Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 45 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 45 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

«Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» και ο Παπαγιαννόπουλος....Κωνσταντάρας

Ο ελληνικός κινηματογράφος και οι σπουδαίοι πρωταγωνιστές του άφησαν ως παρακαταθήκη μέσα από τις ερμηνείες τους και τα εξαιρετικά σενάρια, ατάκες που έμειναν στην ιστορία και ακούγονται ακόμα και σήμερα, 50 και 60 χρόνια μετά την προβολή των ταινιών. Δεν είναι και λίγο πράγμα. Και σίγουρα η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει με τον πλέον πειστικό τρόπο τη σπουδαιότητα των ταινιών εκείνης της εποχής, οι οποίες βλέπονται και ξαναβλέπονται ευχάριστα και νοσταλγικά. Ποιος αμφιβάλλει ότι ενώ π.χ. θυμόμαστε σήμερα κάθε ατάκα μιας παλιάς, ασπρόμαυρης ελληνικής κωμωδίας του 60’, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο ακόμα και για καλές ελληνικές ταινίες που π.χ. γυρίστηκαν πριν 10 ή 15 χρόνια, τις οποίες μάλιστα είδαμε μια φορά, αλλά δεν μας ελκύει το να τις ξαναδούμε; Μιλώντας λοιπόν για ατάκες, μια από τις πλέον γνωστές και «δυνατές», την οποία μάλιστα χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, είναι και η φράση «το νου σας ρεμάλια». Φράση που ανέφερε και ανέδειξε ο σπουδαίος Λάμπρος Κωνσταντάρας στην ταινία του 1967 με τίτλο «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι», στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με την Μάρω Κοντού. Η ταινία ήταν παραγωγής της εταιρείας Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου, η οποία βασίστηκε σε θεατρικό έργο του τελευταίου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, με τίτλο «Μια κυρία ατυχήσασα». Το έργο αυτό παίχθηκε αργότερα και στο θέατρο, ωστόσο ενώ ο αρχικός σχεδιασμός ήταν και πάλι να πρωταγωνιστήσει ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, αυτό δεν κατέστη εφικτό λόγω προβλημάτων υγείας του μεγάλου αυτού ηθοποιού. Έτσι, στο θεατρικό πρωταγωνίστησαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Μαίρη Αρώνη. Στην ταινία, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υποδύεται έναν πλοίαρχο, τον Λεωνίδα Πετρόχειλο, διευθυντή στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων, ο οποίος είναι χήρος με τρεις γιους, τον Κίμωνα, τον Ανδρέα και τον Μπάμπη. Χωρίς μια γυναίκα στο σπίτι, οι 4 άνδρες δεν τα καταφέρνουν καθόλου καλά στο νοικοκυριό, με αποτέλεσμα να επικρατεί χάος. Μοναδικές οι σκηνές στο έργο, όπου μη έχοντας πετσέτες φαγητού να σκουπιστούν, επιλέγουν να καθίσουν στο τραπέζι και να χρησιμοποιήσουν γι’ αυτό το σκοπό...τα μπουρνούζια τους! Η κατάσταση φθάνει στο απροχώρητο και ο ίδιος αποφασίζει να προσλάβει ως οικονόμο την κυρία Μαίρη που υποδύεται η Μάρω Κοντού, η οποία με τη συμπεριφορά της θα τους αλλάξει τη ζωή. Και ενώ ο άντρας του σπιτιού είναι σκέτος "στρίγγλος" και οι τρεις γιοί του σωστά θηρία, καταφέρνει να τους βάλει σε μια τάξη και να ανοίξει την καρδιά τους. Κάποια στιγμή όμως αποκαλύπτεται το πραγματικό της κίνητρο και τότε όλα αλλάζουν. Η ίδια ήταν αδελφή ενός νεαρού που φοιτούσε στη σχολή που διεύθυνε ο Πετρόχειλος. Ο νεαρός είχε κάνει κάποιο παράπτωμα (ποτέ δεν μάθαμε μέσα από την ταινία ποιο ήταν αυτό!) και ο Πετρόχειλος είχε αποφασίσει να τον αποβάλλει δια παντός. Κάθε προσπάθεια γνωστών και φίλων να τον μεταπείσουν και να δώσει μια ακόμα ευκαιρία στον νεαρό πέφτει στο κενό, οπότε η κυρία Μαίρη αποφασίζει να μπει ως οικονόμος στο σπίτι του και να τον πείσει με τον δικό της τρόπο, χωρίς φυσικά να του αποκαλύψει ποια είναι. Η αλήθεια όμως αποκαλύπτεται και ο Πετρόχειλος απολύει -μετά πόνου ψυχής είναι αλήθεια- την κυρία Μαίρη και στη θέση της φέρνει μια άλλη οικονόμο, την οποία υποδύεται εξίσου μοναδικά η Μίτση Κωνσταντάρα. Η τελευταία όμως δεν έχει τις ικανότητες της κυρίας Μαίρης και είναι σκέτη καταστροφή! Πέραν αυτού όμως, ο Πετρόχειλος έχει ήδη ερωτευθεί την κυρία Μαίρη, την οποία μάλιστα έχουν λατρέψει και τα παιδιά του. Έτσι η επιστροφή της στο σπίτι είναι μονόδρομος, αλλά όχι πλέον ως οικονόμος, αλλά ως σύζυγος του Πετρόχειλου. Εκτός από τους Κωνσταντάρα – Κοντού και Μίτση Κωνσταντάρα, στην ταινία «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» πρωταγωνιστούν ακόμα οι Θανάσης Παπαδόπουλος, Σταύρος Ξενίδης, Παύλος Λιάρος, Βαγγέλης Ιωαννίδης. Εξαιρετικές ερμηνείες, άφθονο γέλιο, σπαρταριστές σκηνές, συνθέτουν μια πολύ καλή ταινία, η οποία μέσα από τις υπερβολές της (π.χ. σε μια σκηνή του έργου ο μικρός Μπάμπης μπαίνει στο σαλόνι του σπιτιού με τη μηχανή του!) αναδεικνύει μια ακαταμάχητη αφέλεια των χαρακτήρων, η οποία συνδυαζόμενη με το πολύ καλό καστ ηθοποιών, οδηγεί σε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους το 1967, κόβοντας 360.407 εισιτήρια, ερχόμενη 17η σε σύνολο 99 ταινιών. Αναμφισβήτητα λοιπόν, ήταν μια σημαντική εμπορική επιτυχία για τους δημιουργούς της. Γι’ αυτό και αποτελεί και μια ταινία ιδιαίτερα αγαπητή από τα κανάλια, την οποία προβάλλουν ξανά και ξανά και πάντα με πολύ καλές τηλεθεάσεις.

«Η αστεφάνωτη» που έπρεπε «να φοβήται τον άνδρα», το κύκνειο άσμα του Τζαβέλλα και ο «μυθικός» Αντωνάκης

Αποτελεί ίσως την πλέον γνωστή ταινία του παλιού, καλού, ασπρόμαυρου κινηματογράφου, η οποία έχει προβληθεί πάρα πολλές φορές από τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια και συνεχίζει να προβάλλεται χωρίς διακοπή. Και πάντα σημειώνει υψηλές τηλεθεάσεις. Πρόκειται για την ταινία με τίτλο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», η οποία γυρίστηκε το 1965 από την εταιρεία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κωνσταντίνου (στο ρόλο του «μυθικού» Αντωνάκη) και την Μάρω Κοντού (στο ρόλο της Ελενίτσας). Η ταινία έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τον εξαιρετικά ρεαλιστικό – και ενίοτε ωμό- τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα προβλήματα της μικροαστικής τάξης στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960. Σε μια κοινωνία, που μετά την λαίλαπα του πολέμου αρχίζει να πατάει καλύτερα στα πόδια της, ωστόσο παραμένει βαθύτατα συντηρητική. Έτσι, παραμένει κοινωνικά κατακριτέο το να συζεί ένα ζευγάρι χωρίς να είναι παντρεμένο. Κι αυτό το ζήτημα είναι ένα από τα πολλά που θίγονται στην ταινία, μαζί με άλλα, όπως η πεποίθηση ότι ο άνδρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας, η γυναίκα εξουσιάζεται από αυτόν, η ίδια απαγορεύεται να εργάζεται και να φέρνει έσοδα στο σπίτι και άλλα πολλά. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση του Αντωνάκη και της Ελενίτσας, οι οποίοι συζούν 10 χρόνια, αλλά δεν είναι παντρεμένοι. Η κοινωνική πίεση θα τους αναγκάσει να το κάνουν, αλλά αποδεικνύεται ότι κανείς από τους δύο δεν ήταν έτοιμος για το βήμα αυτό και κυρίως ο Αντωνάκης, ο οποίος γίνεται εν τέλει υποχείριο των φιλενάδων της γυναίκας του, αλλά και των ίδιων του των φίλων. Απίστευτα κωμικές σκηνές πλημμυρίζουν την ταινία, οι οποίες προκαλούν γέλιο, αλλά και προβληματισμό για τα ακραία και μη συμβατά με τη σημερινή πραγματικότητα ήθη και έθιμα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Για τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ο ρόλος του Αντωνάκη θεωρείται ο καλύτερος της καριέρας του, ή τουλάχιστον εκείνος που τον καθιέρωσε ανεπιστρεπτί στο πάνθεον των μεγάλων ελλήνων ηθοποιών. Δίπλα του η Μάρω Κοντού προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, αλλά ο Κωνσταντίνου έχει μπει τόσο δυνατά στο ρόλο του που δεν της αφήνει κανένα περιθώριο, υποκριτικά πάντα. Αξέχαστες οι ατάκες του Κωνσταντίνου «παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω» και «λόγω της ημέρας». Μαζί τους, πλειάδα κορυφαίων ηθοποιών ενισχύουν τη δυναμική της ταινίας: Δέσπω Διαμαντίδου, Σταύρος Ξενίδης, Κατερίνα Γώγου, Δημήτρης Καλιβωκάς, Λιλή Παπαγιάννη, Νίκος Φιλιππόπουλος, Καίτη Λαμπροπούλου, Νάσος Κεδράκας, Τασσώ Καββαδία, Κώστας Δούκας, Δέσποινα Νικολαΐδου, Λουκιανός Ροζάν, Μπέτυ Μοσχονά, Άγγελος Αντωνόπουλος κ.α. Η ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» είναι μεταφορά θεατρικού έργου που είχε ανέβει το 1958 από τον Γιώργο Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη. Μάλιστα ήταν και ο τελευταίος θεατρικός ρόλος του μεγάλου Έλληνα ηθοποιού, αλλά και η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με ταινίες όπως «Η κάλπικη λίρα», «Ο μεθύστακας», «Μια ζωή την έχουμε» κ.α. Οι πληροφορίες λένε ότι ο αρχικός τίτλος που σκεφτόταν να δώσει ο Τζαβέλλας για την ταινία του αυτή ήταν «Η αστεφάνωτη», όμως άλλαξε γνώμη όταν έμαθε ότι ένας συνάδελφός του σκηνοθέτης, ο Νίκος Αβραμέας την ίδια περίοδο γύριζε μια ταινία με τον ίδιο τίτλο. Έτσι ο τίτλος άλλαξε και έγινε «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», ταινία που ο ίδιος ο Τζαβέλλας θα χαρακτηρίσει αργότερα «ρωμαϊκή σάτιρα με βαθιές ανθρώπινες ρίζες». Το σπίτι που στην ταινία εμφανίζεται ως η οικία Κοκοβίκου, υπάρχει ακόμα στην οδό Τριπόδων 32 και Ραγκαβά, στην περιοχή της Πλάκας και χρονολογείται από το 1800, όταν στέγαζε τη στρατιωτική διοίκηση των Τούρκων. Στο οικόπεδο του κτιρίου ωστόσο, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τη βάση ενός χορηγικού μνημείου, σε σχήμα τριπύλου. Βρέθηκαν ακόμα αρχαίες βεσπιανές τουαλέτες, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για δημόσια ουρητήρια. Με έναν νόμο της Μελίνας Μερκούρη που στόχο είχε να μη γεμίσει η Αθήνα με πολυκατοικίες, το σπίτι προστατεύτηκε και κρίθηκε διατηρητέο και μετά από πολλά χρόνια πέρασε προς αξιοποίηση στο ΤΑΙΠΕΔ. Η πώληση σε ιδιώτη διακόπηκε προσωρινά, καθώς βρέθηκαν αρχαία από κάτω του. Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε αυτό το εμπόδιο και μαζί με άλλα 11 νεοκλασικά της περιοχής θα δοθεί κι αυτό σε κάποιον ιδιώτη. Η ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες Αθήνας-Πειραιώς-Προαστίων το 1965 και έκοψε 297.273 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας τη 13η θέση από της 93 ταινίες της περιόδου. Προβλήθηκε και στο εξωτερικό, αποτέλεσε επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίου, ενώ απέσπασε και βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σικάγου, με εξαιρετικές κριτικές. Η μουσική ήταν του Κώστα Καπνίση. Κάτι ακόμα που αξίζει να σημειωθεί για την ταινία είναι ότι το κινηματογραφικό ζεύγος Κοκοβίκου «ξαναζωντάνεψε» πριν μερικά χρόνια, όταν ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης το περιέλαβε στο σενάριο της ταινίας «Αν», την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος. Το ζεύγος ήταν και πάλι ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού και στην ταινία υποδύονταν τον παππού και τη γιαγιά της πρωταγωνίστριας.


Όταν «ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα»…

Οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60, πέρα από το ταλέντο των δημιουργών τους, τους σπουδαίους ηθοποιούς και τα ευρηματικά σενάρια, έμειναν στην ιστορία και για έναν άλλο λόγο: αποτελούν απτά, ρεαλιστικά και εξαιρετικά λεπτομερή ντοκουμέντα των ηθών της ελληνικής κοινωνίας. Ηθών που πλέον έχουν αποδυναμωθεί αισθητά, ενώ σε κάποιους νεώτερους φαντάζουν έως και εξωπραγματικά. Ωστόσο, αποτελούν μέρος της ιστορικής πραγματικότητας της Ελλάδας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Όπως η ελληνική ταινία με τίτλο «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα», η οποία γυρίστηκε το 1959, με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο, από την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Η ταινία αυτή αποτελούσε τη δεύτερη κατά σειρά μεταφορά στον κινηματογράφο της θεατρικής κωμωδίας των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου, με τίτλο «Η Λίζα τα θαλάσσωσε». Η πρώτη ήταν η ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου» το 1946, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1967, ακολούθησε άλλη μία, η ταινία με τίτλο «Γαμπρός από το Λονδίνο», με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Στην ταινία «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα», ο Κώστας Χατζηχρήστος αναδεικνύει για άλλη μια φορά το σπουδαίο ταλέντο του, με μια καταπληκτική ερμηνεία, που σκορπάει άφθονο γέλιο, βοηθούμενος βέβαια και από ένα δυνατό καστ ηθοποιών, όπως είναι ο Ορέστης Μακρής, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Βούλα Χαριλάου, η Νίτσα Τσαγανέα , η Αλέκα Στρατηγού, η Μπέμπη Κούλα (το πρώτο, καλλιτεχνικό επώνυμο της Νίκης Λινάρδου), η Ρούλα Χρυσοπούλου, ο Νίκος Φέρμας, η Κία Μπόζου, ο Βαγγέλης Πλοιός και ο Ράλλης Αγγελίδης. Στην ταινία, ο Χατζηχρήστος υποδύεται τον Θύμιο Μπούκουρα, ένα επαρχιώτη, ο οποίος αφήνει το χωριό του, τη Βλαχοκερασιά, και με δυο καλάθια και δυο κότες υπό μάλης, ετοιμάζεται να πάει στην Αθήνα για δουλειές. Στο σταθμό του τρένου, όμως, θα συναντήσει μια κοπέλα, τη Λίζα, η οποία είναι κόρη ενός αυστηρού και στρατιωτικού πατέρα, του Βρασίδα Μόραλη και έχει σταλεί από τον ίδιο για διακοπές, ως τιμωρία επειδή είχε αναπτύξει σχέσεις με τον αρραβωνιαστικό της πριν το γάμο. Η Λίζα προκαλεί το ενδιαφέρον του Θύμιου, ο οποίος θέλει να την βοηθήσει όταν μαθαίνει από την ίδια την ιστορία της. Όπως του είπε, πείστηκε από τα λόγια ενός ιατρού με το όνομα Μπελίρης να πάνε για βαρκάδα, ωστόσο αυτό το έμαθε ο Λάκης, ο αρραβωνιαστικός της και της έστειλε ένα γράμμα που της «κόβει τα πόδια». Διαβάζοντας, λοιπόν, αυτό το γράμμα κι ενώ είναι έτοιμη να αυτοκτονήσει, συναντά τον Θύμιο. Ωστόσο, νωρίτερα η Λίζα έστειλε άλλο γράμμα στην οικογένειά της ότι φτάνει στην Αθήνα με τον ιατρό, τον Μπελίρη, με τον οποίο τους λέει ότι παντρεύτηκε. Κάτι που δεν συνέβη ωστόσο, γιατί απλά ο ιατρός ήταν έμπορος απατεώνας και το έσκασε πριν γίνει ο γάμος. Όμως η Λίζα είχε ήδη στείλει το γράμμα. Στο τέλος, η ίδια πείθει τον Θύμιο να παραστήσει τον ιατρό στους δικούς της, προσπαθώντας να τη σώσει από την αυτοκτονία. Έτσι, ο Θύμιος θα βρεθεί σε πολύ άσχημες καταστάσεις και παρεξηγήσεις με τον πατέρα (Ορέστης Μακρής) και την οικογένεια. Φανταστείτε το γέλιο που μπορεί να προκαλέσει έναν καλοκάγαθος χωρικός, ντυμένος με τα απλά ρούχα του χωριού και κρατώντας κοφίνι με αυγά και κότες, σε όσους αναμένουν να δουν στο πρόσωπό του έναν επιστήμονα ιατρό! Τελικά, όμως, όλα θα καταλήξουν καλώς, ο Λάκης με τη Λίζα θα τα βρουν και ο Θύμιος επιστρέφει στο χωριό του με την ικανοποίηση ότι βοήθησε τους δύο νέους. Γεμάτη έξυπνες ατάκες και τραγελαφικές καταστάσεις είναι και αυτή η ταινία. Σκηνές όπως εκείνη που όλη η οικογένεια κυνηγάει τις κότες μέσα στο υπνοδωμάτιο και τον Ορέστη Μακρή να τρέχει πανικόβλητος να τις πιάσει, έχουν μείνει αξέχαστες! Ευχάριστη ατμόσφαιρα, κορυφαίοι ηθοποιοί στις καλύτερες στιγμές της καριέρας τους, αλλά και εικόνες από μια Αθήνα που «έσβησε», συνθέτουν μια πολύ καλή ταινία, που βλέπεται ξανά και ξανά. Η μουσική ήταν του Τάκη Μωράκη, ενώ το σενάριο και η σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου. Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1959-1960, έκοψε 70.549 εισιτήρια και κατέλαβε την 8η θέση σε 52 ταινίες της σεζόν εκείνης.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία