Παραμύθι χωρίς όνομα!

Παραμύθι χωρίς όνομα!

bet365

Ήταν μια ιστορία με ήρωες που άκουγαν μόνο στα μικρά τους ονόματα. Από τα ξημερώματα είναι μια ιστορία με ονοματεπώνυμο. Γιάννης Αντετοκούμπο!

Κυριακάτικες αναγνώσεις…

Θα μπορούσε να είναι μια εξομολόγηση της ταλαιπωρημένης Βερόνικα, που έχει περάσει περισσότερες ώρες με ηλικιωμένους παρά με την οικογένειά της. Θα μπορούσε να είναι μια σκληρή συνέντευξη του Τσαρλς, που άφησε στο Λάγος το πρωτότοκο γιο του για να μπορέσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην στην οικογένειά του. Θα μπορούσε να είναι μια παιδική αποτύπωση της σύγχρονης κοινωνίας μέσα από το νεότερο μέλος της οικογένειας, τον Αλέξανδρο. Θα μπορούσε να είναι μια από τις δεκάδες ιστορίες που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί στα ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων και παρουσιάζουν μια αλήθεια που πολύς κόσμος πεισματικά αρνείται να δει και να αντιληφθεί. Στο «Ε», στο «Βήmagazino», στον «Ταχυδρόμο» ή ακόμα και στο «People», που επανακυκλοφορεί.

Θα μπορούσε να είναι μια από τις δεκάδες διηγήσεις ανθρώπων που αποκαλύπτουν μόνο το μικρό τους όνομα και έχει στόχο να αντικρούσει τις ρατσιστικές προκαταλήψεις και εμμονές. Ο Θανάσης, ο Γιάννης, ο Κώστας και ο Αλέξανδρος. Ο μεγαλύτερος που έδειξε το δρόμο, ο μικρότερος που λέγεται ότι θα τους ξεπεράσει όλους σε ύψους και εκείνος που λίγο μετά την ενηλικίωσή του έκανε τους σκάουτερ του ΝΒΑ να τον ψάχνουν σε όλη την Ευρώπη.

Ας επιστρέψουμε σε εκείνο το κυριακάτικο ένθετο, που όλα γράφονται με το μικρό όνομα, το οποίο ενίοτε ίσως να είναι και ψεύτικο. Ο Τσαρλς ένας μέτριος ποδοσφαιριστής με καταγωγή από τη Νιγηρία είχε γυρίσει διάφορες χώρες της Ευρώπης, παίζοντας κυρίως σε μικρά πρωταθλήματα. Το 1992 κατόρθωσε να μπει στην Ελλάδα μέσω της Τουρκίας μαζί με τη σύζυγό του Βερόνικα και χωρίς το μοναδικό παιδί που μέχρι τότε είχαν. Ο Φράνσις θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του και θα επέλεγε το ποδόσφαιρο, με το οποίο μέχρι και σήμερα ασχολείται επαγγελματικά, ενώ μένει στο Λάγος της Νιγηρίας. Ο δεύτερος γιος τους θα γεννιόταν τον Ιούλιο εκείνου του έτους και θα βαφτιζόταν Θανάσης! Στο μικρό σπίτι στα Σεπόλια, όπου αρχικά έμειναν, η οικογένεια διαρκώς μεγάλωνε. Το ίδιο και οι ανάγκες. Ο Γιάννης ήρθε δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1994.

Ο Τσαρλς κατόρθωσε να βρει δουλειά σε έναν χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, η Βερόνικα ασχολήθηκε με τη φροντίδα ηλικιωμένων και αμφότεροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην υπάρχουν στερήσεις για τα παιδιά τους. Δεν τα κατάφερναν πάντα… «Ο Γιάννης κι εγώ μάθαμε στα δύσκολα. Δε νιώθουμε τώρα την κρίση, γιατί πάντα έτσι ήμασταν. Γι' αυτό, όμως, είμαστε τόσο δεμένοι. Ίσως αυτό να το κατανοήσουν μόνον όσοι είχαν κάποτε άδειο ψυγείο, όπως ήταν το δικό μας, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γονιών μας. Το μόνο που δεν έκαναν για εμάς ήταν να πεθάνουν. Αυτή η πείνα, όμως, μας έχει βοηθήσει στον αθλητισμό, γιατί μετατρέπεται σε κίνητρο και φιλοδοξίες», είχε πει σε συνέντευξή του ο Θανάσης για να προσθέσει ο Γιάννης.

«Μεγαλώνοντας, έμαθα ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν έρχεται χωρίς προσπάθεια. Μέσα από τις δυσκολίες, όμως, έγινα πιο δυνατός κι έμαθα να δουλεύω και να έχω υπομονή». Μαζί, πλέον, φροντίζουν ώστε ο 15χρονος τώρα Κώστας και ο 11χρονος Αλέξανδρος να μην νιώθουν τις ίδιες στερήσεις.

Γύρω από την οικογένεια, υπήρχαν καλοί άνθρωποι. Η «νονά», όπως την αποκαλούν, Μαριέττα Σγουρδαίου, αλλά και όσοι βρίσκονται στην ίδια γειτονιά στα Σεπόλια. «Από μικρά παιδιά ήμασταν πολύ αγαπητοί, αν και από τους ελάχιστους μαύρους, και όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια για εμάς. Από τους Έλληνες δεν έχουμε ούτε ένα παράπονο», έλεγε ο Θανάσης που και εκείνος – όπως και ο Γιάννης – περίμενε τη στιγμή που θα γίνει Έλληνας και με διαβατήριο. «Αν μπορούσε κάποια στιγμή και η Ελλάδα να μας αντιμετωπίσει ως δικά της παιδιά, θα ήμουν τρισευτυχισμένος».

Μπάσκετ από… αγάπη!

Ο Γιάννης και ο Θανάσης συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στην ιστορία χωρίς επώνυμο… Ο Θανάσης που ασχολήθηκε με το μπάσκετ και ο μικρός του αδελφός που προτιμούσε το ποδόσφαιρο. Ένιωθε πως ο άγνωστος σε εκείνον Φράνσις δεν ήταν ο μόνος που είχε πάρει το ταλέντο του μπαμπά. «Αυτός που με παρακίνησε να παίξω μπάσκετ ήταν ο αδελφός μου, ο Θανάσης. Εμένα στην αρχή μου άρεσε το ποδόσφαιρο, το οποίο είναι άθλημα του πατέρα μας. Έπαιζα μπάσκετ γιατί άρεσε πολύ στον Θανάση και ήθελα πολύ ό,τι κάνουμε στον αθλητισμό, να το κάνουμε μαζί!», θυμάται ο Γιάννης, ο οποίος δεν… ντρέπεται να παραδεχτεί πως «στην αρχή μόλις τελείωνα την προπόνηση, έτρεχα στις αλάνες να παίξω μπάλα με τους φίλους μου».

Η φύση ήταν εκείνη που μπήκε ανάμεσα σε εκείνον και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, ενώ ο στίβος απ’ τον οποίο επίσης πέρασε δεν είχε τύχη. «Σιγά-σιγά άρχισα να ψηλώνω και κάποια στιγμή δεν μπορούσα να ελέγξω τη μπάλα με τα πόδια μου!». Η ανάπτυξη του Γιάννη ήταν ραγδαία… Το 2010 είχε ύψος 1μ.93 και μέσα σε τρία χρόνια έχει φτάσει το 2μ.06, ενώ το μπάσκετ μπήκε πιο έντονα στη ζωή του ίδιου και του μεγαλύτερου αδελφού του από το 2007. «Ο Σπύρος Βεληνιάτης μας ανακάλυψε στα Σεπόλια όταν μοιράζαμε την ενέργειά μας μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ και μας πήρε μαζί του στον Φιλαθλητικό», διηγείται ο Θανάσης, με τον Γιάννη να υπερθεματίζει. «Του χρωστάω πολλά γιατί πέρα από τις πρώτες συμβουλές που μου έδωσε, ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος που με πρόσεξε πάρα πολύ».

Σύντομα, τα δύο αδέλφια πέρασαν από το εφηβικό στο αντρικό, η οικογένεια μετακόμισε στην περιοχή του Ζωγράφου, ο πρόεδρος του συλλόγου Γιάννης Σμυρλής τούς βοήθησε με όποιο τρόπο μπορούσε και ο Γιάννης που είχε μάθει να παίζει πλέι μέικερ, αφού ήταν σχετικά κοντός στο ξεκίνημα, μπορούσε πλέον να εξελιχθεί σε θέμα συζήτησης! Είτε για το ταλέντο του, είτε για το 221 εκατοστών άνοιγμα των χεριών του, είτε για την παλάμη των 26 εκατοστών!

Η κορύφωση του έργου!

Ο Γιάννης άρχισε να εξελίσσεται… «Ψήλωσα, αγάπησα πολύ το άθλημα και στρώθηκα στη δουλειά! Προπόνηση και πάλι προπόνηση! Χωρίς σκληρή δουλειά στο γήπεδο, δε γίνεται τίποτα», παραδέχεται και θα δουλεύει διαρκώς σε ατομικές προπονήσεις και στα βασικά με τον Γιάννη Μάνο. Ειδικότερα στο σουτ του, το οποίο αναγνωρίζει ως το μεγαλύτερο μειονέκτημά του αυτή τη στιγμή. Από το εφηβικό του Φιλαθλητικού, θα βρεθεί στο αντρικό, θα παίξει ελάχιστα στη Β’ Εθνική, αλλά θα είναι εκ των βασικών συντελεστών της πορείας στην Α2 και από το 2012 και από τον προηγούμενο Δεκέμβριο θα αποκτήσει τα δικαιώματά του η Σαραγόσα με ένα ποσό κοντά στις 200.000 ευρώ.

«Όνειρό μου είναι να φτάσω το ταβάνι μου. Δεν με ενδιαφέρει αν θα παίξω στο ΝΒΑ ή σε κάποιο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Θέλω να ξέρω ότι έκανα ό,τι καλύτερο περνούσε από το χέρι μου κι ας φτάσω όπου φτάσω... Στην Α’ ΕΣΚΑ ας πούμε», δήλωνε ο ίδιος με απίστευτη ωριμότητα μερικούς μήνες μετά, όταν ακόμα περίμενε για να ζήσει το όνειρό του.

«Ποιο παιδί, που έπαιζε μπάσκετ στ‘ ανοιχτά γήπεδα κι έβλεπε τον Παπαλουκά, τον Σπανούλη και τον Διαμαντίδη να κερδίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με την Εθνική ομάδα, δεν έκανε ανάλογα όνειρα; Τους έβλεπα τότε κι έλεγα, «να ήμουν κι εγώ στην θέση τους», έλεγε για τη δηλωμένη επιθυμία του ιδίου και του αδελφού του να παίξει στην Εθνική Ελλάδας. «Θα μιλήσω για όλη την οικογένεια, για όλα τα αδέλφια . Νιώθουμε έλληνες, μιλάμε τη γλώσσα, μεγαλώσαμε εδώ, δεν έχουμε βγει ποτέ από τη χώρα. Όλα τα άλλα τα παιδιά δεν έχουν κάτι παραπάνω από εμάς», πρόσθετε ο Θανάσης, την εποχή που το σίριαλ ήταν σε εξέλιξη και η Νιγηρία πίεζε με τον τρόπο της για να μπορέσει να κάνει δικά της τα δύο ταλέντα.

Στις 9 Μαΐου το σίριαλ έληξε και τα δύο αδέλφια πήραν το ελληνικό διαβατήριο. Έτσι, ο Γιάννης μπορούσε πιο ελεύθερα να ονειρεύεται ότι θα πασάρει σαν τον Θοδωρή Παπαλουκά, θα κάνει drive σαν τον Βασίλη Σπανούλη, θα παίζει την άμυνα του Δημήτρη Διαμαντίδη, θα έχει τη σταθερότητα του Κώστα Τσαρτσαρή και τις κινήσεις του Λάζαρου Παπαδόπουλου. Μια πεντάδα που θαυμάζει, παρέα φυσικά με τον Κέβιν Ντουράντ, τον οποίο έχει ως πρότυπο από το ΝΒΑ και επιλέγει όταν παίζει play station. Παράλληλα, άρχισε να νιώθει και την ευθύνη που συνοδεύει τη γαλανόλευκη φανέλα. «Νιώθεις πολύ όμορφα, παίζοντας για την χώρα σου. Αυτό που θέλω και ελπίζω να καταφέρω είναι να είμαι καλός, να ανταποκριθώ στις προσδοκίες. Να πάμε καλά στο Πανευρωπαϊκό, να πάρουμε ένα μετάλλιο και να πει ο κόσμος ότι άξιζα να παίξω στην Εθνική Ελλάδας».

Το επόμενο σίριαλ που απέμενε να λήξει, χρειαζόταν υπότιτλους. Ο Γιάννης, που κοίταζε αμίλητος τα είδωλά του στο all star game, ο Γιάννης για τον οποίο ταξίδεψαν στην Ελλάδα για να τον δουν μάνατζερ των ομάδων του ΝΒΑ, ο Γιάννης για τον οποίο ταξίδεψαν στο Τρεβίζο οι ίδιοι μάνατζερ για να μιλήσουν μαζί του, ο Γιάννης τον οποίο ο Τζόι Ντόρσεϊ αποκαλεί δικό του άνθρωπο και τον συγκρίνει με τον Ντουράντ, ο Γιάννης του κυριακάτικου ένθετου έπαψε να είναι μια ιστορία με μικρό όνομα. Άντ’ αυτού, έγινε μια ιστορία που ξεκινάει από το επώνυμο. Αντετοκούμπο! Ένα επώνυμο που ακούγεται από σήμερα σε όλο τον κόσμο.

 

Τελευταία Νέα