“Race”, μια ταινία που δεν πλησιάζει στο ελάχιστο την θρυλική ιστορία του Τζέσε Οουενς

“Race”, μια ταινία που δεν πλησιάζει στο ελάχιστο την θρυλική ιστορία του Τζέσε Οουενς

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος βλέπει την ταινία που διηγείται την ιστορία του Ολυμπιονίκη των Αγώνων του Βερολίνου και γράφει για τη "ζημιά" που κάνουν τέτοιες ταινίες στον αθλητισμό.

Είναι αμέτρητες οι φορές που έχω πιάσει τον εαυτό μου απογοητευμένο όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους μιας κινηματογραφικής ταινίας που επιχειρεί να μεταφέρει στο σινεμά μια αληθινή αθλητική ιστορία. Η απογοήτευση πηγάζει συνήθως από την διαπίστωση ότι η κινηματογραφική όχι απλώς δεν έχει καταφέρει να προσεγγίσει την αληθινή αθλητική ιστορία αλλά την έχει κάνει τόσο στεγνή, τόσο λιγότερο διδακτική, τόσο ελαφριά, τόσο γλυκανάλατη, τόσο “σινεμά” με την κακή έννοια, που τελικά αποτυγχάνει παταγωδώς σε σχέση με τον – κατά την αντίληψή μου – βασικό της στόχο που είναι η διήγηση μιας ιστορίας που θα εμπνεύσει, θα προβληματίσει, θα αγγίξει, θα παρακινήσει, θα αποτρέψει και – σε τελική ανάλυση – θα ψυχαγωγήσει την πλατιά μάζα των θεατών της ανά τον πλανήτη.

Το “Race”, μια ταινία που περίμενα πώς και πώς εδώ και καιρό, είναι δυστυχώς ένα τυπικό παράδειγμα της παραπάνω κατηγορίας. Είναι όμως μια ταινία που φρικάρει περισσότερο κάποιον σαν εμένα, δηλαδή κάποιον που κάνει την ευχή να δώσει το σινεμά περισσότερη σημασία στις αληθινές αθλητικές ιστορίες και να βρει νόημα να κάνει μόδα τέτοιες παραγωγές ακριβώς επειδή είχε όλες τις προδιαγραφές για να επιτύχει τον βασικό στόχο της.

Μπορώ να κρίνω μόνο ως – απαιτητικός λόγω ιδιότητας – θεατής τη δουλειά του σκηνοθέτη Stephen Hopkins και των σεναριογράφων (Joe Shrapnel, Anna Waterhouse). Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν θα “τα έβαζα” μαζί τους, αλλά με την οικογένεια του Τζέσε Οουενς, με το ίδρυμα “Τζέσε Οουενς” και όλους τους υπόλοιπους που έχουν την ευθύνη για την συντήρηση του ονόματος του αθλητή – θρύλου των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο και την διήγηση αυτής της σπουδαίας ιστορίας. Δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί να υποστήριξαν μια ταινία που “κατάφερε” να πει στον θεατή λιγότερα από όσα λέει η σελίδα της wikipedia για τον Τζέσε Οουενς και τους Αγώνες του Βερολίνου.

Ξέρω καλά ότι είναι σινεμά, το οποίο δεν έχει τον χρόνο να διηγηθεί μια ιστορία όσο καλά τη διηγείται ένα καλό βιβλίο. Για την ακρίβεια έχω τριφτεί πολύ με αυτό, παρακολουθώντας το εγχείρημα της μεταφοράς ενός μυθιστορήματος στον κινηματογράφο μέσα από τη συγγραφή σεναρίου. Στην περίπτωση λοιπόν της ταινίας στην οποία αναφέρομαι, οι δημιουργοί είχαν στα χέρια τους μια από τις σημαντικότερες και αξιομνημόνευτες, μια από τις πιο δυνατές ιστορίες που έχει γεννήσει ο αθλητισμός. Οταν ξέρεις την ιστορία, και έχεις διαβάσει ότι αυτή η ταινία έχει την υποστήριξη της οικογένειας του Τζέσε Οουενς δημιουργείς μέσα σου πολύ υψηλές προσδοκίες. Τέτοιες, που δεν επηρεάζονται από τις μέτριες κριτικές που διαβάζεις. Συνεχίζεις να ελπίζεις, ποντάροντας στο ότι οι κριτικοί κινηματογράφου δεν νιώθουν τον αθλητισμό και γι' αυτό την “κακολογούν”.

Κι έρχεται η στιγμή που βλέπεις την ταινία, που την αφήνεις να φτάσει μέχρι το φινάλε με την ελπίδα ότι οι τίτλοι του τέλους δεν θα σε αφήσουν μπροστά στη διαπίστωση ότι η ταινία σου μίλησε λιγότερο όχι μόνο από ένα βιβλίο που εξιστορεί τους άθλους του Οουενς αλλά ακόμη και από τη σελίδα της wikipedia. Το “Race” δεν καταφέρνει να σου μάθει τίποτα που δεν γνώριζες για τον Οουενς αν είχες αφιερώσει μια ώρα απ' τη ζωή σου για να γκουγκλάρεις τον βίο του. Και δεν σε κάνει να νιώσεις τίποτα που δεν είχες νιώσει διαβάζοντας για την ιστορία των Αγώνων του Βερολίνου. Δεν σε βάζει να γνωρίσεις τον Οουενς, δεν σου λέει παρά ελάχιστα για την ιστορία της συνάντησης ή μη συνάντησής του με τον Χίτλερ και της επίμαχης φωτογραφίας, δεν σου μιλά παρά μόνο επιδερμικά για την ποιότητα της σχέσης που ανέπτυξε με τον Γερμανό αθλητή του μήκους Λουτζ Λονγκ, δεν σου λέει τίποτα για την εξέλιξη και την κατάληξη της ζωής του Οουενς, δεν σου μιλά παρά ελάχιστα, με μια σκηνή, για το τι τράβηξε ο Οουενς όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ.

Δεν πέρασα άσχημα βλέποντας την ταινία, ούτε μετάνιωσα που την είδα, δεν πρόκειται περί αυτού. Αυτό που με απογοητεύει είναι ότι κάθε τέτοια, αποτυχημένη ή μέτριας απόδοσης απόπειρα μεταφοράς μιας αθλητικής ιστορίας στο σινεμά δημιουργεί μια κατηγορία ταινιών που λειτουργούν αποθαρρυντικά στο μυαλό των δημιουργών και – κυρίως αυτών – των παραγωγών που επιχειρούν στο σινεμά. Κάθε κακή, μέτρια ή αποτυχημένη τέτοια ταινία λειτουργεί αποτρεπτικά στο μυαλό και αυτών που πληρώνουν για να φτιάξουν μια αθλητική ταινία και στο μυαλό αυτών που πληρώνουν εισιτήριο για να δουν μια αθλητική ταινία. Και κάπως έτσι, όταν καίγονται τόσο βαριά χαρτιά σαν αυτό της ιστορίας του Οουενς, το σινεμά φτάνει να δίνει λιγότερη σημασία στις αθλητικές ιστορίες και, κατά συνέπεια, χάνεται η ευκαιρία να ψυχαγωγηθεί, να επιμορφωθεί, να προβληματιστεί, να σκεφτεί, να ψαχτεί, να παρακινηθεί από αυτές ο μέσος κινηματογραφόφιλος προκειμένου να στραφεί προς τον αθλητισμό.

Με την ευκαιρία, θα ήθελα να μου γράψετε από κάτω τις ταινίες που διηγούνται μια αληθινή ιστορία του αθλητισμού και σας έχουν μείνει αξέχαστες, με την καλή έννοια.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.