόμπι. Είναι ανάγκη, εργαλείο, σωσίβιο.
Δύο Ελλάδες, δύο πραγματικότητες
Ζούμε σε μια χώρα σπασμένη σε δύο κόσμους: ο ένας είναι αυτός του κέντρου, των λίγων χιλιομέτρων, των airbnb και των λεωφορειολωρίδων. Ο άλλος είναι ο κόσμος της απόστασης: της Δυτικής Αττικής, των προαστίων, των χωριών, των βιοτεχνικών ζωνών, των πόλεων χωρίς μετρό, χωρίς συχνή συγκοινωνία, χωρίς εναλλακτική.
Στα χαρτιά, η στροφή στην «πράσινη κινητικότητα» είναι αναγκαία. Στην πράξη, εφαρμόζεται ως τιμωρία. Η πρόσβαση στο κέντρο περιορίζεται. Οι φόροι αυξάνονται. Τα τέλη κυκλοφορίας βαραίνουν όποιον δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ηλεκτρικό. Και το κυριότερο; Χτίζεται ένας υπόγειος κοινωνικός διαχωρισμός, όπου το δικαίωμα στη μετακίνηση γίνεται προϊόν για λίγους. Το αυτοκίνητο, που για δεκαετίες συμβόλιζε την προσωπική ελευθερία, την καθημερινή αξιοπρέπεια, μετατρέπεται σιγά-σιγά σε σύμβολο ντροπής.
Η Πολιτεία οφείλει να βλέπει τους πολίτες της, όχι να τους αγνοεί
Μόνο που κανείς δεν μας ρώτησε. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να καταλάβει πώς ζει ο μέσος εργαζόμενος στην Ελλάδα. Πόσο χρόνο και πόσο χρήμα ξοδεύει κάθε μέρα στις διαδρομές του. Πώς είναι να δουλεύεις βάρδια σε βιομηχανική ζώνη, ή να τελειώνεις στις 3 το πρωί και να μην υπάρχει ούτε ταξί για να γυρίσεις σπίτι σου. Πώς είναι να μεγαλώνεις παιδιά και να τρέχεις να τα πας φροντιστήριο, αγγλικά και ποδόσφαιρο, χωρίς καμία άλλη λύση.

Η Πολιτεία δεν έχει απλώς την ευθύνη να σχεδιάζει για το περιβάλλον, αλλά να φροντίζει και για την ευημερία των πολιτών της. Όταν τα μέτρα αποκόβουν τον εργαζόμενο από τη δουλειά του, το γονιό από το παιδί του, το φοιτητή από την οικογένειά του, τότε δεν μιλάμε για βιωσιμότητα, αλλά για κοινωνική αναλγησία.
Το αυτοκίνητο δεν είναι ο εχθρός. Ο εχθρός είναι η πολιτική που αποφασίζει πάνω από εμάς, χωρίς εμάς. Που σχεδιάζει έναν κόσμο όπου θα «εξαφανιστεί» η ρύπανση, αλλά μαζί της θα εξαφανιστούν και οι άνθρωποι που δεν χωρούν στο νέο μοντέλο. Που θα τιμωρεί όποιον δεν μπορεί να πληρώσει 30.000 ευρώ για EV, ενώ δεν έχει καν λεωφορείο να πάει στη δουλειά του.
Δεν είμαστε κατά της βιώσιμης κινητικότητας. Δεν είμαστε κατά της ηλεκτροκίνησης. Είμαστε υπέρ του δικαιώματος στην επιλογή. Στο μέτρο. Στη ρεαλιστική μετάβαση. Σε μια πολιτική που δεν αποκλείει, αλλά ενσωματώνει. Η μετάβαση πρέπει να είναι κοινωνικά δίκαιη. Να δίνει χρόνο, υποστήριξη και εναλλακτικές. Γιατί αλλιώς, απλώς θα επιταχύνει την αδικία. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να ξεκινά από μια απλή, ανθρώπινη πράξη: Να μας ρωτήσει.
Φωτογραφίες: Unsplash
Ακολουθήστε την σελίδα του gMotion στο Facebook!