Μια Τσικνοπέμπτη αλλιώτικη απ΄ τις άλλες! (vids)

Miltos+
Μια Τσικνοπέμπτη αλλιώτικη απ΄ τις άλλες! (vids)
Τι σχέση έχουν τα παϊδάκια με τα -διαφόρων ειδών- πουλάκια και τον αξεπέραστο Θου-Βου; Ο Μίλτος κάνει τη σύνδεση στα «ρετρό ακούσματα» της (Τσικνο)Πέμπτης...

Εκείνη την Τσικνοπέμπτη, πρώτη μετά το φευγιό του Πατούσα, δεν υπήρχε πρόγραμμα ούτε και κέφι να το τσικνίσουμε. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Χειμώνας καιρός κι έβρεχε, σχεδόν όπως πάντα. Μέχρι κι ο αέρας σάπιζε! Ο Πέτρος ο Αρμένης, εγώ κι ο Φώτης, καθόμασταν στον καφενέ του Μπάφα κι ο Δεμπασκαλάς μας είχε κεράσει μια γύρα τσίπουρα, ενώ ο ίδιος ο Μπάφας καθόταν στο αγαπημένο του τραπέζι μπροστά στο τζάκι κι έπινε ρετσίνες με τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής. Οι ρετσίνες είχαν την τιμητική τους και σε άλλα τραπέζια, που καθόντουσαν κάμποσοι ρεμπεσκέδες, με αποτέλεσμα ο Δεμπασκαλάς να τρέχει και να μη φτάνει. Εμείς είχαμε φτάσει χωρίς να τρέξουμε...

Κάποια στιγμή ο Μαστρομανέλος κι ο Πέτρος της Κουφής σηκώθηκαν να φύγουν. «Για πού το ΄βαλες, νονέ;», ρώτησε τον Πέτρο ο δικός μας Πέτρος, ο Αρμένης. «Πάμε με τον Μαστρομανέλο στα Γιάννενα, έχει μια υποχρέωση», απάντησε ο Πέτρος της Κουφής, «τι υποχρέωση έχει ο Μαστρομανέλος και δεν θα βάλει φωτιά σήμερα;», αναρωτήθηκε ο Φώτης και συμπλήρωσε: «Να αδειάσει καναδυό νταμιζάνες τσίπουρο σε καμιά ταβέρνα;». Ευτυχώς, ο Μαστρομανέλος δεν τον άκουσε. Και δυστυχώς, μόλις μας είδε να συζητάμε με τον Πέτρο της Κουφής, μας πρότεινε να τον ακολουθήσουμε στην «υποχρέωση». Και ο Φώτης είχε πέσει μέσα... «Πρέπει να δώσω παρουσία σε ένα καινούργιο μαγαζί που άνοιξε ένας πελάτης της Πολυξένης. Εκείνη δεν θέλει να έρθει, γιατί είναι -λέει- χαμοκέλα και δεν της αρέσει. Και στέλνει εμένα...», εξήγησε ο Μαστρομανέλος. Η Πολυξένη, η γυναίκα του, είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή μια επιχείρηση με λουλούδια. Πρώτα τα πούλαγε μόνο στον νεκροθάφτη, τον Μακιγιέ, αλλά μετά ξανοίχτηκε και εφοδίαζε μπουζουξίδικα. Ένας από τους ...μεγαλοεπιχειρηματίες που συνεργαζόταν, είχε ανοίξει πρόσφατα ένα κουτούκι στα Γιάννενα και εκεί έπρεπε να πάει ο Μαστρομανέλος. Ο οποίος ήθελε και παρέα, επειδή η Πολυξένη, δεν ενέκρινε τη νέα επενδυτική προσπάθεια του πελάτη της και δεν ακολουθούσε. Ωστόσο, ενέκρινε τα λεφτά που έπαιρνε από αυτόν κι έστελνε τον άντρα της μονάχο για κονσομασιόν...

Όταν φτάσαμε οι πέντε μας στο μαγαζί (οι δύο Πέτροι, ο Μαστρομανέλος, εγώ κι ο Φώτης), διαπίστωσα πως η Πολυξένη είχε δίκιο. Το μαγαζί ήταν κουτούκι κι άλλο τόσο ...κουτούκοι ήμασταν κι εμείς που πήγαμε. Κατεβήκαμε κάμποσα σκαλιά υπό το φόβο να γκρεμοτσακιστούμε στο ημίφως, ενώ για να κόψουμε την κάπνα χρειαζόμασταν σφυροκάλεμο. Η κάπνα, ωστόσο, δεν μύριζε μόνο τσιγαρίλα, αλλά και τσίκνα, καθότι ο μεγαλοεπιχειρηματίας δεν είχε προβλέψει εξαερισμό στην υπόγεια κουζίνα. Σαν εκείνο τα καταγώγιο που περιέγραφε η Ελένη Βιτάλη στο εξαιρετικό «εγώ τραγούδαγα»...

Περιέργως, όμως, αυτή η ...γιάφκα ήταν γεμάτη κόσμο. Καλό κόσμο δεν θα τον έλεγες, πάντως. Σκέτο κόσμο, που είχε πιάσει όλα, όλα όμως, τα τραπέζια. «Δεν έχει πού να κάτσουμε», είπα μόλις κατεβήκαμε στη στενόχωρη σάλα, με την ελπίδα να κάνουμε αμέσως μεταβολή, να ξανανέβουμε τα σκαλοπάτια και μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε... «Θα τα κανονίσω», είπε ο Μαστρομανέλος και μόλις αγκαλιάστηκε με τον ιδιοκτήτη και είπαν μια-δυο κουβέντες στα όρθια ...τα κανόνισε. Ένας τετράπαχος σερβιτόρος κουβάλησε ένα σαραβαλιασμένο τραπέζι από την κουζίνα και το έστησε δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. Μετά βρήκε και δυο καρέκλες, για τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής, ενώ εμείς οι τρεις βολευτήκαμε καθιστοί σε κασόνια από μπίρες. Μόλις κάτσαμε, διαπιστώσαμε πως οι μυρουδιές δεν περιορίζονταν στην τσιγαρίλα και την τσίκνα, καθώς η συρόμενη πόρτα του καμπινέ ανέδινε και μια ευωδιά βοθρίλας. «Αζγκλουφρρρρρ», ακούστηκε κάποια στιγμή. «Καζανάκι», είπε ο Φώτης, ενώ ο Πέτρος ο Αρμένης, ως εκκολαπτόμενος οικοδόμος, διαπίστωσε πως «ο τοίχος είναι από νοβοπάν». Καμία μόνωση, ούτε στους ήχους ούτε στις μυρουδιές. Μια χαρά. Σαν τους «Μοιραίους» του Βάρναλη...

Ευτυχώς, μια χαρά ήταν το φαγητό (ακόμα τα θυμάμαι εκείνα τα παϊδάκια), όχι όμως και το τσίπουρο. «Από γεώτρηση», είπαμε με μια φωνή με τον Πέτρο τον Αρμένη μόλις το δοκιμάσαμε και παραγγείλαμε ...σετάκια (ρετσίνα Κουρτάκη με κοκακόλα). Πάντως, ο Φώτης κι οι δυο μεγάλοι ήπιαν τσίπουρο. Και τους ήπιε... Κάποια στιγμή ο Μαστρομανέλος σηκώθηκε τρεκλίζοντας να πάει στην τουαλέτα. Όταν τα κατάφερε να ...φτάσει, τον ακούσαμε πίσω από το νοβοπάν να βρίζει. «Πού διάβολο είσαι, ρε σαϊτάνη;», αναρωτιόταν ψάχνοντας τα ...απαραίτητα προς ούρηση μέσα στο πανταλόνι του. «Πίσω από καμιά τρίχα θα ΄χει κρυφτεί, μάστορα», του φώναξε ο ξέφρενος Φώτης από την άλλη μεριά του νοβοπάν. Κι εκείνη τη στιγμή, πάνω στα πολλά τα γέλια, εμφανίστηκε μπροστά μας μια όαση σε εκείνη την έρημο ποιότητας. Μια κοπελίτσα σαν τα κρύα τα νερά μέσα στο μαύρο πηγάδι (φοιτήτρια όπως συμπέρανε ο Πέτρος ψιθυρίζοντας στο αυτί μου), πλησίασε τον μεθυσμένο Φώτη και έτεινε προς το μέρος του μια φωτογραφική μηχανή. «Μπορείς να μας τραβήξεις μια φωτογραφία;», τον ρώτησε προσφέροντάς του μια αρχαία φωτογραφική με το ένα χέρι και δείχνοντας την παρέα του διπλανού τραπεζιού με το άλλο. «Άμα βλέπω», της απάντησε ο Φώτης γουρλώνοντας τα μάτια και τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι την περίφημη σκηνή με τον αξεπέραστο Θανάση Βέγγο σε ρόλο φωτογράφου, στην κλασική κωμωδία «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης». Θυμηθείτε τη σκηνή...

Τελικά, παρότι ο Φώτης σίγουρα θα ήθελε να δει η κοπέλα το ...πουλάκι, άλλο τόσο σίγουρα δεν ήταν σε θέση ούτε εκείνο της μηχανής να της δείξει, ούτε και κανένα άλλο. Εδώ ολόκληρη παρέα έψαχνε να βρει το πουλάκι του Μαστρομανέλου, με του Φώτη θα ασχολιόμασταν; Με τον Φώτη, πάντως, ασχοληθήκαμε. Όχι με το πουλάκι του, αλλά με το κεφάλι του που σίγουρα θα είδε πολλά πουλάκια όταν τόλμησε να πει κάποια μεθυσμένα λόγια στην κοπελιά, η οποία δυστυχώς για εκείνον συνοδευόταν από ένα δίμετρο ...νταμάρι. Πριν καν καταλάβουμε τι συμβαίνει και μπει στη μέση ο μαντράχαλος ο Πέτρος ο Αρμένης για να «μαζέψει» τον νταγλαρά, εκείνος είχε βάλει μια μπούφλα ανάμεσα στα μάτια του Φώτη που ξαπλώθηκε ανάμεσα στα καφάσια και τις καρέκλες. Άλλος σαματάς, πάντως, δεν έγινε, με τις εκατέρωθεν εξηγήσεις μεταξύ των δύο θεριών, του Πέτρου και του ...γκόμενου, και την άμεση επέμβαση του ιδιοκτήτη της γιάφκας και καναδυό ...εύσωμων υπαλλήλων του καταστήματος. Εγώ, πάντως, ενώ όλα έπεφταν στο πάτωμα μαζί με τον Φώτη, πρόλαβα να αρπάξω την πιατέλα και διασώσω τα παϊδάκια που είχαν απομείνει. Για τα ποτά μερίμνησε ο Μαστρομανέλος όταν βρήκε το δικό του πουλάκι. Το γλέντι συνεχίστηκε, αλλά η παρέα πια ήταν αμφιβόλου συστάσεως. Ας πούμε, εγώ κι ο Πέτρος που πίναμε εγγυημένα «σετάκια», μετράγαμε πέντε μέλη στην παρέα μας. Ο Μαστρομανέλος κι ο Πέτρος της Κουφής με το τσίπουρο από γεώτρηση, σίγουρα μετράγανε περισσότερους, διπλούς και τρίδιπλους. Όσο για τον Φώτη; Απροσδιόριστο το σύνολό του. Αν από το τσίπουρο τα έβλεπε διπλά, τότε ...πέντε μας μέτραγε, γιατί το ένα μάτι του ήταν βουλωμένο. Αν τα έβλεπε τρίδιπλα, βάλτε με το νου σας!

Μέχρι να ξεχάσω τις περιπέτειες στις οποίες μας έχει μπλέξει ο Φώτης κι εκείνα τα ασύγκριτα παϊδάκια, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.