«Ο Άρης που αγαπώ» έχει γενέθλια!

«Ο Άρης που αγαπώ» έχει γενέθλια!

bet365

Ο Άρης γιορτάζει 103 χρόνια ζωής κι ένα από τα «λάβαρα» του, ο Ντίνος Κούης, ξετυλίγει στο G-Weekend Journal το κουβάρι των αναμνήσεων, ταξιδεύει στις εποχές της αθωότητας, της δόξας και φωτίζει στιγμές του παρελθόντος και της αθλητικής ιστορίας του σπουδαίου συλλόγου.

Προκαταβολικά σημειώνουμε ότι αυτό το ταξίδι απαιτεί πολλές φιάλες οξυγόνου γιατί στον βυθό της ιστορίας «κρύβονται» θησαυροί. Στιγμές, εικόνες που παραμένουν χαραγμένες στο μυαλό των ευλογημένων που τις έζησαν και οι οποίες θα έπρεπε να στοιχειοθετούν παραδείγματα προς μίμηση για τους νεότερους. Βγαλμένες από την αθλητική ιστορία του Άρη που σήμερα γιορτάζει 103 χρόνια από την ημέρα ίδρυσής του.

Είναι αδύνατο να εκτιμηθεί το πραγματικό επίπεδο προσφοράς του Άρη στο αθλητικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Γιατί αυτές οι αξίες είναι ανεκτίμητες. Είναι ιδέες που δεν περιορίζονται. Απλώνονται στον ορίζοντα και κυριαρχούν με τη μοναδικότητά τους.

Ο Ντίνος Κούης δεν ανήκει στην κατηγορία αυτών που τις έζησαν, αλλά στην αντίστοιχη αυτών που τις έγραψαν. Η ιστορία τον κατατάσσει στη στενή συνομοταξία των σπουδαιότερων αθλητών του συλλόγου. Τούτο μαρτυρούν και οι αριθμοί. Πρώτος σε συμμετοχές, πρώτος σε τέρματα, αλλά για τον ίδιο έχει μεγαλύτερη σημασία ένα άλλο στοιχείο: Επί 17 συναπτά έτη ήταν ο πιστός στρατιώτης του Άρη.

Θεωρεί εαυτόν ευλογημένο γιατί έζησε μερικά από τα καλύτερα χρόνια του ποδοσφαιρικού Άρη (και) ως αρχηγός της ομάδας. Ήταν εκ των πρωταγωνιστών των επών της δεκαετίας του ’70. Όπως όμως νιώθει και «αδικημένος» γιατί εκείνες οι ομάδες του Άρη δεν εισέπραξαν αυτό που δικαιούταν. Γιατί οι παρέες γράφουν ιστορία, αλλά οι τίτλοι μένουν. Εκείνη η παρέα έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του Άρη, γιατί στηρίχθηκε σε οικογενειακές βάσεις.

«Μπάλα μάθαινες στην αλάνα»

Σήμερα τα παιδιά μαθαίνουν μπάλα στις ακαδημίες, όπως αυτή που διατηρεί και ο Ντίνος Κούης. Τα παλιά χρόνια, αυτά της αθωότητας που συνηθίζουν να λένε και οι πρεσβύτεροι, οι παίκτες ήταν αυτοδημιούργητοι. Τότε τα χρονικά περιθώρια ήταν στενά. Για να αντέξεις στην αλάνα, έπρεπε να αποδείξεις ότι μπορείς. Κάπως έτσι άρχισε και ο Ντίνος Κούης «Εμείς τότε είχαμε τις αλάνες, εκεί μάθαινες μπάλα. Να φανταστείς ότι πήγα σε ομάδα σε ηλικία 15 ετών. Στις αλάνες έπαιζαν παικταράδες, αλλά πολλοί από αυτούς δεν ασχολήθηκαν επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο. Από μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Θυμάμαι ότι μου γκρίνιαζε η μάνα μου και της έλεγα ότι κάποτε θα με βλέπεις στην τηλεόραση. Στο ποδόσφαιρο είμαι αυτοδημιούργητος όπως βέβαια και η συντριπτική πλειοψηφία των παικτών εκείνης της εποχής», είπε.

Στα 15 του χρόνια πήγε στον Αγροτικό Αστέρα ο οποίος αγωνιζόταν στα τοπικά Πρωταθλήματα. Μέχρι να έρθει το… σωτήριο έτος του 1974. «Τότε δοκιμάστηκα και στις τρεις ομάδες της Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά ο Αγροτικός Αστέρας μ’ έβαλε σε αυτή τη διαδικασία. Τότε αποφάσισε η διοίκηση και πιο συγκεκριμένα ο πρόεδρος ο Νίκος Παπαπέτρου ότι θα επικρατήσει αυτός που θα δώσει περισσότερα λεφτά. Ο Άρης είχε δώσει ένα μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της εποχής, 700.000 δραχμές. Και το ποσό ήταν μεγάλο αν αναλογιστεί κανείς ότι ήμουν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής ο οποίος αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία του τοπικού».

«Με δυο παπούτσια… πάνινα»

Έως ότου αποφασίσει ο Άρης να δώσει 700.000 δραχμές για να αποκτήσει τον Κούη, είχαν προηγηθεί δοκιμαστικά. Το πλεονέκτημα του Κούη ήταν η παρουσία του Γιώργου Φοιρού. Συντοπίτες, αμφότεροι ανδρώθηκαν στον Αγροτικό Αστέρα, ενώ ο Φοιρός ήταν από τους καλύτερους αμυντικούς εκείνης της εποχής και παραμένει βέβαια στη λίστα των κορυφαίων του ελληνικού ποδοσφαίρου. «Ο Γιώργος Φοιρός με βοήθησε πάρα πολύ, ήμασταν εξάλλου από την ίδια περιοχή. Δεν είχα παπούτσια όταν πήγα να δοκιμαστώ στον Άρη και θα αντιμετωπίζαμε μια ομάδα των ΕΛΤΑ. Πήγε λοιπόν ο Φοιρός στον Διονύση τον Καλτέκη για να του ζητήσει παπούτσια. Ο Καλτέκης αντιπαθούσε όσους φορούσαν μεγάλο νούμερο. Εγώ φορούσα 45 νούμερο. Με τα πολλά (του) έδωσε ένα ζευγάρι αλλά όταν τελείωσε το παιχνίδι και ο Φοιρός πήγε να τα παραδώσει, του είπε ο Καλτέκης αστειευόμενος… ‘Γιώργο, αυτόν τον ψηλό μην μου τον ξαναφέρεις’. Ήμασταν μια οικογένεια η οποία τα είχε όλα, εκτός από τον τίτλο».

Εκείνη την εποχή ο 65χρονος (τότε) Διονύσης Καλτέκης ήταν φροντιστής του Άρη, υπήρξε όμως ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της ομάδας καθώς υπηρέτησε τον σύλλογο 16 χρόνια (1926-1938 και 1945-1949) και φυσικά ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Πρωτάθλημα το 1949. Βέβαια, λίγους μήνες μετά από εκείνη τη δοκιμή στον Άρη, ο Ντίνος Κούης έλαβε μέσω ταχυδρομείο ένα μοναδικό δώρο. «Ένας θείος μου ζούσε στη Γερμανία και μου είχε στείλει παπούτσια. Όταν τα είδα τρελάθηκα. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τέτοια παπούτσια», είπε ο ίδιος. Κρατήστε το τελευταίο γιατί θα το ξαναβρούμε στην πορεία…

«Θεωρώ ότι (στη δοκιμή) με είδε με θετικό μάτι ο τότε προπονητής του Άρη ο Μπράνκο Στάνκοβιτς. Είχαν δοκιμαστεί κι άλλα παιδιά. Στις προπονήσεις έβλεπε το επίπεδο της προσπάθειάς μου. Πρώτος αγώνας ήταν με τη Ραπίντ Βιέννης για την Ευρώπη όπου τότε η διοργάνωση λεγόταν Κύπελλο Εκθέσεως. Θυμάμαι ότι ο αγώνας είχε γίνει στο γήπεδο του ΠΑΟΚ.

Στο ημίχρονο του αγώνα, οι αναπληρωματικοί βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο για ζέσταμα κι εγώ ένιωσα ενθουσιασμένος. Με τόσο κόσμο να με βλέπει… Ήταν σαν να παίζω παιχνίδι. Μη ξεχνάς ότι ήμουν 18-19 χρονιών. Κερδίσαμε με 1-0 αλλά στο Πράτερ αποκλειστήκαμε στις καθυστερήσεις. Εκείνος ο αγώνας στο Πράτερ ήταν και η πρώτη μου αποστολή εκτός Ελλάδας. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πίνακες στους οποίους αναγράφονταν τα ονόματα των παικτών. Κι όταν είδα το όνομά μου γραμμένο ένιωσα ότι κάτι σπουδαίο είχε συμβεί», θυμήθηκε.

Ο Κούης πέρασε… ανώδυνα τη μεταβατική περίοδο στην οποία πάντα υποβάλλονται οι νεαροί παίκτες στις ομάδες. «Μου έκαναν καψόνια, ειδικά ο Σπυρίδων, γενικά όμως οι παλιότεροι με αντιμετώπισαν διαφορετικά σε σχέση με άλλους νεαρούς παίκτες, επειδή μπήκα κατευθείαν στην ομάδα. Ο Σπυρίδων με είχε βάλει να του βάψω τα παπούτσια. Τότε βάφαμε τα παπούτσια για να φαίνονται καινούργια.

Για παράδειγμα, συμπεριλήφθηκα για πρώτη φορά στην αποστολή σε εκτός έδρας αγώνα με τον Ολυμπιακό ο οποίος είχε γίνει στη Φιλαδέλφεια. Θυμάμαι ότι λόγω απεργίας δεν ταξιδέψαμε με αεροπλάνο αλλά με το λεωφορείο. Κι επειδή ήταν η πρώτη μου αποστολή, όποιος περνούσε από μπροστά μου, μου έκανε και μια σφαλιαρίτσα σαν χάδι. Χάσαμε 1-0 και ο δεύτερος αγώνας ήταν με τον ΠΑΟΚ στο Χαριλάου».

«Δεν ήταν ντεμπούτο, ήταν όνειρο»

Φανταστείτε τον εαυτό σας να περιμένετε στο προαύλιο ενός σχολείο τα αποτελέσματα των εξετάσεων για να σχηματίσετε την εικόνα του Ντίνου Κούη πριν από εκείνο το (ιστορικό, όπως εξελίχθηκε) ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ στο Χαριλάου. Είχε προηγηθεί η εμπειρία στο Πράτερ, αλλά δεν είχε αγωνιστεί. Και είναι αλήθεια ότι, δεν περίμενε ότι θα έκανε ντεμπούτο στο παραδοσιακό ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ. Η πρώτη χαρά ήρθε την παραμονή του αγώνα.

«Τότε, η αποστολή δεν ανακοινωνόταν. Έξω από τα αποδυτήρια υπήρχε ένα τζαμάκι και μέσα σε αυτό έβαζε την αποστολή ο Διονύσης Καλτέκης. Για να φανταστείς την εικόνα, όπως συμβαίνει με τους μαθητές που περιμένουν να δουν τον βαθμό που πήραν στις εξετάσεις. Είδα το όνομά μου στην αποστολή. Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά. Θυμάμαι ότι την παραμονή του αγώνα μείναμε σ’ ένα ξενοδοχείο στο Πανόραμα.

Το όλο σκηνικό ήταν κάτι απίστευτα σπουδαίο για μένα. Να φανταστείς ότι λίγα χρόνια νωρίτερα μάζευα χαρτάκια του Αλεξιάδη και των υπολοίπων θρύλων του ποδοσφαιρικού Άρη και ξαφνικά ήμουν συμπαίκτης τους. Ένιωθα δέος».

Εκείνη την εποχή, οι πάγκοι δεν ήταν (σχεδόν) στο ίδιο ύψος με τον αγωνιστικό χώρο αλλά θύμιζαν… υπόγεια σήραγγα. Το πρώτο ημίχρονο έληξε 0-0 και τότε… «μου έκανε νεύμα ο Στάνκοβιτς να σηκωθώ για ζέσταμα. Για κακή μου τύχη, 1-2 λεπτά μετά ο ΠΑΟΚ με εύστοχο πέναλτι του Ασλανίδη προηγήθηκε στο σκορ. Βλέποντας εμένα να κάνω ζέσταμα, οι φίλαθλοι δεν είδαν αυτήν την κίνηση με καλό μάτι. Άρχισαν να φωνάζουν… ‘τι τον βάζεις τον πιτσιρικά… και τι μπορεί να κάνει’. Μπήκα μέσα και μετά από δύο-τρία λεπτά ο Σπυρίδων ισοφάρισε σε 1-1. Δεν είχα άγχος, ένιωθα ήρεμος και απλά προσπαθούσα να μην κάνω λάθος πάσα. Κάπου μεταξύ του 80ου και του 85ου λεπτού, παίρνω την μπάλα από δεξιά, πέρασα τον Ιωσηφίδη, έκανα τη σέντρα και ο Αλεξιάδης με ένα καταπληκτικό ανάποδο ψαλίδι έκανε το 2-1. Εκεί… άδειασα. Στα αποδυτήρια με σήκωσαν στα χέρια οι συμπαίκτες μου… Θα έλεγα ότι ήταν ιδανικό ντεμπούτο».

«Ο Διακογιάννης με ‘βάφτισε’ Ντίνο»

Οι παλιότεροι ενδεχομένως να θυμούνται, οι συλλέκτες σίγουρα τα έχουν κρατημένα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στα θρυλικά χαρτάκια που αγοράζαμε με τη φωτογραφία των ποδοσφαιριστών της εποχής με μια σύντομη περιγραφή 20 λέξεων, υπήρχε ο Κώστας Κούης. Ξαφνικά έγινε… Ντίνος. «Μετά από έναν αγώνα με την ΑΕΚ, ο Γιάννης Διακογιάννης με είχε συμπεριλάβει στους διακριθέντες. Είπε ότι ο νεαρός Κώστας Κούης. Στην πραγματικότητα, ο Διακογιάννης μου άλλαξε το όνομα. Στα χαρτάκια που είχαν βγει τότε, έγραφαν για τον Κώστα Κούη και ξαφνικά ο Διακογιάννης με αποκαλούσε Ντίνο κι έμεινε το Ντίνος», θυμήθηκε.

Ο άνθρωπος που έκανε στον Κούη το πιο σκληρό καψόνι ήταν ο Στάνκοβιτς. Ο Σέρβος προπονητής χρησιμοποίησε σε διαδοχικούς αγώνες τον Κούη έως ότου έρθει ένα παιχνίδι στα Γιάννινα. «Όταν παίζαμε με τον ΠΑΣ εκτός έδρας φεύγαμε από την Παρασκευή γιατί ήταν δύσκολη η μετάβαση. Έπρεπε να περάσουμε και την Κατάρα. Βλέπω το τζαμάκι και διαπιστώνω ότι δεν ήταν το όνομά μου μέσα στη 16αδα. Στην αρχή νόμισα ότι είδα λάθος… Κοίταξα και ξανακοίταξα αλλά δεν ήμουν. Με φώναξαν ο Φοιρός και ο Σπυρίδων και μάλιστα πήγαν μέσα στον Στάνκοβιτς ο οποίος τους είπε ότι δεν έκανε λάθος.

Στην πρώτη προπόνηση μετά τον αγώνα, πίεσα ακόμη περισσότερο τον εαυτό μου. Θυμάμαι με φώναξε ο Στάνκοβιτς, στο γραφείο. Εκεί ήταν και ο (παλιός παράγοντας του Άρη) Χρήστος Κάλλεν και μου είπε… «εσύ θα παίξεις στην Εθνική ομάδα». Κοκίνησα. Ο Στάνκοβιτς ήταν σπουδαίος προπονητής, μη ξεχνάμε και τη δουλειά που είχε κάνει στην ΑΕΚ. Και μετά ο Κάλλεν μου είπε ότι με είχε δοκιμάσει, ήθελε να δει αν είμαι αγωνιστής, αν έχει τη ψυχική δύναμη για να αντέξω».

Ο σκληρός Βούλγαρος

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Άρης είχε όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τις σύγχρονες ομάδες σε επίπεδο ποιότητας ποδοσφαιριστών. Έδειχνε ώριμος για να φθάσει σε επίπεδο κατάκτησης τίτλων καθώς συνδύαζε το ταλέντο με την εμπειρία. «Η ομάδα άρχισε να δημιουργείται από το 1976 επί Παναγούλια και επί Τσατσέφσκι… τα είδαμε όλα». Ο Βούλγαρος προπονητής ανέλαβε τον Άρη το καλοκαίρι του 1978. Σύμφωνα μάλιστα με τον αστικό μύθο, όταν συνάντησε για πρώτη φορά τους παίκτες, φορούσε τη φόρμα της εθνικής Βουλγαρίας. Ο Αποστόλ Τσατσέφσκι πίστευε ακράδαντα σ’ αυτή την ομάδα και στις προγραμματικές δηλώσεις του, οριοθέτησε ως στόχο το Πρωτάθλημα. Αυτό που δεν ήξεραν οι παίκτες ήταν η εμμονή του στον τομέα της φυσικής κατάστασης.

«Δεν μπορείς να φανταστείς. Στις πρώτες προπονήσεις πέφταμε κάτω από την κούραση. Μας έβγαζε το λάδι. Και νομίζω ότι αυτό ήταν ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα αυτής της ομάδας. Και υποστηρίξαμε τη δουλειά του γιατί ερχόντουσαν τα αποτελέσματα. Θυμάμαι ότι στον πρώτο αγώνα με Τσατσέφσκι παίξαμε στο ξερό της Ρόδου. Μετά τον αγώνα με κάλεσε και με ρώτησε… «καλά, εσύ δεν παίζεις στην Εθνική;». Του απάντησα ότι δεν παίζω και μου είπε με σιγουριά ότι είναι θέμα χρόνου να με καλέσουν».

Η δυναμική εκείνης της ομάδας φάνηκε στη διάρκεια του Πρωταθλήματος. Ο Άρης τερμάτισε στην 3η θέση, έξι βαθμούς πίσω από την Πρωταθλήτρια ΑΕΚ. Ο Άρης ήταν η μοναδική ομάδα που πέτυχε 17 νίκες σε ισάριθμους εντός έδρας αγώνες. Μάλιστα στο Χαριλάου σημείωσε 51 γκολ (σ. σ. περίπου τρία γκολ ανά αγώνα) και δέχθηκε μόλις 10.

Χαμένοι στον λαβύρινθο του Ντα Λουζ

Το 1979, ο άνθρωπος που προσλήφθηκε για να διαχειριστεί τον Άρη ήταν ο Ουρουγουανός Πέπε Σασία. Εκτός συνόρων, γράφτηκε μία από τις πιο χρυσές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Περούτζια του Πάολο Ρόσι και η θρυλική Μπενφίκα του Εουσέμπιο υποκλίθηκαν στη μοναδικότητα εκείνης της «κίτρινης» αρμάδας.

Στον πρώτο αγώνα απέναντι στην Μπενφίκα στο Χαριλάου, ο Άρης επικράτησε με 3-1. Τότε ο Πέπε Σασία είχε δηλώσει ότι… «στο Χαριλάου είδαμε το φεγγάρι και στη Λισαβώνα θα δούμε τον ήλιο». Ο Άρης πήγε στην Πορτογαλία «οπλισμένος» με την αισιοδοξία της πρόκρισης. «Όταν πήγαμε στο Ντα Λουζ, θυμάμαι ότι κάναμε ζέσταμα στα βοηθητικά γήπεδα του σταδίου. Κάποια στιγμή μπήκαμε στα αποδυτήρια κι έπρεπε να βγούμε στον αγωνιστικό χώρο. Τότε δεν είχαμε συνοδούς και το γήπεδο ήταν ένας λαβύρινθος. Χαθήκαμε στους διαδρόμους που υπήρχαν και άρχισε ο διαιτητής να μας ψάχνει», εξιστόρησε ο Ντίνος Κούης. Ένα γκολ του Σεμερτζίδη «κλείδωσε» τη νίκη του Άρη και πάγωσε 70.000 φίλους της Μπενφίκα. «Στο συγκεκριμένο παιχνίδι σταθήκαμε τυχεροί, αλλά μη ξεχνάμε τι ήταν η Μπενφίκα», συμπλήρωσε.

Η Περούτζια του θρυλικού Πάολο Ρόσι και πολλών ακόμη διεθνών παικτών έμοιαζε με… Mission impossible. Ειδικά μετά το ισόπαλο σκορ (1-1) στο Χαριλάου. Ο δεύτερος αγώνας στο Renato Curi για πολλούς είχε διαδικαστικό χαρακτήρα. «Όταν φθάσαμε στο γήπεδο της Περούτζια… πάθαμε πλάκα. Είδαμε το γήπεδο από ψηλά και ήταν σαν να βλέπαμε την τσόχα από ένα μπιλιάρδο. Εντυπωσιαστήκαμε και θυμάμαι ότι είπαμε… ‘αν σ’ αυτό το χορτάρι κάνει κανείς λάθος πάσα θα φύγει από την ομάδα’, γιατί στα ελληνική γήπεδα η κατάσταση των αγωνιστικών χώρων ήταν κακή», θυμήθηκε ο Ντίνος Κούης.

«Είχαμε μείνει σ’ ένα ξενοδοχείο που ήταν στην πλαγιά ενός βουνού. Πριν τον αγώνα με την Περούτζια, είχαμε κερδίσει εκτός έδρας τα Γιάννινα. Μετά γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη και με πτήση τσάρτερ πήγαμε στην Περούτζια. Ο Πάλλας είχε τραυματιστεί και είχε παίξει ο Τζιφόπουλος. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, στον διάδρομο έξω από τα δωμάτια του ξενοδοχείου μ’ έπιασε ο Πάλλας και μου είπε… ‘έχω δει πολλά παιχνίδια στη ζωή μου αλλά δεν έχω δει καλύτερο. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι είχαμε κάνει. Ο Πάλλας ήθελε να παίξει σ’ αυτό το παιχνίδι. Δεν μπορούσε αλλά ήταν σαν να είχε παίξει. Γι’ αυτό λέω και τονίζω ότι ήμασταν οικογένεια».

Ο Άρης είχε γράψει ιστορία με το εντυπωσιακό 0-3. Ήταν απίστευτο. Το όνειρο διακόπηκε στους αγώνες με την Σεντ Ετιέν. «Εκείνη η πορεία δεν ήταν τυχαία. Καταρχάς ήταν πολύ καλή η ομάδα και δεύτερον, πάντα όταν αντιμετωπίζεις έναν πολύ ισχυρό σύλλογο κάνεις υπερπροσπάθεια, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή είναι η στιγμή σου κι αυτό συμβάλλει καταλυτικά στο επίπεδο συγκέντρωσής σου.

Συν τοις άλλοις, στα παιχνίδια με την Περούτζια και την Μπενφίκα η διαιτησία ήταν δίκαιη. Σε αντίθεση με τον αγώνα με την Σεντ Ετιέν ή αργότερα με την Ίπσουιτς και τη Λόκερεν. Θυμάμαι ότι στον εκτός έδρας αγώνα με τη Λόκερεν έφυγα στην πλάτη της άμυνας, έβαλα το γκολ κι ενώ καλυπτόμουν τουλάχιστον τρία μέτρα, το γκολ δεν μέτρησε ποτέ. Βέβαια, η Σεντ Ετιέν είχε οκτώ παίκτες οι οποίοι αγωνιζόντουσαν στην Εθνική Γαλλίας και ήταν η μεγαλύτερη δύναμη του γαλλικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή με την παρουσία του Μισέλ Πλατινί».

«Δεν έπρεπε να διαλυθεί εκείνη η ομάδα»

Εκείνη τη σεζόν (1979-80), ο Άρης είχε την καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Το Χαριλάου ήταν και πάλι η πηγή άντλησης βαθμών. Ο Άρης απείχε μία ανάσα από την κατάκτηση του τίτλου σ’ ένα συγκλονιστικό Πρωτάθλημα το οποίο διεκδίκησαν (έως και τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος) πέντε ομάδες. Έναν μήνα πριν τελειώσει το Πρωτάθλημα, άλλαξε η προκήρυξη του Πρωταθλήματος. Κι εκεί που μετρούσε η καλύτερη ισοβαθμία σε περίπτωση ισοβαθμίας στην πρώτη θέση, αποφασίστηκε να γίνει αγώνας μπαράζ. Τότε ο Άρης διαμαρτυρήθηκε έντονα γιατί αυτή η απόφαση.

«Εκείνη η ομάδα δικαιούταν έναν τίτλο αλλά υστερούσε σε συγκεκριμένα πράγματα. Στο κομμάτι των προσωπικοτήτων γιατί όλοι ήμασταν από τη Θεσσαλονίκη ήμασταν παιδιά άλλης πάστας. Θα έλεγα ότι δεν είχαμε την ποδοσφαιρική αλητεία, με την καλή έννοια, που είχαν άλλες ομάδες Το δεύτερο είχε να κάνει με το κομμάτι της πρόσβασης.

Ο Άρης δεν είχε πρόσβαση στην ΕΠΟ, στα κέντρα των αποφάσεων. Και σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομάδες οι οποίες είχαν τη βοήθεια όταν τη χρειαζόντουσαν, εμείς δεν είχαμε ποτέ. Για να γίνει εξάλλου το μπαράζ του Βόλου, άλλαξε η προκήρυξη του Πρωταθλήματος. Ο Μενέλαος Χατζηγεωργίου ήταν εξαιρετικός παράγοντας αλλά όπως δυστυχώς συμβαίνει, η Αθήνα κυριαρχεί», θυμήθηκε ο Ντίνος Κούης.

Το χαμένο μπαράζ στον Βόλο έμελλε να γραφτεί στις μαύρες σελίδες στην ιστορία του συλλόγου. Γιατί η λάσπη βρώμισε μια όμορφη ομάδα και οδήγησε στο μεγαλύτερο λάθος στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. «Το μεγάλο λάθος ήταν η διαχείριση της απώλειας του Πρωταθλήματος. Μετά το μπαράζ δεν χτίστηκε κάτι ποιοτικότερο στην ομάδα που ήδη υπήρχε αλλά φύγανε 2-3 παίκτες των οποίων το κενό δεν αναπληρώθηκε ποτέ. Μετά διώξανε τον Σασία. Δεν έπρεπε να διαλυθεί εκείνη η ομάδα. Το ότι χάθηκε ο τίτλος θα έπρεπε να πεισμώσει τους πάντες. Τώρα, αυτά που λέγανε ότι το δώσαμε το παιχνίδι είναι ανάξια σχολιασμού.

Είναι ντροπή. Το ζήτημα ήταν ότι ο Άρης απέδειξε τότε τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Δηλαδή, μετά από εκείνο το μπαράζ το 80’, στους τελικούς του Κυπέλλου που έπαιξε η ομάδα κι έχασε με κατεβασμένα τα χέρια τι έγινε; Έδωσε τα παιχνίδια; Αυτά είναι αστεία πράγματα. Για να καταλήξω, ήταν πολύ λανθασμένος ο τρόπος διαχείρισης εκείνης της κατάστασης. Αν δεν χαλούσε εκείνη η ομάδα και με τη φουρνιά των παικτών που υπήρχαν ο Άρης θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο για τουλάχιστον 3-4 χρόνια ακόμη. Χρειαζόντουσαν 1-2 προσθήκες, όπως για παράδειγμα ενός γκολτζή».

Ένα παιδί ανάμεσα στους θρύλους

Ο Ντίνος Κούης έζησε μια πορεία 17 χρόνων με τη φανέλα του Άρη. Ήταν ένα μαγευτικό ταξίδι, μια περιπλάνηση ανάμεσα σε θρυλικές μορφές. «Από τον Άρη πέρασαν φοβεροί παίκτες. Προσωπικά ήμουν τυχερός γιατί συνεργάστηκα με πολλούς από αυτούς. Πέρα από τα γκολ και τις συμμετοχές, θεωρώ σπουδαιότερο το ότι στα 17 χρόνια που ήμουν στον Άρη δεν έφαγα ποτέ κόκκινη κάρτα. Ήμουν ήρεμος παίκτης και ουδέποτε πήγα σ’ έναν αντίπαλο για να τον χτυπήσω», είπε και ξαναταξίδεψε στον χρόνο.

«Θυμάμαι ένα παιχνίδι με την ΑΕΚ στο Χαριλάου. Ήμασταν σε φάση άμυνας μπροστά στη Θύρα 3 και ο διαιτητής έδωσε ένα κόρνερ υπέρ της ΑΕΚ. Ο κόσμος ήταν έτοιμος να τον φάει κι εγώ σήκωσα το χέρι μου και τους είπα ‘κόρνερ είναι παιδιά, εγώ ακούμπησα την μπάλα τελευταίος’. Ήρθε ο διαιτητής και μου έδωσε το χέρι. Και το λέω αυτό με αφορμή και τη συνέντευξη που διάβασα του Αλεξανδρή η οποία ήταν απίστευτη.

Να λέει ότι θα κλέψει και το παιδί του; Ο ποδοσφαιριστής πρέπει να βοηθάει, να είναι ειλικρινής, να είναι τίμιος, να μην προσπαθεί να κλέψει. Αυτό θα ωφελήσει μελλοντικά τόσο τον ίδιο όσο και την ομάδα. Όταν προσπαθείς να κοροϊδέψεις έναν διαιτητή θα το βρεις μπροστά σου, εκτός κι αν είσαι σε άλλα μονοπάτια. Προσωπικά έχω νιώσει την αδικία, αλλά θέλω να μείνω στο αγνό ποδόσφαιρο. Πρέπει να είσαι αγωνιστής, να μην προσπαθείς να εκμεταλλευτείς».

Είναι αλήθεια επίσης ότι δικά του ώριμα ποδοσφαιρικά χρόνια συνδυάστηκαν με την έκρηξη του μπασκετικού Άρη. Την εποχή της αυτοκρατορίας, την εποχή επίσης όπου ο σύλλογος Άρης έδωσε ξεκάθαρη προτεραιότητα στο τμήμα μπάσκετ. «Σε σχέση με το μπάσκετ, ναι το ποδόσφαιρο είναι αδικημένο αλλά μη ξεχνάμε τις στιγμές που πρόσφερε το μπάσκετ στον σύλλογο και αξίζουν χίλια μπράβο στα παιδιά.

Είναι αλήθεια ότι ως σύλλογος ο Άρης αποφάσισε να στηρίξει περισσότερο το μπάσκετ. Το ένιωσα αλλά δεν ζήλεψα ποτέ τα παιδιά γιατί άξιζαν όλα όσα πήραν. Έχω παίξει μπροστά σε 70.000 κόσμο (σ. σ. Ντα Λουζ). Θυμάμαι έναν άλλον αγώνα, παρεμπιπτόντως πάλι με την ΑΕΚ, στη Θύρα 1. Ήταν ανεβασμένος ένας οπαδός – ο Τιτίλης – στα κάγκελα της Θύρα 1 και ο διαιτητής απειλούσε να μην αρχίσει το παιχνίδι αν δεν κατέβαινε. Πήγα λοιπόν και τον παρακάλεσα να κατέβει. Του είπα… ‘κατέβα εσύ κι εγώ θα βάλω δύο γκολ και θα κερδίσουμε’. Κι έτσι έγινε. Ένα ήταν με πέναλτι κι ένα με κεφαλιά μετά από κόρνερ του Χαραλαμπίδη και κερδίσαμε με 2-1. Αυτές οι στιγμές μένουν στο μυαλό».

Για να φθάσουμε στο 1991. Ένας κύκλος είχε κλείσει. Η δυσκολότερη απόφαση ήταν ήδη μπροστά του. Του είχε… χτυπήσει την πόρτα. «Είναι πιο δύσκολο να διαχειριστείς τα συναισθήματα που αναπτύσσονται μέσα σου όταν καταλαβαίνεις ότι έρχεται το τέλος της καριέρας σου, σε σχέση με αυτά που έχεις στην αρχή. Για να πετύχεις πρέπει να βγαίνει ένα συναίσθημα από μέσα του. Αυτό το πιστεύω. Η πίστη ότι θα παίξεις μπάλα ό,τι κι αν λένε οι άλλοι. Νομίζω ότι αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό μου. Αυτό έγινε το φθινόπωρο του 1991 σ’ έναν αγώνα απέναντι στον Ολυμπιακό στο γήπεδο Χαριλάου.

Η στιγμή του αποχαιρετισμού είναι δύσκολη. Ο Ντίνος Κούης έφυγε με ψηλά το κεφάλι, ως ένας από τους σπουδαιότερους αθλητές στην ιστορία ενός σπουδαίου συλλόγου. Του Άρη που καλύπτει ένα τεράστιο κομμάτι στη ζωή του. «Χωρίς τον Άρη δεν θα ήμουν ο Κούης που τώρα γνωρίζουν όλοι. Δεν θα με ήξερε ο κόσμος. Πάντα κρατάω τις καλές στιγμές. Την αγάπη του κόσμου τον οποίον κι εγώ αγάπησα. Δεν πήραμε έναν τίτλο κι αυτό πάντα θα είναι στη ψυχή μου. Σήμερα, ο Άρης με πληγώνει. Έχω ζήσει τόσο μεγάλες στιγμές. Με στεναχωρεί η όλη κατάσταση».

 

Τελευταία Νέα