Άσε τα κουμπάκια, μικρέ...

Άσε τα κουμπάκια, μικρέ...
O Nίκος Παπαδογιάννης πέρασε τις μέρες του καύσωνα στο Βέλγιο, στο κορυφαίο ροκ φεστιβάλ της Ευρώπης.

Στο φεστιβάλ του Werchter, υπήρξαν γραμματάκια που χάλασαν κόσμο: «FF» στα καπελάκια των αναρίθμητων οπαδών των Foo Fighters, «SOAD» στις καρδιές όσων βλέπουν στα πρόσωπα των ατίθασων Αρμένιων ένα ισχυρό αντίδοτο στο δηλητήριο του Τραμπ, «Alt-J» για εκείνους που υποψιάζονται ότι γεννήθηκε μία νέα indie υπερδύναμη, «Blink-182» για κάποιους που επιμένουν στη ροκ των κρουαζιερόπλοιων, «ΟΚΝΟΤΟΚ» από τον κωδικό της επετειακής επανέκδοσης του «OK Computer».

Ωστόσο, ήταν μία σειρά από 5 πελώρια κεφαλαία γράμματα εκείνη που σκόρπισε ανατριχίλα: «QATAR».

Γραμμένο στην κοιλιά ενός αεροπλάνου, της αεροπορικής εταιρίας της χώρας που υποτίθεται ότι υποθάλπει τη τζιχαντιστική τρομοκρατία, σε χαμηλή πτήση πάνω από τα χωράφια του φεστιβάλ, για να το βλέπουν όλοι και να αγριεύονται.

Βέλγιο; Συναυλία; Τρομοκράτες; Αεροπλάνο; Βρε μπας και….

Το σιδερένιο πουλί συνέχισε την άκακη πορεία του προς το γειτονικό αεροδρόμιο του Ζάβεντεμ και το Werchter ολοκληρώθηκε αναίμακτα. Βοήθησαν, στην ομαλή διεξαγωγή, τα ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας.

Η είσοδος των 90.000 φεστιβαλιστών στον χώρο γινόταν μέσα από 30 ανιχνευτές μετάλλων, ενώ γινόταν και ξεχωριστός έλεγχος στις τσάντες και στα σακκίδια. Αυτό, φυσικά, έφερε μεγάλες ουρές.

Τα 45-60 λεπτά της αναμονής κατέστρεψαν το μεσημεριανό σκέλος της δικής μας wishlist, αλλά εντάξει, έτσι κι αλλιώς δεν κόβουμε φλέβες για τους Dropkick Murphys ούτε για τους Blues Pills ούτε για τους Cigarettes After Sex (συχνάζουν και στην Ελλάδα άλλωστε).

Όσο για τον Seasick Steve, αυτόν τον είχαμε συνεχώς μέσα στα πόδια μας, όσοι στήναμε στασίδι στα κάγκελα, μπροστά, δεξιά. Βγάλαμε ακόμα και σέλφι, για να μη λέτε ότι σας κοροϊδεύουμε.

Λίγο ακόμη και θα τον βάζαμε να μας τραγουδήσει καμιά πριβέ μπλουζιά στα διαλείμματα ανάμεσα στις συναυλίες...

Μπλουζίστας-ξεμπλουζίστας, ο Στηβάρας, χόμπο-ξεχόμπο, μια χαρά καθόταν και άκουγε τις γοητευτικές (αν και ανιαρές) ηλεκτρονικούρες του James Blake.

Άλλοι στη θέση του θα εκτόξευαν πατσαβούρες. «Άσε τα κουμπάκια μικρέ και πούλα την ψυχή σου στον διάβολο να καταλάβεις τι εστί βερύκοκο».

Το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που έχω να καταθέσω μετά το φετινό Werchter (δεύτερο για την αφεντιά μου, μετά από εκείνο του 2015), είναι ότι οι Radiohead ζουν γύρω στους 90 πλανήτες πιο πέρα από κάθε άλλο συγκρότημα.

Η 20ή επέτειος από την έκδοση του ορόσημου «OK Computer» τους βρίσκει σε τρομακτική φόρμα και σε σπάνια κρίση εξωστρέφειας: «Χαίρετε, έχουμε στις αποσκευές μας το κορυφαίο άλμπουμ των τελευταίων δεκαετιών και ήρθαμε να σας πάρουμε τα κεφάλια».

Λίγη ώρα νωρίτερα, προσπάθησαν με αρκετή επιτυχία να μας πάρουν τα ίδια κεφάλια οι Royal Blood, οι οποίοι φαίνονται ικανοί να ξωπετάξουν τους Black Keys από τον παλιό θρόνο των White Stripes. Δύο τύποι χωρίς κιθάρες από τη Λούτσα της Αγγλίας, δηλαδή το Μπράιτον!

Αποδείχθηκε σχεδόν απαράβατος, ο κανόνας του τετραημέρου: ό,τι προερχόταν από την ένθεν ακτή του Ατλαντικού είχε ενδιαφέρον, ενώ όσα προέρχονταν από την απέναντι περνούσε χωρίς να ακουμπάει. Για τα δικά μας γούστα, τουλάχιστον.

Ίσως βέβαια να μας επηρέασαν οι ορδές των μεθυσμένων κουφιοκέφαλων με τα ανάποδα καπελάκια και το προεκλογικό πρόγραμμα του Τραμπ στην κωλότσεπη.

Συγγνώμη, όμως, ποιος αντέχει δύο ώρες Linkin Park με τη μηδενική έμπνευση και τη στείρα αναχρονιστική αγριάδα; Από πού και ως πού κερδίζουν θέση headliner μπροστά από τους Arcade Fire oι Κings Of Leon;

Για ποιον ακριβώς λόγο θα πρέπει να θεωρήσουμε κορυφαίο συγκρότημα τους Foo Fighters, με το τετραγωνισμένο, σχεδόν σχολικό ροκ και την ισχνή σε όλα τα επίπεδα πλην κόμμωσης παρουσία του Dave Grohl;

Yποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, κιθάρα-μπάσο-ντραμς-μουγκρητά ad nauseam. Ίσως απλώς να μεγαλώσαμε εμείς.

Στους Kings of Leon αντέξαμε μέχρι το 5ο τραγούδι, στους Linkin Park μέχρι το 4ο, ενώ τους Foo Fighters τους εγκαταλείψαμε στα 2/3 της συναυλίας, μετά την ευπρόσδεκτη μπαλάντα Skin And Bones και το ντουέτο με την Allison Mosshart των Κills (και άλλοτε του Jack White).

Οι Κills ήταν πάρα πολύ καλοί, ιδίως σε ρόλο απογευματινής ατραξιόν για να ζεσταθεί το κοινό στη μεγάλη σκηνή, την ώρα που πρέπει κάπως να πολλαπλασιαστούν οι στροφές.

Οι Alt-J έθελξαν όσους τους αντιμετώπισαν για υπομονή, αλλά τα φεστιβάλ των 90.000 θεατών δεν είναι ο ιδανικός βιότοπος για ροκ που απευθύνεται αποκλειστικά στον εγκέφαλο, σαν διδακτορική διατριβή.

Tη Lorde δυστυχώς τη χάσαμε επειδή έπρεπε να πιάσουμε έγκαιρα θέση για τους Arcade Fire. Από τη Βeth Ditto προλάβαμε λίγο, αλλά ήταν αρκετό για να μας κάνει να θέλουμε περισσότερο, όπως και η περιορισμένη δόση Savages.

H σόουλ του Rag’n’Bone Man μας γλύκανε την ψυχή, όπως και η σχολική αθωότητα της Maggie Rogers. Οι Future Islands έμοιαζαν σαν αυτό που προκύπτει αν πάρεις τους Editors και αφαιρέσεις την έμπνευση και το χάρισμα.

Οι White Lies έχουν ωριμάσει απίστευτα από τότε που τους πρωτοείδαμε στην Αθήνα και αντέχουν πια το βάρος μίας μεγάλης σκηνής.

Χάσαμε και τους Warpaint, αλλά θα το ξεπεράσουμε. Toυς Pretenders τους πετύχαμε κάποτε στο Νιου Τζέρσεϊ στο παλιό στέκι του Springsteen (Stone Pony), οπότε προτιμήσαμε να μείνουμε με εκείνη τη -θαλασσινή- αύρα.

Τους System Of A Down δεν τους χρεώνω στην Αμερική, αλλά στην Ευρώπη, λόγω Αρμενίας. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι να βρεθούν σύντομα σε κάποια μαύρη λίστα του ακατανόμαστου πλανητάρχη και να απελαθούν, ως μετανάστες ή ως, ξέρω γω, τρομοκράτες.

Ήταν ένα από τα συναυλιακά μου απωθημένα και δεν βρίσκω κακή κουβέντα να πω, τώρα που ικανοποιήθηκε. Υποθέτω ότι έχουν χάσει κάτι από την καταιγιστική ορμή της νιότης, αλλά αυτό μπορεί να είναι και καλό, αφού γλυκαίνει λίγο τη μουσική τους και αναδεικνύει τις μελωδίες, δίχως να στρογγυλεύει τις γωνίες.

Το ίδιο περίπου στοίχημα είχαν να αντιμετωπίσουν οι Prophets Of Rage, δηλαδή ο πυρήνας των πρώην Rage Against The Machine, με τον ισπανόφωνο άλλοτε frontman των Cypress Hill B-Real αντί του τραγουδιστή Zach de la Rocha, αλλά με δύο μέλη των Public Enemy σε πρώτο πλάνο.

Το αποτέλεσμα θυμίζει ομάδα μπάσκετ με κακή χημεία, αλλά οι ρυθμοί παραμένουν τσουνάμι και το ξύλο ανελέητο.

«Θα κλείσουμε με ένα από τα πιο επικίνδυνα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ», είπε ο Chuck D πριν ο Τοm Morello παίξει με την κιθάρα που έγραφε Fuck Trump τις πρώτες νότες του «Killing In The Name Of». Ποιος να φέρει αντίρρηση σε τέτοιο επιχείρημα;

Η απογοήτευση του Werchter, για εμάς που θέλαμε να δούμε πάνω απ’όλα αυτούς, ήταν οι μεγαλόσχημοι Arcade Fire. Όχι ότι ήταν κακοί, ποτέ δεν θα γίνουν κακοί, αλλά το ίχνος τους δεν έχει πια παρά ελάχιστη επαφή με την ξεχωριστή indie που τους έκανε ήρωες.

Το vibe θύμιζε περισσότερο ευρωκλάμπινγκ και ABBA, παρά το εμβληματικό «Neon Bible» ή τις πιο δύσβατες στροφές του «Reflektor». Έχει ξανατύχει άραγε άλλη σετλίστ των AF με τόση έμφαση στο αδιάφορο «Suburbs»;

Λίγο πριν ξεκινήσει το live τους έγραφα στο Twitter ότι ανυπομονούσα να δω «την καλύτερη, ίσως, μπάντα του κόσμου». Σήμερα, πια, δεν έχω διάθεση να ακούσω ούτε τον καινούριο δίσκο τους.

Το εισιτήριο για όλα αυτά τα καλούδια, μαζί με αμέτρητα άλλα που ήταν μαθηματικά αδύνατο να προλάβει ένας (τρελο)πενηντάρης χωρίς να καταρρεύσει, κόστιζε 236 ευρώ. Το ημερήσιο, περίπου μία 100άρα.

Ένα μικρό ποτήρι συμπαθητικής βελγικής μπίρας έκανε 2,5 ευρώ με προαγορασμένα κουπόνια ή 2,75 πληρωμένο επί τόπου με κάρτα ή 3 ευρώ μετρητοίς. To φαγητό ήταν μάλλον ακριβό, αλλά και η ποικιλία αφάνταστη.

Kαι ο καιρός, ιδανικός: 10-20 βαθμοί, δίχως σταγόνα βροχής τα βράδια. Η Ελλάδα, στο μεταξύ, καιγόταν.

Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, το Werchter με τις 3 σκηνές και τα ευρύχωρα κάμπινγκ είναι το καλύτερα οργανωμένο φεστιβάλ στον κόσμο, όπως αποδεικνύεται και από τα μόλις 50 λεπτά που σπαταλούσα κάθε βράδυ για να μετακινηθώ από το pit της σκηνής ως τον σιδηροδρομικό σταθμό του Leuven, 25 χιλιόμετρα μακριά. Σε φεστιβάλ με 90 χιλιάδες κόσμο!

Εμείς οι γερόλυκοι δεν είμαστε βέβαια για κάμπινγκ, αλλά με λίγη τύχη βρήκαμε δίκλινο δωμάτιο στην πανέμορφη μεσαιωνική φοιτητούπολη με 125 ευρώ, τσιμπημένη τιμή για τις συγκεκριμένες μέρες φυσικά.

Σημειωτέον, τέλος, ότι ήδη ανακοινώθηκε ο headliner για το Werchter του 2018 και βγαίνουν σε κυκλοφορία τα εισιτήρια. Ευτυχώς δεν είναι του γούστου μου ο Εd Sheeran, διότι χρειάζομαι 1-2 χρόνια για να ξαποστάσω.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.