Ο Μπαρτομέου κράτησε τον Βαλβέρδε μέχρι να βρει κάποιον να του μοιάζει

Ο Μπαρτομέου κράτησε τον Βαλβέρδε μέχρι να βρει κάποιον να του μοιάζει

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Ο Μπαρτομέου κράτησε τον Βαλβέρδε μέχρι να βρει κάποιον να του μοιάζει

bet365

Γιατί δεν άλλαξε προπονητή το περασμένο καλοκαίρι η Μπαρτσελόνα; Γιατί είναι τόσο περιορισμένες οι επιλογές της για τον πάγκο; Ο Βασίλης Σαμπράκος ανοίγει το "μαύρο κουτί" της Μπαρτσελόνα και γράφει για την ισορροπία της συμβίωσης της «Mes Que Un Club» κουλτούρας με την επιχειρηματική κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης στη Βαρκελώνη.

Η όψη, η γλώσσα του σώματος, το βλέμμα, οι ρυτίδες στο μέτωπο, το ηχόχρωμα της φωνής του, και το περιεχόμενου του λόγου του Ερνέστο Βαλβέρδε όταν στήθηκε μπροστά από την κάμερα της παραγωγής του ντοκιμαντέρ της Μπαρτσελόνα για την περίοδο 2018-’19 τρεις μέρες μετά τον οδυνηρό αποκλεισμό από την Λίβερπουλ στο Champions League δημιούργησαν ένα συνταρακτικό τρίλεπτο που εξηγούσε λεπτομερώς στην διοίκηση της Μπάρτσα ότι πρέπει να αλλάξει προπονητή. «Επειδή μας βλέπει παντού λαμπερούς και ατρόμητους, ο κόσμος νομίζει ότι είμαστε υπεράνθρωποι, αλλά δεν είμαστε. Φυσιολογικοί άνθρωποι είμαστε, και γι’ αυτό είναι φυσιολογικό να είμαστε τώρα συντετριμμένοι και να δυσκολευόμαστε πολύ να ανακάμψουμε», ήταν μέσες άκρες το περιεχόμενο του λόγου που κατάφερε να αρθρώσει ο Βαλβέρδε, με την παραδοχή ότι όπως οι ποδοσφαιριστές έτσι και εκείνος είδε στο Ανφιλντ το φάντασμα της Ρώμης. Στα μάτια του θεατή όλο αυτό, σε συνέχεια όσων είχε δει και αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης φοράς που η Μπαρτσελόνα έζησε μαζί του έναν όμοιο οδυνηρό αποκλεισμό, ήταν αρκετό για να οδηγηθεί στην απόφαση της αντικατάστασης προπονητή.

Το περασμένο καλοκαίρι η αλλαγή δεν ήταν επιβεβλημένη επειδή ήταν ανεπαρκής ο Βαλβέρδε ως προπονητής. Ηταν επειδή όλος ο οργανισμός της Μπαρτσελόνα και ειδικά η κοινωνία των αποδυτηρίων είχε ζήσει μαζί του δύο φορές το ίδιο κακό έργο. Με τη Ρόμα έζησε για πρώτη φορά τον εφιάλτη, απέναντι στην Λίβερπουλ είδε ξανά το φάντασμα της Ρόμα, όπως οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραδέχονταν μπροστά στην κάμερα. Αυτό το φάντασμα, αυτό το συνεχές μετατραυματικό στρες που βίωναν οι ποδοσφαιριστές ήταν από μόνο του λόγος για αντικατάσταση του προπονητή. Με την επιλογή του να διατηρήσει τον Βαλβέρδε στον πάγκο, ο πρόεδρος Ζοζέπ Μαρία Μπερτομέου αποφάσιζε να πάει κόντρα σε έναν βασικό νόμο της φύσης του ποδοσφαίρου: κατά την δοκιμασία, όταν η ομάδα δέχεται γκολ ή της συμβαίνει κάτι αναπάντεχο και δυσάρεστο, ο ποδοσφαιριστής στρέφει το βλέμμα του προς τον πάγκο για να τονωθεί ψυχολογικά, να ηρεμήσει και να βοηθηθεί προκειμένου να ανασυνταχθεί. Στις στιγμές της δοκιμασίας, οι ποδοσφαιριστές της Μπαρτσελόνα από τον Οκτώβριο του 2018 και έπειτα έστρεφαν το κεφάλι προς έναν προπονητή που αμφέβαλε. Από τον Μάιο του 2019 και έπειτα, δηλαδή μετά και από τον αποκλεισμό από την Λίβερπουλ, οι ποδοσφαιριστές έστρεφαν το βλέμμα προς τον πάγκο και αντίκριζαν έναν προπονητή που αδυνατούσε να μείνει στον ρόλο που του υπαγόρευε το εγχειρίδιο του προπονητή της Μπαρτσελόνα. Φιλοσοφικά, η Μπαρτσελόνα ζητεί από τον προπονητή της να μένει ανέκφραστος όταν δεν μπορεί να διατηρήσει την θετική στάση του προς την ομάδα. Με άλλα λόγια, όταν ο προπονητής δεν μπορεί με τα λόγια, τις κινήσεις και τις εκφράσεις να δώσει κουράγιο και ενθάρρυνση, η Μπαρτσελόνα θέλει από αυτόν να καταφέρνει το ελάχιστο: να μη δείχνει τον προβληματισμό ή πολύ περισσότερο την απογοήτευση και την απόγνωσή του.

Ο Βαλβέρδε δούλεψε πολύ εσωτερικά προκειμένου να καταφέρει να συμπεριφέρεται, να στέκεται στο ύψος των απαιτήσεων της Μπαρτσελόνα. Όπως όμως είπε, είναι άνθρωπος και μάλιστα όχι κάποιος που έχει αποφασίσει να πουλήσει την ψυχή του στο διάολο προκειμένου να καταφέρει να σηκώσει το τρόπαιο του Champions League και να μεγαλώσει την απήχηση του brand name του προκειμένου να παραπλουτίσει. Στην πραγματικότητα ο Βαλβέρδε, όπως οι οικείοι του ομολογούσαν από τότε, ήξερε από τον Μάιο του 2017, δηλαδή από τον καιρό που αναλάμβανε, ότι αυτή η δουλειά μπορεί να αποδειχθεί κρεατομηχανή και να απειλήσει να τον συνθλίψει με όρους ανθρώπινους αν δεν κατάφερνε να δώσει ξανά στην Μπαρτσελόνα το τρόπαιο του Champions League. Ο Βαλβέρδε αμφέβαλε από τότε ότι είναι ο κατάλληλος «άνθρωπος» για τη δουλειά, αλλά δεν μπόρεσε να πει όχι σε αυτή την προσφορά εργασίας και να ζήσει με την «τι θα γινόταν αν είχα αποδεχθεί την πρόταση και είχα αναλάβει την Μπαρτσελόνα;» απορία στη ζωή του.

Το εγχειρίδιο πρόσληψης προπονητή

Το περασμένο καλοκαίρι, δεδομένου ότι αποφάσιζε να κρατήσει τον Βαλβέρδε, ο Μπαρτομέου θα έπρεπε, αν άκουγε τους ψυχολόγους, να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στην ανθρωπογεωγραφία των αποδυτηρίων της Μπαρτσελόνα. Θα έπρεπε να ακολουθήσει τα χνάρια της Ντόρτμουντ, η οποία με καθυστέρηση ενός έτους, το καλοκαίρι του 2018, επιχείρησε μια θεαματική ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού της προκειμένου να βγάλει από τα αποδυτήρια όσο το δυνατόν περισσότερους από τους μάρτυρες της τρομοκρατικής επίθεσης που είχε δεχθεί το λεωφορείο της τον Απρίλιο του 2017. Στο ντοκιμαντέρ της Ντόρτμουντ ο διευθύνων σύμβουλός της, ο Χανς Γιόακιμ Βάτσκε διηγείται την ιστορία σχετικά με τις συμβουλές που είχε δεχθεί, και είχε προσπεράσει, περί της ανάγκης να αλλάξει «προσωπικό» προκειμένου να βοηθήσει την Ντόρτμουντ να διαχειριστεί και να ξεπεράσει όλες αυτές τις συνέπειες του «μετατραυματικού στρες» που κατέβαλε την πλειονότητα αν όχι το σύνολο των ανθρώπων που έζησαν αυτή την ιστορία. «Κάναμε λάθος να μη δώσουμε σημασία, αργήσαμε να το καταλάβουμε, νιώσαμε ότι δεν ήταν ηθικό να αντικαταστήσουμε άμεσα πολλούς, αλλά τελικώς έστω με καθυστέρηση το κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε», λέει με σκοτεινή έκφραση που προδίδει μια μαύρη ειλικρίνεια ο 61χρονος μάνατζερ μπροστά στην κάμερα. Εκτός όλων των άλλων (παικτών), η Ντόρτμουντ άλλαξε αμέσως προπονητή, τον Τόμας Τούχελ.

Ο Μπαρτομέου ήξερε ότι δεν μπορεί να αλλάξει τους ποδοσφαιριστές. Κι ενώ το ήξερε, δεν έκανε το «εύκολο», να αλλάξει τον προπονητή. Γιατί; Διότι όλη η «αυλή» της Μπαρτσελόνα που έχει λόγο για την αγωνιστική ταυτότητα, τη μεθοδολογία εκπαίδευσης των ποδοσφαιριστών και τον αυτοπροσδιορισμό της Μπαρτσελόνα με όρους ποδοσφαιρικούς δεν θα επέτρεπε ποτέ στον πρόεδρο να βάλει στα αποδυτήρια έναν προπονητή που δεν είναι συμβατός με τις αρχές της. O Μπαρτομέου έψαχνε μια εύκολη και λαμπερή λύση, αλλά η Μπαρτσελόνα ως κοινωνία δεν θα επέτρεπε στον πρόεδρο να προσλάβει έναν προπονητή που δεν θα ακολουθούσε το εγχειρίδιό της. Από το 2008, που άρχισε να ζει με τον Πεπ Γκουαρδιόλα, ο σύλλογος έβαλε νέες προδιαγραφές που ορίζουν τη σχέση του με την προπονητική. Δεν επιτρέπει την πρόσληψη κάποιου του οποίου το προηγούμενο έργο δεν είναι συμβατό με τη δική της φιλοσοφία. Και δεν σταματά εκεί η παρεμβατικότητά της προς τον προπονητή. Από το 2008 και έπειτα η Μπαρτσελόνα δεν αλλάζει ποτέ μεθοδολογία προπόνησης. Επιμένει να βαδίζει στην πεπατημένη του Γιόχαν Κρόιφ, την οποία επέτρεψε μόνο στον Γκουαρδιόλα να εξελίξει και να διαφοροποιήσει. Και έκτοτε ο Πάκο Σεϊρούλ Λο και οι υπόλοιποι «σοφοί» - υπεύθυνοι της μεθοδολογίας της Μπαρτσελόνα βρίσκονται εκεί για να εξηγούν εκ των προτέρων στον νέο προπονητή πώς πρέπει να δουλέψει, αλλά και για να τον επαναφέρουν στην περίπτωση που παρεκκλίνει των αρχών της μεθοδολογίας της Μπάρτσα. Από το 2008 μέχρι σήμερα η Μπαρτσελόνα δεν έχει ξεφύγει ποτέ από τους κανόνες προπόνησης, που την χωρίζουν σε τρεις συγκεκριμένες διαφορετικές ενότητες και απαιτούν το 95% της δουλειάς να γίνεται με τη μπάλα στα πόδια.

Η Μπαρτσελόνα θέλει έναν προπονητή που ασπάζεται και εμπνέεται από την μέθοδό της. Απαιτεί από αυτόν να αυτοπροσδιορίζεται ως κάποιος που στέκει στο ίδιο ύψος, ιεραρχικά, με τους ποδοσφαιριστές και κάνει δημοκρατικό μάνατζμεντ, δημιουργώντας ένα καθεστώς ετεραρχικό. Ζητεί από αυτόν να χρησιμοποιεί την γλώσσα της, από την οποία αναδύεται η νοοτροπία και η φιλοσοφία της. Για παράδειγμα, του προπονητή της Μπαρτσελόνα δεν του επιτρέπεται να λέει «να κλέψουμε την μπάλα», διότι το «κλέβω» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της· υπάρχει μόνο το «επανακτώ την κατοχή της μπάλας». Η Μπάρτσα χρησιμοποιεί άλλη γλώσσα, διότι το θεωρεί απαραίτητο προκειμένου να εκπέμπει – ο προπονητής – σωστά τα μηνύματα της νοοτροπίας της.

Για τους ποδοσφαιριστές, όπως μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει μελετώντας τα ντοκιμαντέρ της Μπαρτσελόνα, ο Βαλβέρδε ήταν ο «Ερνέστο», όπως τον φώναζαν: κάποιος με τον οποίο θα αστειεύονταν και θα επικοινωνούσαν με την ίδια καθομιλουμένη που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, ο οποίος στη συνείδησή τους ήταν ο «επικεφαλής», ο «προϊστάμενος», κάποιος τον οποίο αποδέχονταν ως προπονητή αλλά σε καμία περίπτωση αυτός που ορίζει το μέλλον τους στην Μπαρτσελόνα. Αυτόν τον ρόλο δεν θα μπορούσε ποτέ να τον υπηρετήσει κάποιος που έχει υιοθετήσει τον τρόπο της ηγεσίας ενός Μουρίνιο. Και η Μπαρτσελόνα ως κοινωνία δεν θα ήθελε ποτέ να ξαναδεί προπονητή με μεγάλο «εγώ», με εξαίρεση τον Πεπ Γκουαρδιόλα, δηλαδή έναν δικό της άνθρωπο, τον διάδοχο του Κρόιφ.

Η παράμετρος «Μέσι»

Κοντά σε όλα αυτά ο Μπαρτομέου έπρεπε πάντα να λαμβάνει από προεπιλογή υπόψη του τον παράγοντα «Μέσι». «Είναι ένα αστείο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, στην κοινωνία του ποδοσφαίρου, ότι στην Μπαρτσελόνα η προπόνηση δεν ξεκινά ποτέ προτού πατήσει το χόρτο ο Μέσι», λέει μπροστά στην κάμερα του ντοκιμαντέρ της Ντόρτμουντ ο διευθύνων σύμβουλός της, ο Γιόακιμ Βάτσκε σε μια προσπάθεια να εξηγήσει ότι ο δικός του σύλλογος δεν επιτρέπει στους ποδοσφαιριστές να επιβάλουν το «εγώ» τους στη λειτουργία της ομάδας. Η φιλοσοφία της Μπαρτσελόνα σήμερα όμως είναι απολύτως επηρεασμένη από τον Μέσι και από τις άλλες μεγάλες προσωπικότητες που έζησαν στα αποδυτήριά της· γι’ αυτό και κάθε ερμάριο στα αποδυτήρια αναγράφει στην πόρτα του τα ονόματα των προηγούμενων κατόχων, προκειμένου να γνωρίζει ο σημερινός κάτοχος πόσο βαριά ήταν τα ονόματα που χρησιμοποιούσαν πριν από αυτόν το ίδιο ντουλάπι. Η ιδέα της Μπαρτσελόνα είναι ότι πρέπει να δίνει πολύ χώρο έκφρασης στους «μεγάλους» της. Ζητά ως προαπαιτούμενο από τον προπονητή να δίνει χώρο στους «αρχηγούς» και τους «ηγέτες» προκειμένου αυτοί να εκφράζονται ελεύθερα, στα αποδυτήρια και το τερέν, προς τους υπόλοιπους για να τους καθοδηγούν. Στα αποδυτήρια δεν ήταν ο Βαλβέρδε αυτός που είχε τις τελευταίες λέξεις. Τις είχαν ο Μέσι, ο Σουάρες, ο Πικέ και σιγά σιγά ο Τερ Στέγκεν.

Ο τελευταίος προπονητής που προσπάθησε να βάλει «από κάτω του» τον Μέσι ήταν ο Λουίς Ενρίκε. Στην πρώτη του σεζόν (2014-’15) ο Ισπανός προπονητής έκανε είσοδο με την «εγώ είμαι ο ηγέτης της ομάδας» διακήρυξη. Και αυτή ήταν η κακή αρχή στη σχέση του με τον Μέσι, η οποία ήταν γεμάτη από εντάσεις κατά την εξέλιξη της σεζόν, με τον Αργεντινό να αμφισβητεί ανοιχτά εντός αποδυτηρίων τις επιλογές του προπονητή και τον Λουίς Ενρίκε να «απαντά» κρατώντας τον Μέσι στον πάγκο. Τον Ιανουάριο του 2015 ήταν η τελευταία φορά που ο Μπερτομέου αναγκάστηκε να γίνει δυσάρεστος στην επικοινωνία του με έναν προπονητή σχετικά με τον Μέσι και να του ξεκαθαρίσει ότι αν δεν βρει τον τρόπο μιας μεταχείρισης με την οποία θα νιώθει καλά ο Αργεντινός θα απολυθεί. Εκτοτε η Μπαρτσελόνα φροντίζει να προνοεί ώστε να μη φέρνει τον εαυτό της σε αυτή τη δύσκολη θέση. Κι αυτό το φίλτρο περιόριζε πολύ τις επιλογές προπονητή που είχε μπροστά της.

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Μπερτομέου δεν είχε πολλές επιλογές ούτε τον περασμένο Ιανουάριο, όταν άρχισε για πρώτη φορά να ενεργεί για αλλαγή προπονητή, ούτε τώρα. Τότε προσέγγισε τον Κίκε Σετιέν, που εργαζόταν ακόμη στην Μπέτις. Τώρα προσέγγισε τον Τσάβι, τον Ρόναλντ Κούμαν και τον Σετιέν. Ο Τσάβι ένιωσε ότι δεν είναι η στιγμή. Ο Κούμαν δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία να πετύχει κάτι σημαντικό με την Ολλανδία επειδή αμφέβαλε ότι το δικό του μάνατζμεντ και η ιδέα του για την μεταχείριση των ποδοσφαιριστών θα αποδεικνύονταν στοιχεία συμβατά με τις ανάγκες και την νοοτροπία της Μπάρτσα. Ο Σετιέν, ένας προπονητής που έχει εκδηλώσει με κάθε τρόπο τον θαυμασμό του για τον Μέσι και είναι «μαθητής» των μαθημάτων του Κρόιφ μπορεί να μην γεμίζει όλο το μάτι της κοινωνίας των οπαδών της Μπάρτσα παγκοσμίως, αλλά είναι μια φαινομενικά ασφαλής επιλογή επειδή πληροί τα θεμελιώδη κριτήρια επιλογής. Μαζί του η Μπαρτσελόνα θα επιχειρήσει να αποδώσει πιο δημιουργικό ποδόσφαιρο από αυτό που κατάφερε να παρουσιάσει στις ημέρες του Βαλβέρδε. Κι αν ο Σετιέν ακούσει τις απαιτήσεις της «αυλής» για να χρησιμοποιεί και να προωθεί τα παιδιά της «Μασία», δηλαδή τα «προϊόντα» της ακαδημίας της Μπαρτσελόνα, θα είναι όλοι χαρούμενοι.

Στην επιλογή προπονητή, οι επιλογές της Μπαρτσελόνα είναι τόσο περιορισμένες που να φτάνει η φύση αυτής της αποστολής να μοιάζει με τη φύση της αποστολής που έχει η διοίκηση της Αθλέτικ Μπιλμπάο όταν ψάχνει για μεταγραφές ποδοσφαιριστών. Εχει τόσους περιορισμούς, που μοιάζει με επιλογή από επαγγελματίες κλειστού επαγγέλματος.

Mes Que Un Club VS «παγκοσμιοποίηση»

Το ζήτημα της επιλογής του προπονητή είναι πεδίο της σύγκρουσης των δύο κόσμων της Μπαρτσελόνα: του κόσμου της παράδοσης, που απαιτεί από τον σύλλογο να λειτουργεί και να αποφασίζει με συνέπεια στην κουλτούρα, την διαφορετικότητα, την φιλοσοφία και τις καταβολές της Μπάρτσα, και του επιχειρηματικού κόσμου, ο οποίος συμπεριφέρεται με αδημονία προκειμένου να αρπάξει κάθε επιχειρηματική ευκαιρία που προσφέρεται από την παγκοσμιοποίηση της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας και να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο τα ρεκόρ έσοδα ύψους 840 εκατομμυρίων ευρώ που «έγραψε» στην περίοδο 2018-’19. Ο Μπαρτομέου «καίγεται» για ένα τρόπαιο Champions League αφενός προκειμένου να αυξήσει τα έσοδα και το μερίδιο της Μπάρτσα στην παγκόσμια πίτα των ποδοσφαιρικών εσόδων και αφετέρου προκειμένου να διατηρήσει ή και να αυξήσει τη δύναμη της επιρροής του στην επιλογή του διαδόχου του, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν έχει δικαίωμα επανεκλογής. Αυτή η «κάψα» και η ανυπομονησία να βρει τώρα μια λύση για τον πάγκο που θα αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας στο Champions League τον οδήγησε σε αυτή την απρεπή και τόσο ξένη με το σύστημα αξιών της Μπαρτσελόνα συμπεριφορά που έδειξε προς τον Βαλβέρδε. Εκανε το ένα ραντεβού πίσω από το άλλο, δείχνοντας ασέβεια προς τον Βαλβέρδε και έγινε ο πρώτος πρόεδρος που απολύει προπονητή κατά τη διάρκεια μιας σεζόν στα τελευταία 17 χρόνια ιστορίας του συλλόγου. Δεν το έκανε επειδή δεν συμπαθούσε τον Βαλβέρδε, αλλά μόνο επειδή συμπεριφέρεται τόσο στυγνά επιχειρηματικά, ως CEO μιας πολυεθνικής στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σε 145 ματς ο Βαλβέρδε έκανε μόνο 16 ήττες. Συνέβη όμως οι τέσσερις από αυτές (το 2018 και το 2019 στο Champions League, το 2019 στον τελικό του Copa del Rey, το 2020 στον ημιτελικό του Supercopa) να φανερώσουν αναποτελεσματικότητα ή και αδυναμία διαχείρισης των αγώνων της «νοκ άουτ» φύσης. Μετά και από το τελευταίο χτύπημα ο Μπαρτομέου πανικοβλήθηκε με τη σκέψη ότι δεν θα σηκώσει ούτε φέτος το Champions League. Οι ευκαιρίες του τελειώνουν, γι’ αυτό και ποδοπάτησε την ανθρώπινη και επαγγελματική αξιοπρέπεια του Βαλβέρδε χωρίς κανέναν δισταγμό.

Στη διάρκεια της 6ετίας που διοικεί την Μπαρτσελόνα, ο Μπαρτομέου δεν έχει διστάσει να παραβεί πολλούς από τους βασικούς νόμους της φύσης του συλλόγου για χάρη των εσόδων. Αφησε τα παιδιά της «Μασία» για χάρη των ακριβών μεταγραφών, τύπωσε χορηγούς στη φανέλα, συρρίκνωσε στο ελάχιστο τις θέσεις των «ντόπιων» στο «Καμπ Νου» προκειμένου να βρει περισσότερο χώρο για τους τουρίστες, συμπεριφέρθηκε με στυγνό επαγγελματισμό απέναντι σε μια σειρά από προσωπικότητες της Μπαρτσελόνα, ενέδωσε στην πλειονότητα των επιχειρηματικών πειρασμών για την εμπορική εκμετάλλευση του ονόματος, του εμβλήματος και των προϊόντων της Μπαρτσελόνα.

Ο Μπερτομέου έκανε ένα σωρό νοητικά άλματα μακριά από τον «Mes Que Un Club» προ 52 ετών αυτοπροσδιορισμό της Μπαρτσελόνα προκειμένου να καταφέρει να την μετατρέψει σε πολυεθνική εταιρία. Ξέφυγε από μια σειρά από αρχές, αλλά ο χρόνος του έδειξε ότι δεν μπορεί να ξεφύγει και από τις αρχές σχετικά με την ποδοσφαιρική φιλοσοφία και την μεθοδολογία της. Στον καιρό του, ο Μπερτομέου έχει φτάσει να δοκιμάσει να παρεκκλίνει ακόμη και από τις αρχές της Μπάρτσα σχετικά με τη στάση της για την ανεξαρτησία της Καταλονίας με την «δεν είμαστε πολιτικό όργανο, δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να χρησιμοποιήσει ή να χειραγωγήσει το έμβλημα και τη σημαία της Μπαρτσελόνα» δήλωση που έκανε στην γενική συνέλευση του 2017, σε έναν καιρό που η σημαία της Μπαρτσελόνα πήγαινε να γίνει λάβαρο επανάστασης. Ο Μπερτομέου πειράζει και αλλοιώνει τα πάντα, αλλά όχι την ιδέα της Μπαρτσελόνα για το ποδόσφαιρο. Ισως όχι μόνο επειδή το αντιλαμβάνεται αυτό ως ένα λάθος που μπορεί να αποβεί μοιραίο για τον ίδιο, αλλά και επειδή αναγνωρίζει ότι αυτή, η δημιουργική ιδέα της Μπάρτσα για το ποδόσφαιρό της είναι το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημά της έναντι του ανταγωνισμού της, το selling point, και το μοναδικό της χαρακτηριστικό, το στοιχείο της ταυτότητάς της που την ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συλλόγους στα μάτια των ποδοσφαιρόφιλων του κόσμου και διατηρεί τόσο ψηλά την δημοφιλία, την απήχηση, την αποδοχή της, και τελικά τα έσοδά της.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.