«Πεθαίνει» το χαρτί;

Βασίλης Τσίγκας
«Πεθαίνει» το χαρτί;

bet365

Ιστορική μέρα η σημερινή (26/3) για την δημοσιογραφία στην Μεγ. Βρετανία. Ο θρυλικός Independent κυκλοφορεί τελευταία φορά σε έντυπη μορφή. To G-Weekend Journal προσπαθεί να ρίξει φως στο ερώτημα που πολλοί είχαν προβλέψει ότι θα πρέπει να απαντηθεί γρήγορα, όμως λίγοι μπήκαν στη διαδικασία να προετοιμαστούν. Τελικά, «πεθαίνει» το χαρτί;

Παραδοσιακά, οι σπουδαιότερες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις της ιστορίας, έχουν γίνει από ρεπόρτερ εφημερίδων. Η μεγαλύτερη όλων, ίσως, είναι αυτή που πραγματοποίησαν οι Bob Woodward και Carl Bernstein της Washington Post στα 70's, που οδήγησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Richard Nixon σε παραίτηση το 1974 για το περίφημο σκάνδαλο «Watergate».

Ένα ακόμη παράδειγμα -και λίγο πιο πρόσφατο- είναι τα όσα έφερε στο φως η Βρετανική Daily Telegraph το καλοκαίρι του 2009, όταν μια ομάδα 45 δημοσιογράφων διάβασαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο (!) έγγραφα για να αποκαλύψουν τις τεράστιες σπατάλες Βρετανών υπουργών, με αποτέλεσμα 20 από αυτούς να παραιτηθούν και να αλλάξει άρδην όλο το σύστημα πληρωμών στο βρετανικό κοινοβούλιο.

Αυτή η σύγκριση με τις ιστοσελίδες είναι αν μέρει άδικη για έναν βασικό λόγο: το ίντερνετ μετράει μόλις λίγες δεκαετίες ζωής. Βέβαια, σε αυτή τη σχετικά μικρή διάρκεια, οι μεγαλύτερες «αποκαλύψεις» που έχει να επιδείξει είναι κυρίως γυμνές φωτογραφίες celebrities! Κι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα κι έρχονται και κουμπώνουν όλα τα κομμάτια του παζλ.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να λάβουμε υπόψην μας αρκετά δεδομένα. Γιατί είναι πολύ εύκολο να αρχίσουμε τους αφορισμούς για την «πληρωμένη» δημοσιογραφία του σήμερα, όμως πολλές φορές φτάνουμε σε διλήμματα του στυλ «αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα», που δεν είναι πολύ εύκολο να απαντηθούν. Και στην προκειμένη περίπτωση, το βασικό ερώτημα που ολόκληρη η βιομηχανία της δημοσιογραφίας ψαχουλεύει εδώ και δεκαετίες είναι το εξής: «το κοινό υπαγορεύει τη θεματολογία του Μέσου ή το Μέσο ελέγχει τι εκδίδει;». Αν νομίζετε ότι η απάντηση είναι τόσο εύκολη, κάνετε λάθος…

Ας κοιτάξουμε ένα δεδομένο: Τον Ιανουάριο του 2015, στα 39 από τα 50 μεγαλύτερα ειδησεογραφικά sites παγκοσμίως (τα Yahoo, CNN, Buzzfeed, New York Times, BBC, CNET, LA Times, VICE είναι μερικά εξ αυτών), πάνω από το 50% των αναγνωστών προήλθε από κινητές συσκευές (κινητά τηλέφωνα, tablets κλπ)!

Προσέξτε: σε μία ιστοσελίδα, όπως π.χ. του CNN με 128 εκατομμύρια μοναδικούς επισκέπτες τον Ιανουάριο του 2015, πάνω από τους μισούς «μπήκαν» μέσω των κινητών τους και όχι μέσω των σταθερών υπολογιστών ή των laptop τους! Το πιο σημαντικό, όμως, δεδομένο είναι το εξής: Ο μέσος όρος παραμονής αυτών των ανθρώπων στην ιστοσελίδα ήταν ελάχιστα παραπάνω από 2 λεπτά (πηγή: Pew Research Center).

Δηλαδή, σχεδόν 70-75 εκατομμύρια άνθρωποι μπήκαν στο site του CNN για να ενημερωθούν για κάτι περισσότερο από 120 δευτερόλεπτα! Αυτός ο χρόνος προφανώς δεν αρκεί για να διαβάσεις ένα άρθρο, εδώ καλά-καλά δε φτάνει για να δεις όλα τα headlines!

Ας πάμε, όμως, σε ένα πιο απτό παράδειγμα για το θέμα που κοιτάμε. Ο Guardian, σύμφωνα με το Audit Bureau of Circulation της Βρετανίας, πουλούσε τον Ιανουάριο του 2015 κατά μέσο όρο 185.429 φύλλα ημερησίως. Το ίδιο χρονικό διάστημα, την ιστοσελίδα του επισκέφθηκαν 28.153.000 μοναδικοί αναγνώστες! Ακόμα και αν πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό φύλλων επί 30, κάτι που είναι λάθος, γιατί προφανώς δεν ήταν διαφορετικοί άνθρωποι αυτοί που αγόραζαν την εφημερίδα κάθε μέρα, ο αριθμός που προκύπτει είναι 5.562.870, πέντε φορές χαμηλότερος από όσους επισκέπτηκαν την ιστοσελίδα του!

Πρώτο δεδομένο, λοιπόν, που πρέπει να κρατήσουμε είναι το εξής: Με την γεωμετρικά αυξανόμενη πρόοδο της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς (πιο γρήγορα κινητά τηλέφωνα, πιο γρήγορο mobile internet), όσο περνάει ο καιρός, ο κόσμος στρέφεται για την ενημέρωσή του, όχι απλά στο ίντερνετ (αυτό πάνω-κάτω το ξέραμε), αλλά σε μια fast-track και ίσως επιπόλαιη γρήγορη ματιά των τίτλων! Αυτό είναι κάτι που υπαγορεύει το κοινό. Δεν είναι επιλογή των Μέσων. Τα Μέσα παίρνουν αυτά τα νούμερα, τα αξιολογούν και προφανώς προσπαθούν να κινηθούν αντιστοίχως, ώστε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Αν ο «Χ» Guardian ξέρει ότι ένας αναγνώστης θα «σπαταλήσει» περίπου 2 λεπτά στην ιστοσελίδα του, θα προσπαθήσει να τον κρατήσει λίγο περισσότερο, «πασάροντάς» του πιασάρικα θέματα.

Και πάμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ένα συγκριτικό πλεονέκτημα των ιστοσελίδων (και που όπως θα δούμε παρακάτω αποτελεί και την μάστιγά τους), σε σχέση με τις εφημερίδες, είναι ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να δουν ποια θέματά τους πουλάνε και ποια όχι! Οι εφημερίδες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Θεωρητικά, μπορούν να διεξάγουν έρευνες, που όμως θα παρουσιάσουν αμφιβόλου ποιότητας αποτελέσματα. Αντίθετα, στις ιστοσελίδες είναι πάρα πολύ εύκολο κάθε στιγμή να δεις τι διαβάζεται και τι όχι. Και μαντέψτε ποια θέματα πουλάνε!

Όταν λοιπόν ανεβάζεις π.χ. εκατό θέματα την ημέρα και τα δέκα που διαβάζονται αφορούν αποκλειστικά τις γυμνές φωτογραφίες της μίας celebrity ή το διαζύγιο του τάδε ηθοποιού και όλες οι υπόλοιπες ρεπορταζιακές ειδήσεις βυθίζονται, προφανώς κάποια στιγμή, ως Μέσο, πρέπει να κάνεις μια επιλογή. Ειδικά, αν συνυπολογίσουμε και το διαφημιστικό πεδίο της εποχής που είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση: Ή ακολουθείς το ρεύμα και διαμορφώνεις το προϊόν σου ή πηγαίνεις κόντρα και μακροπρόθεσμα (ή ίσως και βραχυπρόθεσμα) πληρώνεις τις συνέπειες. Είναι χαρακτηριστικό πώς τα έσοδα των εφημερίδων στις ΗΠΑ από διαφημίσεις το 2004 έφτανε τα 22 δισεκατομμύρια δολάρια και μόλις οκτώ χρόνια μετά, το 2012, αυτό το νούμερο έπεσε στα 4 δισεκατομμύρια! (πηγή: Pew Research Center)

Κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλος της έντυπης κυκλοφορίας του Independent και τη μεταφορά του στο ίντερνετ. Από τα 400.000 φύλλα που πουλούσε καθημερινώς, είχε φτάσει τους τελευταίους μήνες σε νούμερα μικρότερα από το 1/10 του πικ του. Νούμερα μη βιώσιμα για την επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Guardian, από τους 160 εργαζομένους της εφημερίδας, περισσότεροι από 100 θα χάσουν τη δουλειά τους, ενώ όσοι μείνουν θα αναγκαστούν να δεχθούν μειώσεις στους μισθούς τους και σαφώς δυσκολότερες συνθήκες εργασίας (μεγαλύτερα ωράρια κλπ) ούτως ώστε να παραμείνει ο Independent ανταγωνιστικός στο καινούργιο περιβάλλον που θα δραστηριοποιηθεί.

Βεβαίως, ο Independent δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Ακόμα και στην Ελλάδα το έχουμε να δει να γίνεται, όταν το «Βήμα» αποφάσισε να σταματήσει την κυκλοφορία του καθημερινού φύλλου, το οποίο μεταφέρθηκε με τη σειρά του στο ίντερνετ. Οι χαμηλοί αριθμοί κυκλοφορίας των εφημερίδων υπαγορεύουν όσο περνάει ο καιρός την μεταφορά τους σε ένα διαφορετικό πεδίο ενημέρωσης, το διαδίκτυο, το οποίο παίζει με τους δικούς του κανόνες κι ευτυχώς ή δυστυχώς είναι διαμορφωμένο από (ή έστω έχει διαμορφώσει) ένα τελείως διαφορετικό αναγνωστικό κοινό.

Μία ερώτηση που ακούγεται συχνά τις τελευταίες ημέρες, είναι το εάν σήμερα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο της παιδεραστίας στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όπως αποθανατίστηκε και στην ταινία «Spotlight», που κέρδισε φέτος το Oscar. Το ερώτημα, όμως, που πρέπει να γίνει, είναι το κατά πόσον μια εφημερίδα στις ημέρες μας έχει την πολυτέλεια να διαθέτει μια ομάδα ρεπόρτερ, αφιερωμένη στην ερευνητική δημοσιογραφία, που δεν θα ασχολείται με τίποτα άλλο. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει τελείως από το 2002, όταν και κυκλοφόρησε το θρυλικό πρωτοσέλιδο της Boston Globe. Εδώ έχουν αλλάξει από το 2009, όταν όπως αναφέραμε και παραπάνω, η Daily Telegraph έστειλε σε πανικό τη βρετανική κυβέρνηση.

Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος στο ίντερνετ: η επιπόλαια ενημέρωση και ανάγνωση των ειδήσεων επιφέρει και την επιπόλαιη έρευνά τους και τούμπαλιν! Δεν νοείται το «αποκλειστικό» στο διαδίκτυο. Μέσα σε πέντε λεπτά το πολύ, το copy-paste μεταφέρει μια είδηση παντού παγκοσμίως, σχεδόν πάντα χωρίς διασταύρωση, αλλά και με την τάση «ας προσθέσω κάτι για να μη φανεί ότι το αντέγραψα», με αποτέλεσμα να γράφονται τέρατα!

Και αν θέλετε, υπάρχει κι ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο παίζει το ρόλο του. Το ίντερνετ είναι αχανές. Η ευκολία που μπορεί οποιοσδήποτε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα, έχει οδηγήσει τον οποιοδήποτε να θεωρείται δημοσιογράφος. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες sites, την ώρα που μερικές δεκαετίες πριν, αυτό το νούμερο για τις εφημερίδες έπεφτε στις μερικές δεκάδες. Ο δημοσιογράφος που ερευνούσε τότε, ήξερε ότι είχε την εμπιστοσύνη των πηγών του. Οι εφημερίδες και οι δημοσιογράφοι που δούλευαν σ’ αυτές είχαν ένα επίπεδο αξιοπιστίας, το οποίο στις ημέρες μας έχει πέσει σε επικίνδυνες στάθμες.

Αν υπάρχει, λοιπόν, μία αχτίδα ελπίδας για τις εφημερίδες, είναι αυτή: Ακόμα και σήμερα, θεωρούνται, ως Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης, πιο αξιόπιστες από το διαδίκτυο (πηγή: έρευνα της Globescan για το BBC). Προφανώς, όσο προχωρούν τα χρόνια και οι γενιές, αυτή η διαπίστωση, θα παύει να υφίσταται, όμως ακόμα προλαβαίνουν.

 

Τελευταία Νέα