«Πασόκ φωνάζω και δεν αλλάζω»; Πάψε ρε...

Miltos+
«Πασόκ φωνάζω και δεν αλλάζω»; Πάψε ρε...
Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης μας πάει σε κάποιες ρετρό εκλογές, πριν από πολλά χρόνια. Ελπίδες χαμένες, γράμματα χαμένα, το ΄χαμε χαμένο. Αλλά σε κάτι τα βρίσκαμε!

Ήταν το απόγευμα κάποιας από τις τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν το «βρώμικο ΄89». Ο καφενές του Μπάφα ήταν άδειος από κόσμο, ίσως επειδή τότε απαγορευόταν ακόμα στα μαγαζιά να πουλάνε ή να σερβίρουν αλκοολούχα ποτά, υπό το φόβο μεθυσμένων επεισοδίων που ...έτσι κι αλλιώς γίνονταν, ειδικά μεταξύ αφισοκολλητών. Ωστόσο, η μεγάλη έγχρωμη τηλεόραση και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των θαμώνων, μπορούσαν να εγγυηθούν πως από τη στιγμή που θα άρχιζαν τα αποτελέσματα μέχρι να βγει κυβέρνηση -σιγά μην έβγαινε- ο καφενές θα έσφυζε από ζωή, έστω σερβίροντας μόνο καφέδες, γκαζόζες και ποικιλίες με τσίπουρα κάτω απ΄ το τραπέζι. Γι΄ αυτό ο φίλος μας ο Δεμπασκαλάς που δούλευε στου Μπάφα, βρισκόταν σε πυρετώδεις προετοιμασίες, γεμίζοντας ψυγεία και πλένοντας ποτήρια. Ένας σωστός εργάτης, ο οποίος φυσικά είχε ψηφίσει τον -ολόφρεσκο τότε- Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, που είχε προκύψει από τη συνεργασία των κομμάτων της Αριστεράς σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο και εν μέσω ...πάμπερς, Κοσκωτά, Χέρφιλντ, Γιακούμπ και γυμνών φωτογραφιών της Δήμητρας, παράνομου δεσμού -ακόμα τότε- του Αντρέα.

Εκτός από τον κομμουνιστή Δεμπασκαλά, στον καφενέ είχαμε πάει από νωρίς κι εγώ με τον φίλο μου τον Φώτη, που τραγουδούσε «ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία», την οποία είχε ψηφίσει, επειδή ο τοπικός υποψήφιος είχε τάξει στον πατέρα του, τον Σαυρογιώργη, πως θα τον έμπαζε στο Δημόσιο. Ο Μπάφας, από την άλλη, ψήφισε Πασόκ, με αντικειμενικά κριτήρια. «Είδατε βυζάρες η Δήμητρα, ρε χαϊβάνια; Νογάει ο Αντρέας. Σαν εμένα είναι, που δεν τη θέλω τη γυναίκα για να χαϊδεύω, αλλά για να παλεύω»! Ήμουν, λοιπόν, στον ίδιο χώρο με έναν ιδεολόγο δεξιό, έναν ιδεολόγο Πασοκτζή κι έναν ιδεολόγο αριστερό, τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ο ...Ηδακλής ο Μπάδας.

Παλιός συμμαθητής ήταν ο Ηδακλής και τον φωνάζαμε έτσι επειδή το δικό του αλφάβητο, είτε ήταν ελληνικό είτε εγγλέζικο, είχε ένα γράμμα λιγότερο. Εικοσιτρία ελληνικά, εικοσιπέντε εγγλέζικα. «Χάου αδ γιου, Χέδακλες;», τον ρωτάγαμε, «βέδι γουέλ», απάνταγε. Ο Φώτης, μάλιστα, πρώτο πειραχτήρι, είχε μετατρέψει το κατάλληλο τραγούδι, το οποίο του τραγούδαγε η μισή τάξη εν χορώ...

 

«Κόδη καδαβοκύδη, κόδη καδαβοκύδη,
κόδη καδαβοκύδη κι όμοδφη κοπελιά,
κοδμί κυπαδισσένιο λυγάς σα λυγαδιά.
Λυγαδιά, λυγαδιά, εσένα έχω στην καδδιά,
λυγαδιά, λυγαδιά, θα σε κλέψω μια βδαδιά».

Το -υπό άλλες συνθήκες- μαρτύριο του Ηδακλή, που στην αρχή φώναζε «πάψε, δε», δεν σταμάταγε στο ρεφρέν, καθώς ο Φώτης είχε φροντίσει να μάθουμε κι άλλο κουπλέ, που επίσης ήταν γεμάτο ...δέλτα:

«Το φεγγαδάκι δώτα, το φεγγαδάκι δώτα,
το φεγγαδάκι δώτα και τ΄ άστδα να σου πουν,
τα μάτια μου πώς κλαίνε όταν σε θυμηθούν.
Λυγαδιά, λυγαδιά, εσένα έχω στην καδδιά,
λυγαδιά, λυγαδιά, θα σε κλέψω μια βδαδιά».

Σκληρά τα παιδιά με τις αδυναμίες των άλλων, ωστόσο ο Ηδακλής δεν μάσαγε πουθενά κι όταν τελειώναμε εμείς, ξεκίναγε εκείνος με το κουπλέ που τον βόλευε: «Σαϊτεμένο μ΄ έχεις, σαϊτεμένο μ΄ έχεις...», προλάβαινε να πει πριν τον κόψει ο Φώτης και συνεχίσει: «...σαϊτεμένο μ΄ έχεις κι αυτό δεν έχει δο κι αφού δεν έχει δοοο, άλλο δεν τδαγουδώ»! Πέρα από το λειψό του αλφάβητο, ο Ηδακλής ήταν ψυχούλα. Καλό παιδί, φίλος πιστός, λίγο ελαφρύς και περιορισμένης ευθύνης, αλλά πάντα χαμογελαστός. Εκτός από τότε που έμαθε πως ο στρατιωτικός πατέρας του, ο Μήτσος ο Μπάρας, πήρε μετάθεση για τη Λήμνο κι έμπηξε τα κλάματα στη μέση της τάξης, όταν ήμασταν στην Τρίτη Γυμνασίου. Έκτοτε τον χάσαμε και επανεμφανίστηκε εκείνη την περίοδο, όταν ο πατέρας του κατάφερε να πάρει την πολυπόθητη μετάθεση -με βύσμα στο Πασόκ- και να επιστρέψει στη μάνα, άπειρη γη. Ο Ηδακλής, ωστόσο, δεν επέστρεψε μαζί του, καθώς παρότι ελαφρύς, είχε καταφέρει να περάσει στη Νομική Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τα χνάρια του ρήτορα Δημοσθένη, που προφανώς ήταν το μεταφυσικό ...άλτεδ έγκο του!

Είχε έρθει στο χωριό για να ψηφίσει κι όταν μπήκε -πάντα χαμογελαστός- στον καφενέ, όλοι σηκωθήκαμε να τον καλωσορίσουμε. «Κάτσε Ηδακλή, να σε κεδάσουμε μια ποδτοκαλάδα», άρχισε να τον πειράζει ο Φώτης κι ο Ηδακλής έπιασε το δικό του ρεφρέν, ανάλογο του «δεν πας καλά» που ...έφτυνε πάντα από το στόμα ο Δεμπασκαλάς. «Πάψε, δε», έλεγε ο Ηδακλής, που όταν η συζήτηση έφτασε στα πολιτικά, είχε φτιάξει σύνθημα στα ...μέτρα του, χωρίς ρο: «Πασόκ φωνάζω και δεν αλλάζω», είπε, «δεν πας καλά» του είπε ο Δεμπασκαλάς, «μπράβο, Ηρακλάρα, είδες βυζάρες η Δήμητρα;», φώναξε ο Μπάφας, που δεν έβαζε δέλτα αντί για ρο και πάντα μας πρόγκαγε όταν πειράζαμε τον Ηδακλή. Πάνω που πήγε να φουντώσει η ...πολιτική κουβέντα, χάσαμε όλοι τη λαλιά μας όταν μπήκε στον καφενέ η μεγάλη αδερφή του Ηδακλή, η Βάνα, που τη λέγανε Βαρβάρα και που μάλλον τη φωνάζανε Βάνα για προφανείς λόγους. Φαντάζεστε να ήθελε να τη φωνάξει ο Ηδακλής ...Βαρβάρα;

Η Βάνα του είπε πως τον ήθελε ο πατέρας τους στο σπίτι, αλλά εμείς μπήκαμε σε διαδικασία να τους κρατήσουμε και τους δυο εκεί. Τόση ήταν η ...υπερένταση που μας προκάλεσε η Βάνα, που ο Φώτης άρχισε να βάζει ρο στις -ανήθικες- προτάσεις που έκανε στον Ηδακλή: «Καθίστε να σας κεράσουμε μια μπιρίτσα, ρε Ηρακλάκο», είπε, «πάψε, δε», του απάντησε ο Ηδακλής αιτιολογώντας την άρνηση με δύο επιχειρήματα: «Με θέλει σπίτι ο πατέδας και σήμεδα απαγοδεύεται το αλκοόλ». Περιέργως, δεν γέλασε κανείς. Ίσως επειδή είχαμε μείνει όλοι με ανοικτό το στόμα κοιτάζοντας μια ...λεπτομέρεια που δεν ήταν καθόλου λεπτομέρεια. Μια ανατομική ..ανωμαλία, που ξύπναγε την ανωμαλία μέσα μας. Η Βάνα είχε τον κώλο στην ...πλάτη. Ήταν ένα θαύμα της φύσης. Είχε έναν ...μπιμπίκο που συναντάς μόνο σε μουλάτες της Καραϊβικής, σε Κούβα ή Άγιο Δομίνικο! Φόραγε μια στενή, λουλουδάτη παντελόνα κι αυτό το θαύμα κουνιόταν μέσα της σαν τα ζελέ στις διαφημίσεις.

Μέχρι κι ο Δεμπασκαλάς έλυσε τη σιωπή του για να τον περιγράψει, όταν ο Ηδακλής και η Βάνα μας χαιρέτησαν και αποχώρησαν. «Σαν να έχει δυο νταούλες μέσα στο παντελόνι της», είπε, «δεν πας καλά» του είπαμε, «πάψε, δε» φώναξε ο Φώτης που άρχισε να βάζει με το νου του. «Να το στήσεις αυτό καταής, να βρέξεις μια τάβλα και να το κοκκινίσεις. Να το πελεκήσεις με μια βίτσα κρανίσια, για να μαλακώσει το κρέας», λες κι η Βάνα ήταν καμιά παλιοπροβάτα και θα την ψήναμε στη σχάρα.

Τώρα που ξανάφερα στη μνήμη αυτή τη σκηνή, θυμάμαι καθαρά τη λουλουδάτη παντελόνα και πώς κουνιόταν μέσα το ζουμερό, τριζάτο περιεχόμενό της. Δεν θυμάμαι, όμως, μια άλλη ...λεπτομέρεια: το πρόσωπο της Βάνας. Ούτε το αποτέλεσμα εκείνων των εκλογών φυσικά, παρότι πρέπει να ήταν οι πρώτες που ψήφισα. Λέτε γι΄ αυτό να γίναμε ...κώλος ως χώρα;

Μέχρι να ξεχάσω αυτά που ...δεν πρέπει και να θυμηθώ αυτά που πρέπει, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...