Sfak... attack!

Σταύρος Σουντουλίδης
Sfak... attack!

bet365

To... κοντέρ σταμάτησε στις 451 συμμετοχές! Δεν τις λες και λίγες. Μια ζωή μέσα στα γήπεδα ο Στέλιος Σφακιανάκης έχει να πει πολλά! Και τα λέει στο G-Weekend!

Για δύο δεκαετίες, από το 1994 μέχρι το καλοκαίρι του 2014, «γεμάτες» από ποδόσφαιρο, ο Στέλιος Σφακιανάκης είναι από τις πιο αξιοπρόσεκτες φιγούρες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι ας μην έπαιξε ποτέ του στην Εθνική ομάδα των ανδρών!

Μετά από 451 επίσημα και καταγεγραμμένα παιχνίδια στις επαγγελματικές κατηγορίες, αυτό που κρατάει είναι η αγάπη του κόσμου. Μια αγάπη που την εισέπραξε σε υπερθετικό βαθμό στο «Γεντί Κουλέ», στο Περιστέρι, στο Αγρίνιο, ακόμη και στον Πειραιά, παρότι έμεινε μικρός στη σκιά των μεγάλων αστεριών του Ολυμπιακού.

Ο γεννημένος στο Χάγκεν της Γερμανίας, αλλά μεγαλωμένος ποδοσφαιρικά στην Καβάλα, πρώην ποδοσφαιριστής, είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση, το ίδιο και η 20ετή διαδρομή του στο χώρο.

Αν κάτι, μάλιστα, προκαλεί εντύπωση, δεν είναι τόσο η δημόσια παραδοχή του για τα όσα κέρδισε από τον Γιώργο Δώνη (με τον οποίο μόνο στα... χέρια δεν ήρθαν στο Περιστέρι), τον οποίο θεωρεί τον καλύτερο προπονητή της καριέρας του, όσο η απόφαση του να μην πηγαίνει στο γήπεδο! Γιατί, αυτό συμβαίνει εδώ και δύο χρόνια από την στιγμή, που σ’ ένα Παναιτωλικός – ΟΦΗ, έφτασε να πει «αντίο» στο ποδόσφαιρο.

Ο Σφακιανάκης στα 40 του σήμερα, θέλει κάποια στιγμή να δημιουργήσει από το μηδέν μια ποδοσφαιρική ομάδα, ξεκίνησε να παίζει μπάλα πριν είκοσι και πλέον χρόνια στην Καβάλα. Εκεί τον έμαθαν και τον πήραν στον Ολυμπιακό, έμεινε τρεισήμισι χρόνια, ακολούθησε μια τετραετία στην Ξάνθη, μια σεζόν, που έμοιαζε περισσότερο με δοκιμασία, στην Κύπρο και στον Ολυμπιακό Λευκωσίας, στη συνέχεια Κρήτη και ΟΦΗ για τέσσερα χρόνια, Ατρόμητος μια τριετία και οι δύο τελευταίες χρονιές στον Παναιτωλικό.

-Που ήταν καλύτερα όλα αυτά τα χρόνια;

«Πέρασα καλά σ’ όλες τις ομάδες, στην Κρήτη, στο Περιστέρι, στο Αγρίνιο. Ο Ολυμπιακός ήταν ένα άλλο επίπεδο, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για κάθε ποδοσφαιριστή, που φοράει τη φανέλα του».

-Τι έχεις κρατήσει περισσότερο μέσα σου;

«Την αγάπη του κόσμου. Πήρα αυτό που λένε “τρελή αγάπη” σχεδόν παντού. Υπάρχουν χαραγμένες στο μυαλό μου πολλές ωραίες στιγμές. Σ’ ένα Ατρόμητος – Παναιτωλικός, σηκώθηκε ολόκληρο το γήπεδο στο Περιστέρι και φώναζε ρυθμικά το όνομά μου».

-Ποδοσφαιρικό σου απωθημένο;

«Ένα! Εθνική Ελλάδος. Αγωνίστηκα σ' όλες τις μικρές εθνικές ομάδες, κατέκτησα τη 2η θέση στην Ευρώπη με την Ελπίδων, τη γενιά του Καραγκούνη, του Μπασινά, του Ελευθερόπουλου, του Δέλλα, του Λάκη, αλλά δεν μπόρεσα να παίξω, έστω και σ’ ένα φιλικό, με την εθνική ανδρών».

-Ένοιωσες κάποια στιγμή να έχει πλησιάσει αυτή η στιγμή, της κλήσης σου στην εθνική ανδρών;

«Αυτό δεν το ξέρω, αλλά είχα κάνει πολύ καλές χρονιές και με τον ΟΦΗ και με τον Ατρόμητο, με την Ξάνθη βγήκαμε πρώτη φορά στην Ευρώπη, έπαιξα σε δύο τελικούς κυπέλλου, ψηφίσθηκα δύο σερί χρονιές στην καλύτερη ενδεκάδα του πρωταθλήματος, αλλά αυτή η κλήση για την εθνική ανδρών δεν ήρθε ποτέ…».

-Κεφάλαιο «Ολυμπιακός»;

«Η κομβική χρονιά για μένα ήταν πριν φύγει ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, άρχισε να δείχνει ότι με υπολογίζει για βασικό στην ενδεκάδα, που σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, όταν μπαίνεις βασικός δύσκολα θα βγεις, όμως στάθηκα άτυχος. Στην τελευταία προπόνηση πριν από ένα ματς με τον Πανιώνιο, όπου μου είχε πει ο προπονητής μου, ότι θα ξεκινήσω στην ενδεκάδα, τραυματίστηκα. Έπαθα θλάση, ενώ είχε τελειώσει η προπόνηση της Παρασκευής, έμεινα ενάμιση μήνα έξω, οπότε πέταξε… το πουλάκι. Όμως, στον Ολυμπιακό πέρασα ωραία χρόνια. Ο κόσμος με αγάπησε, άσχετα αν αργότερα ήρθε η κόντρα λόγω του στυλ και του πάθους με το οποίο αγωνιζόμουν με όλες τις ομάδες μου απέναντι σε κάθε αντίπαλο. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου. Όταν έπαιζα και θα μάλωνα στο γήπεδο, και θα τσαμπουκαλευόμουν, έπαιζα κάθε Κυριακή με πάθος και αγάπη».

-Σ’ αυτή την εικοσαετή διαδρομή, σε ποιο σημείο σταματάει ο Στέλιος Σφακιανάκης όταν κάνει τον απολογισμό του;

«Κομβικό σημείο ήταν όταν επέστρεψα από την Κύπρο στην Ελλάδα. Κατάλαβα, ότι η καριέρα μου χωρίστηκε σε δύο κομμάτια. Ένα πριν από την Κύπρο και ένα μετά. Ήταν η περίοδος, που γνώρισα τη γυναίκα, γενικά άλλαξα μυαλά, είδα διαφορετικά τα πράγματα, ωρίμασα ποδοσφαιρικά. Μετά τον ένα χρόνο στην Κύπρο έκανα και τις καλύτερες χρονιές μου. Πίστεψα στον εαυτό μου. Επέστρεψα και υπέγραψα, τότε, στον ΟΦΗ το μικρότερο συμβόλαιο, όμως ήξερα ότι έπρεπε να παίξω για να μείνω. Κι έμεινα τέσσερα χρόνια. Ακολούθησε ο Ατρόμητος, με φοβερές πορείες, πρωτάθλημα, κύπελλο, Ευρώπη, ήρθε ο Παναιτωλικός, σε μια πόλη που έβγαινες έξω και σε σήκωναν στα χέρια!».

-Θα άλλαζες μια απόφαση που πήρες σ’ αυτή την πορεία;

«Όχι δε θα άλλαζα κάτι, όλα γίνονται για κάποιον σκοπό και δε μετανιώνω για όσες αποφάσεις πήρα στην καριέρα μου».

-Κερδισμένος από το ποδόσφαιρο;

«Το ρωτάς; Πολύ… Έκανα επάγγελμα αυτό που αγαπούσα από μικρό παιδί, έζησα την οικογένεια μου από το ποδόσφαιρο. Είναι ευλογία να είσαι ποδοσφαιριστής».

-Αυτό σκεφτόσουν πιτσιρίκος στις αλάνες της Καβάλας;

«Στάθηκα τυχερός. Πριν τριάντα χρόνια στην Καβάλα υπήρχε ακαδημία ποδοσφαίρου, η «Ακαδημία Καβάλα», αντίστοιχη για να μη πω καλύτερη, με τις τωρινές ακαδημίες. Υπήρχε ένας Έλληνας προπονητής, με γερμανική φιλοσοφία και εκπαίδευση, ο Τάσος Μελικίδης, που αυτά που γίνονται τώρα στις ακαδημίες, είναι ένα τίποτα μπροστά σ' αυτά που έκανε πριν τριάντα χρόνια. Ήταν ο προπονητής, που πρώτος πίστεψε στον Κώστα Μήτρογλου. Εκεί, λοιπόν, μπήκα στο σωστό δρόμο. Ο προπονητής μου, με έκανε επαγγελματία από πολύ μικρό. Δεν υπήρχε το «βγαίνω έξω» για μένα, δεν υπήρχε ξενύχτι. Ήταν μια ακαδημία που πριν τρεις δεκαετίες μας πήγαινε ταξίδια και παίζαμε στο εξωτερικό, με ομάδες όπως η Λίβερπουλ, η Γιουνάιτεντ, ο Άγιαξ».

-Από τότε ως αμυντικός χαφ;

«Στην Καβάλα έπαιζα δεύτερος σέντερ φορ, πήγα δεξί χαφ, έγινα «δεκάρι» και στον Ολυμπιακό, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς με καθιέρωσε στη θέση του αμυντικού χαφ. Οι επιθετικές μου τάσεις με βοήθησαν πολύ παίζοντας ως χαφ. Είχα το γκολ, πατούσα στην αντίπαλη περιοχή. Όμως, τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό την έκανα ως δεύτερος φορ, ως επιθετικό χαφ και όχι ως αμυντικός μέσος».

-Το καλύτερο γκολ του Στέλιου Σφακιανάκη, ήταν με…

«…τον Παναθηναϊκό. Σ’ ένα ΟΦΗ-Παναθηναϊκός 4-1 στο Παγκρήτιο Στάδιο. Καταπληκτικό σε έμπνευση, δημιουργία, εκτέλεση γκολ. Υπήρχαν κι άλλα ωραία, όπως αυτά με τη λόμπα περνώντας την μπάλα πάνω από τον τερματοφύλακα σε δύο ματς, ένα με τον Ιωνικό και ένα με τη Βέροια. Πέτυχα ωραία γκολ…».

-Αυτά τα τρία γκολ είναι που δείχνεις στο μικρό σου γιο;

«Όχι του τα δείχνω όλα! Χαίρεται πολύ βλέποντάς τα. Έχει πάρει λίγο το μικρόβιο για μπάλα, μοιάζει του μπαμπά, μακάρι να ακολουθήσει κι αυτός το δικό μου δρόμο και να φτάσει να παίξει ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο. Παρά τις πολλές δυσκολίες, που ο κόσμος δεν τις γνωρίζει, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής».

-Κι από προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκες…

«Θυμάμαι πολλά, πήρα πολλά, όμως αυτός που με στιγμάτισε και μου άλλαξε πολλά στο παιχνίδι μου ήταν ο Γιώργος Δώνης. Μακάρι να τον γνώριζα στα 22 μου και όχι στα 32 μου. Πήρα πολλά από τον Δώνη. Υπάρχουν πολλοί καλοί Έλληνες προπονητές, όμως πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε προκατειλημμένοι απέναντι τους, να τους αφήσουμε να δουλέψουν, να τους εμπιστευτούμε».

-Και πως έφτασες να πάρεις μεταγραφή στον Ολυμπιακό;

«Ήταν μια περίοδος που με ζητούσαν τρεις ομάδες, ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και ο ΠΑΟΚ. Η επιλογή ήταν καθαρά θέμα της διοίκησης. Στην Καβάλα αποφάσισαν να πάω στον Ολυμπιακό και έτσι έγινε η μεταγραφή».

-Το τελευταίο σου ματς στη Σούπερ Λίγκα ήταν με…

«…με αντίπαλο τον ΟΦΗ! Σημαδιακό. Ήταν απέναντι σε μια ομάδα που αγάπησα πολύ τα τέσσερα χρόνια στα οποία αγωνίστηκα φορώντας τη φανέλα της. Βγήκα στο 65ο λεπτό και ένα ολόκληρο γήπεδο με χειροκροτούσε. Ήταν πολύ ωραία και στο Αγρίνιο».

-Τι κρατάς από το ποδόσφαιρο;

«Την αγάπη που εισέπραξα από τον κόσμο, όπου κι αν αγωνίστηκα, αλλά ειδικά σε ΟΦΗ, σε Περιστέρι και σε Αγρίνιο πέρασα τα καλύτερα μου χρόνια».

-Μπορεί να μην έπαιξες, αλλά είσαι μόνιμος, πλέον, κάτοικος Θεσσαλονίκης…

«Η γυναίκα μου είναι Θεσσαλονικιά. Ωραία πόλη, μου αρέσει, είναι κοντά και η Καβάλα».

-Ποδοσφαιρικά πως είναι η Θεσσαλονίκη;

«Τρώγεται μόνη της με τα ρούχα της... Μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αλλά αυτή η πόλη λες και κρατιέται από μόνη της. Σημαντικό ρόλο παίζει η νοοτροπία, τόσων ετών, που βλέπω σιγά σιγά να αλλάζει και πρέπει να αλλάξει. Ο ΠΑΟΚ έχει μπει στο σωστό δρόμο, θα πάει σίγουρα καλύτερα τα επόμενα χρόνια, οι άλλες δύο ομάδες είναι πιο πίσω, όλα όμως είναι θέμα νοοτροπίας και αντίληψης».

-Τι σκέφτεσαι για το μέλλον;

«Θέλω να μείνω στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αυτό που θέλω και μου αρέσει είναι να πάρω μια ομάδα και να τη δημιουργήσω από το μηδέν. Να κάνω όλες τις επιλογές. Κάτι σαν τεχνικός διευθυντής. Για να γίνουν όλα αυτά ξέρω ότι πρέπει να έχω και προπονητικές βάσεις. Γι’ αυτό ξεκίνησα, ήδη, να παρακολουθώ σεμινάρια, έχω τελειώσει με το UEFA B, γιατί είναι καλό να έχεις και να βλέπεις τα πράγματα απ’ όλες τις οπτικές γωνίες Αυτό, πάντως, που με ιντριγκάρει είναι να με εμπιστευτεί κάποιος, να πάρω μια ομάδα και να τη φτιάξω από την αρχή».

-Πως τα βλέπεις τα πράγματα στο ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Πρέπει να αλλάξουν πολλά. Έχουμε φτάσει στον πάτο. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι ποδόσφαιρο. Εδώ και πολλά χρόνια ασχολούμαστε μ’ όλα τα υπόλοιπα πράγματα πλην του ίδιου του αθλήματος. Ο ποδοσφαιριστής έπαψε να είναι ο πρωταγωνιστής. Απαξιώθηκε το ίδιο το ποδόσφαιρο. Ο κόσμος δεν πηγαίνει στο γήπεδο».

-Πηγαίνεις στο γήπεδο;

«Όχι δεν πηγαίνω! Δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Έχει πέσει πολύ το επίπεδο. Προτιμώ να βλέπω επιλεγμένα παιχνίδια, κυρίως από το εξωτερικό».

-Το παρασκήνιο σε κρατάει μακριά από το γήπεδο;

«Κοίτα, έχω δει πολλά τρελά πράγματα, και έχω βιώσει στο πετσί μου απίστευτες αποφάσεις ως ποδοσφαιριστής. Φτάσαμε, να παίζουμε τελικό Κυπέλλου, το 2011, και φοβόμασταν μην τυχόν ισοφαρίσουμε και ξαναμπούν οι οπαδοί της ΑΕΚ μέσα στο γήπεδο. Τελείωσε 3-0 και ουδείς ασχολήθηκε με το τι έγινε πριν τον τελικό. Η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή έφτασε να είναι ταυτισμένη με επεισόδια, με τελικούς χωρίς θεατές, για ποιο ποδόσφαιρο, μιλάμε τώρα... Δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να αλλάξει».

-Πως να αλλάξει και ποιοι να το αλλάξουν;

«Να μπουν νέοι άνθρωποι, νέα μυαλά, με καινούργιες ιδέες. Σε όλα τα επίπεδα. Στην ΕΠΟ, στη Λίγκα, πρέπει να εμπιστευτούν νέα πρόσωπα».

 

Τελευταία Νέα