Κούδας: Ο 19χρονος που «χώρισε» την Ελλάδα στα δύο!

Σταύρος Σουντουλίδης
Κούδας: Ο 19χρονος που «χώρισε» την Ελλάδα στα δύο!

bet365

Ο Σταύρος Σουντουλίδης ανασύρει από το αρχείο του, για λογαριασμό του G-Weekend, σπάνιο υλικό από την περιβόητη υπόθεση της μεταγραφής του Γιώργου Κούδα από τον ΠΑΟΚ στον Ολυμπιακό. Διαβάστε τους πραγματικούς λόγους που τον οδήγησαν το 1966 στον Πειραιά, τις στιγμές αντίστασης ενός ολόκληρου λαού, τον ανένδοτο «πόλεμο» του Δικεφάλου, το ρόλο της Χούντας αλλά και τι έχουν πει οι πρωταγωνιστές μιας μεταγραφής που δεν έγινε ποτέ…

Ο Γιώργος Κούδας, μια από τις θρυλικές μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου, σε μια από τις πολλές κουβέντες που είχα την τύχη και την ευτυχία να έχουμε κάνει, μου είχε μιλήσει για την όλη περιπέτεια της διετίας 1966-68, μέσα από τα δικά του μάτια. Εχει παραδεχθεί και αποδεχθεί ότι «το λάθος ήταν δικό μου»! Εστω και αν αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα, ωστόσο έμμεσα αποτελεί μια ακόμη δημόσια συγγνώμη προς τον πατέρα του.

Τσέλσι – Λίβερπουλ με πριμ 5%*, ακόμα καλύτερες αποδόσεις και 200+ ειδικά στοιχήματα! (21+) * Ισχύουν Οροι και Προϋποθέσεις

Οι περισσότεροι γνώριζαν πως τον σημαντικότερο ρόλο στην υπόθεση τον έπαιξε ο μπαρμπά Γιάννης, όπως τον λέει ακόμη και σήμερα, ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας Κούδα, είχε… ξεμυαλίσει τον πιτσιρικά Γιώργο. «Κοίταξε, ακόμη και τώρα σ’ αυτήν την ηλικία, δεν μπορώ να πω για έναν άνθρωπο που έχει φύγει ότι ήταν λάθος του. Δικό μου ήταν και οφείλω να πάρω όλη την ευθύνη πάνω μου», επέμενε τραβώντας μια ρουφηξιά από το (ηλεκτρονικό) τσιγάρο, που ακόμη τότε κάπνιζε.

Για ποιο λόγο είχε παρασυρθεί ο Γιάννης Κούδας; «Οι σειρήνες της εποχής ήταν πολλές, παρασύρθηκε και έγινε ό,τι έγινε. Είχαμε ανοίξει ένα ουζερί με έναν παράγοντα του ΠΑΟΚ, ο Γιώργος Παντελάκης δε θέλησε να βοηθήσει στο μαγαζί, τα γραμμάτια για τον εξοπλισμό έμειναν ανεξόφλητα παρότι είχαμε συμφωνήσει να πληρώνονται από τον ΠΑΟΚ και ο πατέρας μου που ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος, εγωιστής και ντόμπρος, ήρθε σε κόντρα με τη διοίκηση», ήταν με λίγα λόγια η απάντηση του «Μεγαλέξανδρου», που στην αυτοβιογραφία του «της ζωής μου το παιχνίδι» εξιστορεί αναλυτικότερα τα γεγονότα.

Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΟΚ

«Ο πατέρας μου κάποια μέρα γυρίζει και μου λέει «μια και έγινε έτσι, αγόρι μου, ζήτησέ τους εκεί στον ΠΑΟΚ μια βοήθεια, για να γλιτώσω εγώ και να κάνουμε ένα μαγαζάκι». Και ξεκινάμε με τις οικονομίες μας και κάνουμε ένα μαγαζί στην οδό Καστριτσίου. Ένα ουζερί δίπλα στο «Αχίλλειον». Μας είχαν υποσχεθεί πως θα μας πάρουν ένα ψυγείο, μια κουζίνα και άλλα έπιπλα και συσκευές υποδομής για τη δουλειά… Στη συνέχεια όμως δεν πλήρωναν. Αν θυμάμαι καλά, με καλούσαν να πληρώσω πάνω από 100.000 δραχμές εκείνη την εποχή, που ο μηνιαίος μισθός έφτανε δεν έφτανε τις 3.000 δραχμές. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εντάξει στις συμφωνίες του και το ίδιο απαιτούσε και από την άλλη πλευρά. Ήταν παράλληλα και λίγο οξύθυμος ο Γιάννης Κούδας, όταν τον κορόιδευες. Πάνω στο θυμό του μου λέει, «δεν θα ξαναπαίξεις στον ΠΑΟΚ». Του λέω «μπαμπά αυτό που λες, ξέρεις ότι δεν γίνεται».

Ελα, όμως, που οι «σειρήνες» και τα δημοσιεύματα της εποχής έφερναν Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, τις τρεις δυνάμεις του πανίσχυρου τότε Π.Ο.Κ. (Π: Παναθηναϊκός Α.Ο., Ο: Ολυμπιακός Σ.Φ.Π., Κ: Κωνσταντινουπόλεως Α.Ε. η ετυμηγορία των αρχικών) να «σφάζονται» για χάρη του μεγαλύτερου ταλέντου της Βόρειας Ελλάδας. Τα πρωτοσέλιδα με τα ξύλινα γράμμα της «Αθλητικής Ηχούς» και του «Φωτός» έγραφαν πως ο Ολυμπιακός προσέφερε 800.000 δραχμές και πέντε ποδοσφαιριστές, τους Αυγητίδη, Πλέσσα, Ν. Σιδέρη, Κυπριανίδη και Νεοφώτιστο, ενώ ο Παναθηναϊκός μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι της μεταγραφής, προσφέροντας 1.000.000δραχμές και τέσσερα μεγάλα ονόματα, τους Λουκανίδη, Βουτσαρά, Παπαεμμανουήλ και Παπουλίδη!

Οι «πράσινοι» ήταν η πρώτη ομάδα που πλησίασε την οικογένεια Κούδα προκειμένου να την προσελκύσει και να αποκτήσει τον 19χρονο τότε ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ. Στις 13 Απριλίου του 1966 ο Αντώνης Μαντζαβελάκης, γενικός αρχηγός και έφορος του ποδοσφαιρικού τμήματος των «πρασίνων» ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη και συναντιέται με τον Γιάννη Κούδα σ’ ένα κατάστημα της Τσιμισκή. Η πρόταση που κάνει προς τον πατέρα του ποδοσφαιριστή είναι εξωφρενική για την εποχή: τετραετές συμβόλαιο, με μηνιαίο μισθό 10.000 δραχμές! Η απάντηση προς τον ισχυρό άνδρα του Παναθηναϊκού ήταν αρνητική, καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα παράπονο από τη διοίκηση του «Δικεφάλου», ενώ περίμενε να αποκαταστήσει επαγγελματικά τον Κούδα, δίνοντας λύση στο οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας.

Όντως η διοίκηση του «Δικεφάλου» και ο πρόεδρος της Δημήτρης Δημάδης υπόσχονται να ανοίξουν το ουζερί επί της οδού Καστριτσίου 15, το οποίο όλοι προσβλέπουν να μετατραπεί σε ΠΑΟΚτσήδικό στέκι στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Σε διοικητικό συμβούλιο αποφασίστηκε να πληρωθεί ολόκληρο το κόστος κατασκευής και λειτουργείας, που έφτανε στις 130.000 δραχμές. Όμως, η συνέχεια ήταν διαφορετική. Στα εγκαίνια του μαγαζιού το «ταμείο» ήταν μόλις 10.000 δραχμές, με τον επίσημο ΠΑΟΚ και τον Γιώργο Παντελάκη να απουσιάζουν. Η κόντρα άρχισε να μεγεθύνεται, σύμφωνα με τον μπαρμπά-Γιάννη, η διοίκηση δεν πλήρωνε τα γραμμάτια στα οποία υπήρχε η υπογραφή του γιού του, Γιώργου.

Η ΚΑΘΟΔΟΣ

Τον Ιούλιο του ’66 «σκάει» σαν βόμβα η είδηση της παρουσίας του Κούδα στον Πειραιά. «Ο πατέρας μου με επιστολή έκανε γνωστή τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα, υποστηρίζοντας πως ο ΠΑΟΚ αθέτησε την υπόσχεσή του και πως, όσο αυτός ζει, ο Κούδας δε θα παίξει στον ΠΑΟΚ. Αν θυμάμαι καλά, η διοίκηση του ΠΑΟΚ είχε κι αυτή εκδώσει επιστολή και τόνιζε ότι δεν υπάρχει περίπτωση παραχώρησης του Κούδα σε οποιαδήποτε ομάδα, όποια και ανταλλάγματα κι αν προσφερθούν», αναφέρει στο βιβλίο του.

Στις 14 Ιουλίου του 1966 και ενώ στην Ελλάδα το ενδιαφέρον των φιλάθλων μονοπωλεί το Παγκόσμιο Κύπελλο που γίνεται στην Αγγλία, το μεγάλο αστέρι του «Δικεφάλου» βρέθηκε στον Πειραιά για να συζητήσει με τους παράγοντες του Ολυμπιακού! Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη είχε ρίξει τη… βόμβα: «Δεν πρόκειται να ξαναπαίξω στον ΠΑΟΚ. Εγώ και η οικογένειά μου απομείναμε πολλά και φτάσαμε σε σημείο να στερηθούμε ακόμη και την τροφή. Τα απομείναμε γιατί αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να αγαπούμε τον ΠΑΟΚ. Πέραν όμως από όλη αυτά, δεν ανέχομαι από κανέναν να αποκαλεί εμένα και την οικογένειά μου εκβιαστές... Το σωματείον “Ολυμπιακός” εις το οποίο μόνος μου ζήτησα να πάω, μού παρέχει εγγυήσεις ότι θα με προσέξει», έγραφε στην επιστολή του προς τον Τύπο της εποχής.

Η τότε διοίκηση Ανδριανόπουλου στον Ολυμπιακό έχει πλησιάσει τον πατέρα του Κούδα, με τον εξωδιοικητικό παράγοντα και φίλο των «ερυθρολεύκων», Διονύση Μολφέτα, να παίζει σπουδαίο ρόλο στην υπόθεση, του έχει υποσχεθεί ότι θα εξασφαλίσει το μέλλον του γιου του. Παράλληλα, είχε αναλάβει την υποχρέωση να ανοίξει κι ένα ουζερί για τον ίδιο. Το μαγαζί στο Πασαλιμάνι το κράτησε ο μπάρμπα-Γιάννης πολλά χρόνια ακόμη και όταν ο κανακάρης του είχε επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, ωστόσο κάποια στιγμή το έκλεισε και γύρισε κι αυτός πίσω στη Θεσσαλονίκη. Οι σχέσεις των δύο ομάδων άρχισαν να δοκιμάζονται σκληρά, «στο παιχνίδι» μπαίνει γερά κι ο Τύπος. Η Ελλάδα άρχισε να χωρίζεται σε Βόρειους και Νότιους, δεδομένης δε της ιδεολογίας της οικογένειας Κούδα, που άνηκε στην Αριστερά, σε Δεξιούς και Αριστερούς! Λίγες μέρες αργότερα το καμάρι του Βορρά εμφανίζεται ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου των «ερυθρολεύκων» και αποδέχεται την πρόταση που περιλαμβάνει μισθό 8.000 δραχμών.

Οι σχέσεις του Γιάννη Κούδα με τον Γιώργο Παντελάκη υπήρξαν τεταμένες, ούτε επανήλθαν όταν ο δεύτερος πάντρεψε το γιο του με τη Μαρί Μπονέ, μετά την επιστροφή του στον ΠΑΟΚ. «Ο πραγματικός “ένοχος” του ξεσπιτώματος ήταν ο Παντελάκης. Έδειξε μια περίεργη σκληρότητα, μια αδιαφορία απίθανη. Κατηγορώ τον άνθρωπο αυτό στις χιλιάδες των φιλάθλων του ΠΑΟΚ ως τον κύριο υπεύθυνο της τραγωδίας της οικογενείας μου. Νόμισε ότι μπορούσε να διευθύνει το σπίτι μου»!

Οι δύο αθλητικές εφημερίδες της πρωτεύουσας, το «Φως» κατά κύριο λόγο και η «Αθλητική Ηχώ» κατά δεύτερον, πανηγυρίζαν με διθυραμβικούς τίτλους στα πρωτοσέλιδά τους. Ο Κούδας, τον οποίο είχε εντοπίσει και αξιολογήσει ως ένα από τα σπουδαιότερα ταλέντα της εποχής, ο μεγάλος Μάρτον Μπούκοβι, προπονητής τότε του Ολυμπιακού, ξεκινάει τον Οκτώβριο του ’66 προπονήσεις στον Πειραιά, ενώ παράλληλα υπηρετεί τη θητεία του στο Λιμενικό Σώμα. Πολλοί πίστευαν ότι το γεγονός αυτό θα έφερνε, βάσει ενός ισχύοντα νόμου, τον ποδοσφαιριστή πιο κοντά στη μεταγραφή, την οποία οι «ασπρόμαυροι» είχαν απορρίψει ασυζητητί ακόμη και όταν επίσημα οι Πειραιώτες χτύπησαν την πόρτα τους. Είχαν προχωρήσει σε τιμωρία του ποδοσφαιριστή, το θέμα του οποίου, δεδομένης της τεράστιας έκτασης που είχε πάρει στη Θεσσαλονίκη, έφτασε να συζητηθεί ακόμη και στη Γενική Συνέλευση της ΕΣΑΠ, της σημερινής ΕΠΟ, με τον Παντελάκη να ζητάει ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, αλλά τους παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου να μην μπορούν ή να αποφεύγουν να πάρουν κάποια οριστική απόφαση.

Με τον Κούδα να προπονείται και να παίζει σε ένα – δύο φιλικά όλοι θεωρούν ότι κάποια στιγμή θα καμφθεί η αντίσταση του ΠΑΟΚ και θα γίνει η μεταγραφή. Διαψεύστηκαν και παρότι στον Πειραιά είχαν στρώσει κόκκινο χαλί στα πόδια του, ουδέποτε τον είδαν να αγωνίζεται σε επίσημο παιχνίδι της ομάδας. Στις 16 Απριλίου του 1967, λίγες μόλις μέρες πριν προκύψει η Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, εκατοντάδες φίλοι του ΠΑΟΚ «καταλαμβάνουν» το γήπεδο του Πιερικού, στο οποίο έπαιζε ο Ολυμπιακός με αντίπαλο την ομάδα της Κατερίνης. Ο αγώνας δεν τελείωσε ποτέ! Οι φίλοι του «Δικεφάλου» στέλνουν μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση και δηλώνουν ξεκάθαρα την απόφασή τους να χωρίσουν την Ελλάδα στη μέση. Σε Βορρά και Νότο. Σε δύσκολες πολιτικά εποχές, ο κίνδυνος είναι ορατός, κάποιοι φοβούνται ακόμα και για εμφύλια σύρραξη!

Στου Ρέντη, έστω στις προπονήσεις, που γινόντουσαν μπροστά σε 3.000 κόσμο, ο Κούδας συνθέτει ένα απίστευτο δίδυμο μαζί με τον αγαπημένο του Γιώργο Σιδέρη, ο οποίος τον υποδέχθηκε στο Λιμάνι και τον έβλεπε σαν δεύτερο αδερφό του. Όμως, πίσω στη Θεσσαλονίκη οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ εξαγριωμένοι προχωρούν μέχρι και σε δολιοφθορές στο κατάστημα της οικογένειας, το οποίο λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του μεγάλου αδερφού, Θανάση, καθώς ο πατέρας του είχε μετακομίσει στον Πειραιά.

Οι πιέσεις προς τον ΠΑΟΚ ήταν αφόρητες, ωστόσο ο Γιώργος Παντελάκης, γ.γ. της διοίκησης, δεν έκανε πίσω, ούτε ενέδωσε στις απειλές των Συνταγματαρχών, με τον Κούδα να αναγνωρίζει, μετά από χρόνια, πως οι φωτογραφίες του στον τύπο της εποχής «στο Καραϊσκάκη με την ερυθρόλευκη φανέλα σε προπονήσεις δίπλα στον Σιδέρη, τον Μποτίνο», δεν βοήθησαν καθόλου, αντίθετα έπαιξαν αρνητικό ρόλο. «Κάποιες εφημερίδες θέλοντας να κάνουν εκτενές ρεπορτάζ, αφού η μεταγραφή Κούδα στον Ολυμπιακό ήταν θέμα πρώτης γραμμής, έσπευσαν να με φωτογραφήσουν σε σπορ αυτοκίνητα φίλων, σε στιγμές χαλάρωσης και διασκέδασης σε περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά και, όσο να’ ναι, αυτές μεγάλωναν την ένταση και τον θυμό στη Θεσσαλονίκη», περιγράφει στο βιβλίο του.

Οι φωτογραφίες σε συνδυασμό με τις εκδηλώσεις λατρείας, σε κάθε του βήμα στο Πασαλιμάνι, από τους φίλους του Ολυμπιακού, τρελαίνουν τους ΠΑΟΚτσήδες, που βλέπουν τον Κούδα να αγωνίζεται με την ερυθρόλευκη φανέλα σε δύο παιχνίδια προετοιμασίας κόντρα στη Φαρούλ (ήττα με 3-0) στην Κονστάντζα της Ρουμανίας και την Σπαρτάκ (0-0) στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας. Πριν από την έναρξη του αγώνα ΠΑΟΚ – ΑΕΚ (1-0), τον Νοέμβριο του 1966, έξω από την Τούμπα πετάχτηκαν φέιγ βολάν με στόχο τον πατέρα του ποδοσφαιριστή. Εγραφαν μεταξύ άλλων:

«… η θεία δίκη γρήγορα θα’ ρθει να σ’ αγκαλιάσει και στου Γεντί τις φυλακές θα σε κατασταλάξει…»

«… ο Πειραιάς εθόλωσε το βρώμικο μυαλό σου και σαν το δούλο επούλησες τον άμοιρο τον γιό σου…»

«… Επούλησες το σπλάχνο σου, του ΠΑΟΚ το καμάρι, μα πάλι ο Δικέφαλος πίσω θα τον επάρει…».

Στο μεταξύ, η Χούντα βλέποντας το αδιέξοδο προχωρά σε αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας περί μετάθεσης-μεταγραφής ποδοσφαιριστών σε ομάδες κοντά στον τόπο όπου υπηρετούν την στρατιωτική θητεία τους, όπως συνέβαινε με τον Κούδα, ενώ στις 24 Ιανουαρίου του 1968, ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, γενικός γραμματέας Αθλητισμού της Χούντας, ξεκαθάρισε ορθά κοφτά ότι ο ποδοσφαιριστής θα επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, όποια απόφαση και αν έβγαζαν τα δικαστήρια, εκεί όπου είχαν προσφύγει από την πλευρά τους και οι «ερυθρόλευκοι».

H ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ο χουντικός ισχυρός άνδρας του αθλητισμού προτού προχωρήσει στην παραπάνω δήλωση, πίεζε αφόρητα τον αντιπρόεδρο του ΠΑΟΚ, Βασίλη Ζέρβα και τον γενικό γραμματέα, Γιώργο Παντελάκη, να συμφωνήσουν ώστε να αγωνιστεί ο Κούδας για δυο χρόνια στον Ολυμπιακό και στη συνέχεια να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Όμως και αυτή η «πρόταση» έπεσε στο κενό. Το πως το είχε εξιστορήσει ο Παντελάκης λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.

- «Μια μέρα δέχτηκα ένα τηλέφωνο από την ιδιαιτέρα του Ασλανίδη που μου λέει: «Ο κύριος Γενικός θέλει να έρθετε αύριο στην Αθήνα». Πήγα.

- Καταλαβαίνεις, μου λέει, γιατί ζήτησα να έρθεις. Εχει γίνει πόλεμος Βορείων και Νοτίων. Θέλω να λήξει αυτό, Παντελάκη.

- Με ποιον τρόπο να λήξει; τον ρωτάω.

- Να αφήσεις τον Κούδα, μια και είναι εδώ δύο χρόνια, και μετά από δύο χρόνια με δική μου εγγύηση να τον πάρεις πίσω. Ή αντίστροφα. Πάρ’ τον, για να δείξεις ότι πέτυχες τον σκοπό σου, και ύστερα να τον αφήσεις να φύγει.

- Εγώ χαμογέλασα.

- Μου λέει «γιατί χαμογελάς;»

- Εσείς λέτε ότι κάνατε επανάσταση, του λέω. Βγάλτε, λοιπόν, μια διαταγή και πάρτε και τον Κούδα. Με δική μου υπογραφή δεν φεύγει ο Κούδας από τον ΠΑΟΚ. Δεν σκέφτηκα τίποτα τότε. Γιατί είμαι και λίγο ξεροκέφαλος…

Ο «Μεγαλέξανδρος» μου είχε περιγράψει αναλυτικά το τι συνέβη τον Αύγουστο του ’68 όταν πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο τα πάντα επέστρεφαν σ’ εκείνη τη διετία. «Αρχικά έπρεπε να διαλέξω ένα από τα δύο σπίτια μου. Είχα έναν πατέρα, μία μητέρα και δύο αδέρφια. Έπρεπε να πάω ή με αυτούς ή να γίνουν άλλα πράγματα», ενώ στο βιβλίο του γράφει: «Είναι αλήθεια πως μου έδιναν πολλά χρήματα στον Ολυμπιακό. Ουδέποτε έκανα τον ήρωα, αλλά όσο κι αν η πλάστιγγα με τα λεφτά έδειχνε Πειραιά, η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο και τον ΠΑΟΚ νίκησε. Δεν είμαι αφελής. Γνωρίζω ότι ειπώθηκαν και σκληρά λόγια εναντίον μου, όταν έφυγα Πολλά λέγονταν ενώπιον μου. Κατάμουτρα!», έλεγε και κατέληγε το δικό του συμπέρασμα:

«Γράφουν και ξαναγράφουν ότι ο Κούδας ήταν η αφορμή για την αντιπαλότητα και το αβυσσαλέο μίσος, που χωρίζουν τον ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό. Η ιστορία απέδειξε ότι ο Ολυμπιακός είναι η δημοφιλέστερη αλλά και η λαϊκή ομάδα της Νότιας Ελλάδας, όπως και ο ΠΑΟΚ αντίστοιχα της Βόρειας Ελλάδας. Στη Θεσσαλονίκη νοιώθουμε -και νομίζω δικαιολογημένα- πάντα αδικημένοι…

…Σέβομαι τον Ολυμπιακό. Είναι μεγάλο μέγεθος για τον ελληνικό αθλητισμό. Είναι βαριά η φανέλα του. Με αγάπησαν στον Πειραιά, με ήθελαν στην ομάδα, τήρησαν τις υποσχέσεις τους, αλλά πάνω απ’ όλα για αυτούς ήταν ο Ολυμπιακός. Όπως και για μένα πλέον όλη μου η ζωή είναι ο ΠΑΟΚ».

Η συμμετοχή του με την εθνική ομάδα των Ενόπλων στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1968 στη Βαγδάτη, έπαιξε ίσως τον πιο καθοριστικό ρόλο στο τέλος του σήριαλ. Ο Κούδας ήταν ο κορυφαίος της Εθνικής που κατέκτησε το Κύπελλο και επέστρεψε θριαμβεύτρια στην Αθήνα μαζί με ένα κάρο στρατιωτικούς της Χούντας, οι οποίοι την είχαν συνοδέψει στο ταξίδι της. Ένας εξ αυτών ο αντισυνταγματάρχης Παπαποστόλου, ορισμένος επίτροπος στον Ολυμπιακό, «μέσα στην ωραία ατμόσφαιρα γυρίζει με πιάνει σε μία εκδήλωση και μου λέει «κοίταξε να δεις, είμαι Ολυμπιακός, αλλά θέλω να σε βλέπω στο γήπεδο, σήκω και γύρνα στον ΠΑΟΚ. Με αυτούς εδώ (σ.σ. στρατιωτικούς) δε θα πάρεις ποτέ μεταγραφή στον Ολυμπιακό». Αυτό ήταν.

Ο Κούδας αφού πρώτα «μάλωσα με τον πατέρα μου και έκανα έξι χρόνια για να του μιλήσω», καθώς ο κυρ Γιάννης παρέμενε ανένδοτος και δεν ήθελε να ακούσει περί επιστροφής του στον ΠΑΟΚ, ταξίδεψε στην Καβάλα, εκεί όπου ο κυβερνητικός επίτροπος του «Δικεφάλου», συνταγματάρχης Παρμενίωνας Χαρίστος, του έδωσε «συγχωροχάρτι» και έτσι στις 2 Αυγούστου του 1968 επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη, με χιλιάδες ΠΑΟΚτσήδες να τον υποδέχονται στη Λέσχη του Συλλόγου, επί της Παύλου Μελά.

Ο μόνος που δεν γνώριζε κάτι, σύμφωνα με τα όσα λέει ο ίδιος στο βιβλίο του Γιώργου Κούδα, ήταν ο… Γιώργος Παντελάκης!

- «Ήρθε ο Κούδας», μου είπαν.

- «Καλώς να ορίσει», απάντησα.

- «Μπήκε μέσα στο γραφείο, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, αυτό ήταν όλο. Είχε πολύ κόσμο από κάτω, γιατί στο μεταξύ τα νέα είχαν διαρρεύσει. Εγώ ασχολιόμουν με τις μεταγραφές…».

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

O αστικός μύθος θέλει τον Γιώργο Παντελάκη, με την πάροδο των ετών, να είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον επίσημο Ολυμπιακό. Γι’ αυτό δύο φορές, η πρώτη το 1978 και η δεύτερη το 1980, οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν πίσω την τελευταία στιγμή και δεν απέκτησαν ποτέ το «δέκα το καλό» του ΠΑΟΚ. Ο αείμνηστος Σταύρος Νταϊφάς είχε φτάσει πολύ κοντά το καλοκαίρι του 1980, διάστημα στο οποίο και ο Εθνικός του Δημήτρη Καρέλλα συζήτησε με τον Κούδα για τη μεταγραφή του.

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Νταϊφά και τον 34χρονο, τότε, άσο του «Δικεφάλου» έμειναν στη μέση, μετά από παρέμβαση του Γιώργου Παντελάκη, ο οποίος πήρε τηλέφωνο τον ομόλογό του στον Ολυμπιακό.

«Σταύρο, μην πάρεις τον Κούδα, του είπε, θέλω να χτίσω γύρω του την νέα ομάδα του ΠΑΟΚ», και όντως οι «ερυθρόλευκοι» απέκτησαν τότε τον Κώστα Ορφανό. Με τα χρήματα της μεταγραφής, ο Παντελάκης έδωσε 4 εκατομμύρια δραχμές και κράτησε τον Κούδα, ενώ έφερε από το Αγρίνιο στη Θεσσαλονίκη τον Χρήστο Δημόπουλο. Τα περισσότερα χρήματα εκείνης της ανανέωσης, τα διαχειρίστηκε ο ίδιος ο Παντελάκης, προκειμένου να «ξελασπώσει» τον αρχηγό της ομάδας του από τα χρέη προς την εφορία και διάφορες εταιρείες, μετά από ένα αποτυχημένο επιχειρηματικό εγχείρημά μου με ένα σούπερ μάρκετ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Μέχρι το 1974 ο Κούδας δε μιλούσε με τον πατέρα του, «μόνο με τη μάνα μου μιλούσα στο τηλέφωνο», και η κυρά-Ελευθερία ήταν εκείνη που τον συμβούλευσε, με αφορμή το γάμο της αδερφής του, να του μιλήσει και να του ζητήσει συγγνώμη. «Αυτή είναι η ιστορία γιατί ακούγονται πολλές αηδίες. Πήγα του ζήτησα συγγνώμη του πατέρα μου και επανήλθαν οι σχέσεις μας...».

Ο επίλογος της ιστορίας μιας μεταγραφής που δεν έγινε ποτέ, μπορεί να είναι άκρως διδακτικός, αφήστε που έχει άμεση σχέση με τις δύο ομάδες οι οποίες το βράδυ της Κυριακής θα βρεθούν «ενώπιος ενωπίω» στο Φάληρο. Ο Γιώργος Κούδας έχει παίξει σε περισσότερα από 700 επίσημα παιχνίδια, αλλά ένα είναι το πιο ξεχωριστό και ιδιαίτερο ματς της ζωής του. Και κατά διαβολική σύμπτωση δεν έγινε ούτε στη Θεσσαλονίκη, ούτε στον Πειραιά, αλλά στις Σέρρες χωρίς τηλεοπτική κάλυψη εξαιτίας του Γιώργου Παντελάκη...

Είναι το ματς, όπου πέτυχε το πιο όμορφο γκολ με τη φανέλα του ΠΑΟΚ απέναντι στον Ολυμπιακό μπροστά στα μάτια δύο ανθρώπων, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους σημάδεψαν την ποδοσφαιρική διαδρομή και τη ζωή του: τον πατέρα του Γιάννη και τον Γιώργο Σιδέρη.

Ένα γκολ – ποίημα το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει σε εικόνα, παραμένει όμως το απόλυτο highlight της ένδοξης καριέρας του…

«Αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα παιχνίδι, είναι αυτό στις Σέρρες. Δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ένα «καρέ» ζωντανής εικόνας κι αυτό με λυπεί αφάνταστα. Στενοκεφαλιές των Ελλήνων παραγόντων. Δεν ήταν μόνο το γκολ που πέτυχα, όλοι όσοι το είδαν λένε πως ήταν εκπληκτικό, αλλά η συνολική εικόνα μου στο γήπεδο μπροστά στα μάτια του πατέρα μου. Ξέρεις, ο μπαρμπά-Γιάννης δεν ήταν ποτέ λάτρης του ποδοσφαίρου. Δεν πήγαινε στο γήπεδο ακόμη και όταν αγωνιζόμουν. Όλο κι όλο με είδε να παίζω δύο φορές, σ’ εκείνο το ματς με τον Ολυμπιακό και στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι με την εθνική Σερβίας στην Τούμπα. Τότε, λοιπόν, τον είχε παρακινήσει να έρθει στις Σέρρες, ο Γιώργος Σιδέρης. Ήταν ο προστάτης μου τα δύο χρόνια, που ήμουν κάτω στον Πειραιά. Από τότε κρατήσαμε οικογενειακές σχέσεις με τον Γιώργο. Ήρθαν στο γήπεδο παρέα και με το που έβαλα το γκολ, παίρνει από το χέρι τον πατέρα μου και πάνε να φύγουν. "Κύριε Σιδέρη, που πηγαίνετε", του λένε από την κερκίδα, για να απαντήσει, "τι περιμένετε άλλο να δείτε, βγείτε έξω και πληρώστε εισιτήριο για το υπόλοιπο ματς”! Όταν μου περιέγραψαν την σκηνή, που εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του πατέρα μου, έβαλα τα κλάματα. Οφείλω ένα ευχαριστώ στον μεγάλο Γιώργο Σιδέρη, ήξερε και σεβόταν τους ανθρώπους και τις καταστάσεις».

 

Τελευταία Νέα