Ποδόσφαιρο: Το «όπιο» ενός δικτάτορα! (pics)

Θοδωρής Βασίλης
Ποδόσφαιρο: Το «όπιο» ενός δικτάτορα! (pics)

bet365

Το ποδόσφαιρο θεωρείται όπιο του λαού, αλλά και μέσο αποπροσανατολισμού στα απολυταρχικά καθεστώτα. Το G-Weekend γράφει για το πως ο «βασιλιάς των σπορ» αποτέλεσε το καλύτερο προπαγανδιστικό όπλο για τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει η αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούν το ποδόσφαιρο ως το «όπιο του λαού» και αυτούς που το θεωρούν ως μια «συναισθηματική πανώλη». Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι στενά συνδεδεμένη µε την πολιτική, την κοινωνία και τους διαρκείς αγώνες της. Παράλληλα όμως χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία κατάφερναν μέσω αυτού να χειραγωγήσουν έναν ολόκληρο λαό, δημιουργώντας ένα αίσθημα υπερηφάνειας μέσα από τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες.

Η περίπτωση Μουσολίνι

Ο πρώτος που κατάλαβε την δυναμική του «βασιλιά των σπορ» ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο ιδρυτής και ηγέτης του φασιστικού κόμματος ο ο οποίος κυβέρνησε την Ιταλία από το 1922 έως το 1943, επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Ιταλία βρισκόταν σε μια κατάσταση αβεβαιότητας. Ένα κράτος μόλις 60 ετών, ένα έθνος όπου οι περιφερειακές και γλωσσικές διαφορές υπονόμευαν την εθνική ενότητα με τον πόλεμο να έχει φανερώσει όλες τις φυσικές αδυναμίες της χώρας. Με την οικονομία σε τραγική κατάσταση και την ανάπτυξη της βιομηχανίας να μένει στάσιμη, η μετάβαση προς ένα ενοποιημένο έθνος από την προηγούμενη ύπαρξη της χώρας ως ένα συνονθύλευμα ανεξάρτητων πόλεων-κρατών ήταν ακόμα στον αέρα.

Ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε μεγάλες φιλοδοξίες θέλοντας να καταστήσει την Ιταλία ξανά μια μεγάλη δύναμη η οποία θα θύμιζε την αρχαία Ρώμη. Στόχος του ήταν η δημιουργία μιας αυτοκρατορίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή η οποία θα είχε ως βασικό στοιχείο την εθνική ενότητα στο εσωτερικό της χώρας.

Ο Ιταλός δικτάτορας γρήγορα συνειδητοποίησε ότι το ποδόσφαιρο ήταν το ιδανικό μέσο για να εξασφαλίσει λαϊκή υποστήριξη για το φασιστικό του κίνημα. Άλλωστε, ορισμένες πτυχές του ποδοσφαίρου ταίριαζαν απόλυτα με ορισμένες εκφάνσεις του φασισμού. Ως ομαδικό άθλημα, είχε ως πρωταρχική έννοια την πειθαρχία, την συμμετοχή και την συλλογικότητα. Ειδικότερα την συγκεκριμένη εποχή, ο αθλητισμός γενικότερα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια ιδανική διέξοδος από τις όποιες εντάσεις που υπήρχαν στην κοινωνία και την ενασχόληση με τα κοινά.

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 20' ανέλαβε την εξουσία ανατρέποντας τον βασιλιά Βίκτορ Εμμανουήλ Γ', το ποδόσφαιρο ήταν ένα άθλημα που αποκτούσε όλο και περισσότερο οπαδούς ανάμεσα στις μάζες. Το πρωτάθλημα βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, αλλά παρόλα αυτά υπήρχαν δύο ξεχωριστές λίγκες, μία για τους Ιταλούς και μία στην οποία είχαν την δυνατότητα να συμμετέχουν ξένοι, με την κάθε λίγκα να ήταν χωρισμένη σε περιφερειακά γκρουπ. Βλέποντας την διαρκώς αυξανόμενη δημοτικότητα του αθλήματος, ο Ντούτσε αποφάσισε μια σειρά από αλλαγές που θα μετέτρεπαν το ποδόσφαιρο από μια απλή μορφή παιχνιδιού σε μια αδιαμφισβήτητη πρωταρχική δραστηριότητα αναψυχής ενός ολόκληρου έθνους.

Το 1926 ο Λεάντρο Αρπινάτι, πρόεδρος της Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής, ίδιων πολιτικών πεποιθήσεων με τον Μουσολίνι, ορίστηκε πρόεδρος της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, και αποφάσισε σημαντικές αλλαγές στο ιταλικό ποδόσφαιρο με στόχο την κατάκτηση της κορυφής.

Τότε ήταν που κυκλοφόρησε η Carta di Viareggio η οποία έφερε την επανάσταση στο calcio. Το έγγραφο αυτό όριζε ότι οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να αναγνωριστούν ως «μη ερασιτέχνες», ανοίγοντας τον δρόμο για τον πλήρη επαγγελματισμό του αθλήματος, ενώ πλέον έμπαινε πλαφόν στις ομάδες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν στην σύνθεσή τους μέχρι δύο ξένους.

Έτσι, φτάσαμε στην δημιουργία της Serie A, ενώ στο πλαίσιο της ανάπτυξης του αθλήματος χτίστηκαν εντυπωσιακά στάδια και σύλλογοι όπως η Τζένοα και η Ίντερ αναγκάστηκαν να αλλάξουν όνομα στο βωμό της Italianità (της ιταλικοτότητας).

Η εθνική Ιταλίας ως το απόλυτο προπαγανδιστικό μέσο

Ο μεγάλος στόχος του Μουσολίνι, όμως, ήταν η εθνική ομάδα και όλες αυτές οι αλλαγές έγιναν σε μεγάλο βαθμό για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού: Την ανάπτυξη δομών που θα συντελέσουν στην δημιουργία σπουδαίων Ιταλών ποδοσφαιριστών οι οποίοι θα αποτελούσαν μέλη μιας εθνικής που θα κατακτούσε το νεοσύστατο τότε Παγκόσμιο Κύπελλο και θα ήταν το καλύτερο προπαγανδιστικό μέσο για την προβολή μιας εικόνας ισχυρής και παντοδύναμης Ιταλίας. Εκτός από την ισχυρή εικόνα στο εξωτερικό, ο Ντούτσε προσδοκούσε με τις αθλητικές επιτυχίες ένα νέο πατριωτικό πνεύμα και μια εθνικιστική νοοτροπία μεταξύ των πολιτών της χώρας.

Η ανάληψη της διεξαγωγής του Μουντιάλ του 1934 από την Ιταλία δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ο Μουσολίνι ήξερε ότι η κατάκτηση του τροπαίου από την «Σκουάντρα Ατζούρα» θα μπορούσε να αποτελέσει το καλύτερο όπλο για το φασιστικό καθεστώς. Το γεγονός ότι τα νέα γήπεδα της χώρας χτίστηκαν στο πλαίσιο αυτό, φανέρωνε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την βιομηχανική δύναμη της φασιστικής Ιταλίας και αποτελούσαν το καλύτερο παράδειγμα για την όποια οικονομική πρόοδο που είχε σημειωθεί υπό την κυριαρχία του Μουσολίνι.

Όπως σχεδόν όλοι οι δικτάτορες, έτσι και ο Μουσολίνι ήταν φανατικός με τον συγκεντρωτισμό και την παρεμβατικότητα. Για τον λόγο αυτό ο Ντούτσε προσπαθούσε να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες στα αθλητικά γεγονότα της εθνικής Ιταλίας, που θα μείωναν στο ελάχιστο ή ακόμα και θα εκμηδένιζαν την πιθανότητα αποτυχίας.

Το ταλέντο δεν έλειπε από την Ιταλία. Ποδοσφαιριστές όπως ο Τζουζέπε Μεάτσα, ο Λουίς Μόντι και ο Ραϊμούντο Όρσι έκαναν την εθνική ομάδα μία από τις καλύτερες παγκοσμίως, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Μουσολίνι. Φήμες θέλουν τον Ιταλό δικτάτορα να καλεί παραμονή του ημιτελικού με την Αυστρία, τον διαιτητή της αναμέτρησης, Ιβάν Έκνταλ σε γεύμα με στόχο να εξασφαλίσει την εύνοια της διαιτησίας. Η παρέα του Μεάτσα προκρίθηκε στον μεγάλο τελικό με τους Αυστριακούς να έχουν έντονα παράπονα από τα σφυρίγματα του Έκνταλ, όπως και η Ισπανία στον προημιτελικό όπου είδε να τραυματίζονται τρεις ποδοσφαιριστές της από τα σκληρά μαρκαρίσματα των Ιταλών υπό την ανοχή του διαιτητή. Ακόμα και η δύσκολη νίκη με 2-1 επί της Τσεχοσλοβακίας στον μεγάλο τελικό δεν ήταν πειστική ώστε όλοι να παραδεχτούν την ανωτερότητα της Ιταλίας.

Οι όποιες σκιές δεν πτόησαν τον Ιταλό φασίστα ο οποίος έκανε επίδειξη δύναμης δίνοντας μετά το τέλος του τελικού στους παίκτες της εθνικής ως επιβράβευση, εκτός από το γνωστό τρόπαιο Ζιλ Ριμέ, και το Κύπελλο του Ντούτσε. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο Μουσολίνι συνειδητοποιούσε πως η αντίληψη ότι η Ιταλία αναδείχτηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια λόγω διαφθοράς και δωροδοκίας είχε ριζωθεί για τα καλά.

Φτάνοντας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938, το κλίμα στο εσωτερικό της χώρας να μην είναι στα καλύτερά του, αφού δεν ήταν λίγες οι διαδηλώσεις των πολιτών για την απόφαση της κυβέρνησης να στηρίξει τον Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο. Για τον Ντούτσε το τουρνουά της Γαλλίας έγινε εθνική υπόθεση και το δεύτερο συνεχόμενο τρόπαιο αποτέλεσε μια προσωπική νίκη για το καθεστώς.

Ακόμα και η παρουσία των oriundi (η ιταλική λέξη που δόθηκε στους μετανάστες που είχαν ιταλικές ρίζες) στην εθνική και αποτέλεσε βασικό συστατικό της κατάκτησης των δύο τροπαίων, χρησιμοποιήθηκε από την φασιστική κυβέρνηση ως άλλη μια νίκη της. Παρότι παίκτες όπως οι Μόντι, Όρσι και Γουάιτα είχαν αγωνιστεί με την εθνική Αργεντινής, και δεν ήταν καθαροί Ιταλοί, το καθεστώς τους χρησιμοποίησε ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας επεκτατικής και αποικιακής Ιταλίας η οποία είχε πλέον και μια ακμάζουσα διασπορά.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά για το αν η Ιταλία θα είχε τις ίδιες επιτυχίες αν ο Μουσολίνι δεν αναλάμβανε τα ηνία της χώρας το 1926. Εξάλλου, και πριν τον Ντούτσε η χώρα είχε αρχίσει να αγαπάει το άθλημα το οποίο είχε μεγαλώσει πριν την άνοδο των φασιστών στην εξουσία, με την ίδια την εθνική ομάδα να ήταν ήδη μια ιδιαίτερα ταλαντούχα ομάδα η οποία θα έκανε την εμφάνισή της στο ποδοσφαιρικό στερέωμα και χωρίς την όποια πολιτική παρεμβατικότητα.

Αυτό όμως που δεν μπορεί επ ουδενί να αμφισβητηθεί είναι η πολιτική σημασία του ποδοσφαίρου για τον Μουσολίνι. Οι νίκες το 1934, το 1936 (Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου) και το 1938 συντέλεσαν ώστε το διεθνές ποδόσφαιρο να αποτελέσει την πρωταρχική πηγή του πατριωτισμού της χώρας. Και η δημόσια στήριξη ενός ηγέτη όπως ο Μουσολίνι από την μεγαλύτερη πλειοψηφία του λαού-μέσω των αθλητικών επιτυχιών-αποτέλεσε μια προσωπική νίκη για τον δικτάτορα που διαφέντευε τις τύχες μιας χώρας για σχεδόν 20 χρόνια.

 

Τελευταία Νέα