Ηταν ένα μικρό καράβι… Η αληθινή ιστορία!

Ηταν ένα μικρό καράβι… Η αληθινή ιστορία!

bet365

Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει το «αθώο» παιδικό τραγούδι; Ποιος δεν έχει μεγαλώσει με αυτό; Ξέρετε όμως ότι έχει τις ρίζες του σε μία φρικιαστική ιστορία επιβίωσης; Το G-Weekend Journal, θυμάται την τύχη της φρεγάτας «Μέδουσα» που αποτέλεσε πηγή… έμπνευσής!

Γυρίστε τον χρόνο πίσω, στα παιδικά σας χρόνια όπου τα αγοράκια κορόιδευαν τα κοριτσάκια στο σχολείο και το αντίστροφο φυσικά. Κυρίως με το κλασικό τραγούδι που λέμε από μικροί, το «Ηταν ένα μικρό καράβι», όπου μετά μανίας φωνάζαμε στο τέλος, ανάλογα φυσικά μα το φύλο μας, σε ποιους «πέφτει ο κλήρος για να φαγωθεί». Αλήθεια πόσες φορές στο δημοτικό έχουμε παίξει όλοι μας το συγκεκριμένο παιχνίδι. Αμέτρητες...Οπως άλλες τόσες είναι οι περιπτώσεις γονιών που νανουρίζουν τα μωρά τους, σιγοψιθυρίζοντας τον ρυθμό και τους στίχους του. Ομως η πηγή έμπνευσής του είναι τόσο μακάβρια, που ίσως τρομάξει και τον πιο παθιασμένο αναγνώστη θρίλερ. Ασύλληπτη σε τόσο μεγάλο βαθμό, σαν να αναβλύζει από τα βάθη της κολάσεως, γραμμένη από την πένα ενός αρρωστημένου μυαλού.

Η ελληνική έκδοση του αθώου, σε πρώτη ανάγνωση και ως έναν βαθμό σκανδαλιάρικου τραγουδιού, προέρχεται από την μελοποίηση ενός αντίστοιχου γαλλικού που ονομάζεται «Il etait un petit navire» και αναφέρεται στην ιστορία ενός ναυτικού. Ο οποίος είναι πλήρωμα σε ένα καράβι που χάνει τον προσανατολισμό του, περιπλανιέται για μέρες στη Μεσόγειο και όταν εξαντλήθηκαν τα τρόφιμα, οι ναύτες μεταξύ τους τραβούν κλήρο για εκείνον που θα θυσιάσουν, οδηγούμενοι έτσι στον κανιβαλισμό. Μόλις εκείνος διαπιστώνει πως είναι ο άτυχος, προσεύχεται στη Παναγία η οποία ως εκ θαύματος τον σώζει, στέλνοντας τρόφιμα στο κατάστρωμα του πλοίου, σαν «μάννα εξ' ουρανού».

Ολο το παραπάνω μπορεί να ακούγεται λίγο... διασκεδαστικό, όμως η πραγματικότητα τρομάζει. Το «Il etait un petit navire» και κατά συνέπεια και η ελληνική του έκδοση, έχουν τις ρίζες τους στη «Μέδουσα», μία γαλλική φρεγάτα που έμελλε να μείνει στην ιστορία.

Βρισκόμασταν στα 1816 και ένας στολίσκος τεσσάρων πλοίων απέπλευσε τότε από το Ροσφόρ της Γαλλίας με προορισμό την Σενεγάλη. Μεταξύ αυτών ήταν και η «Μέδουσα», στην οποία μάλιστα επέβαινε ο νέος κυβερνήτης της αποικίας Ζυλιέν Ντεζιρέ Σμαλτζ με την σύζυγό του και την κόρη τους, ενώ κυβερνήτης ήταν ο Υγκ Ντυρουά ντε Σομερί.

Ο οποίος αν και 53 ετών άρα έμπειρος ναυτικός, για περίπου 20 χρόνια είχε μείνει μακριά από την θάλασσα, καθώς ήταν φίλα προσκείμενος στον θεσμό της βασιλείας που μόλις είχε εγκατασταθεί ξανά στη χώρα, μετά την περίοδο διακυβέρνησης του Ναπολέων. Ο οποίος τον είχε εξορίσει. Ετσι με «προσόν» τις σχετικές του γνωριμίες, ανέλαβε την διακυβέρνηση του σκάφους. Εκτός της φρεγάτας για τον ίδιο προορισμό αναχώρησαν μαζί μία κορβέτα, ένα ανεφοδιαστικό και ένα μικρό εμπορικό (σ.σ. η Σενεγάλη θα παραχωρούνταν ως αποικία στην Γαλλία από την Αγγλία). Στις 17 Ιουνίου έγινε ο απόπλους και άρχισε να μετρά αντίστροφα ο χρόνος για την κορύφωση του δράματος.

Ο Σμαλτζ πίεζε ώστε να μειωθεί ο χρόνος του ταξιδιού καθώς βιάζονταν να αναλάβει τα καθήκοντά του, ενώ ο Σομερί έδειχνε άβουλος και μη διατεθειμένος να πάρει πρωτοβουλίες. Επί της φρεγάτας επέβαιναν 240 επιβάτες και 160 μέλη του πληρώματος, όπου μεταξύ των πρώτων βρίσκονταν ένας παλιός ναυτικός που έπεισε τον καπετάνιο ότι ήξερε τα νερά της περιοχής πάρα πολύ καλά. Κάτι φυσικά αδύνατον, αφού οι ακτές της Αφρικής ακόμη δεν είχαν χαρτογραφηθεί στο έπακρό τους. Παρόλα αυτά ο Ντε Σωμερύ τον άκουσε και ακολούθησε τη δική του πορεία, ξεκόβοντας από τα άλλα τρία πλοία.

Μετά από μερικές ημέρες η «Μέδουσα» δεν είχε πλέον οπτική επαφή μαζί τους και στις 2 Ιουλίου συνέβη το «κακό». Το καράβι ήταν περίπου 100 μίλια εκτός πορείας και προσάραξε στις ακτές της σημερινής Μαυριτανίας. Το πλήρωμά του έκανε απέλπιδες προσπάθειες να το αποκολλήσει, όμως εκείνες στάθηκαν μάταιες και αποφασίστηκε να εγκαταλειφθεί. Αλλά οι σωστικές λέμβους χωρούσαν μόλις 234 άτομα και αποφασίστηκε να κατασκευαστεί μία μεγάλη σχεδία, η οποία με σχοινιά θα δένονταν πίσω από τις βάρκες και σε αυτή ανέβηκαν 149 άτομα, εκ των οποίων η μία ήταν γυναίκα.

Οι περισσότεροι εξ’ αυτών ήταν μέλη του πληρώματος, στρατιώτες και υπαξιωματικοί (σ.σ. στις βάρκες είχαν μπει οι αξιωματικοί και οι ευγενείς), οι οποίοι για πρώτες προμήθειες πήραν μπισκότα, δύο βαρέλια νερό και έξι με κρασί. Αλλωστε θα ήταν προσκολλημένοι στις υπόλοιπες βάρκες και θα ανεφοδιάζονταν…. Αυτό τους είπαν, αλλά μόλις ο κομβόι σωτηρίας απομακρύνθηκε από το εγκαταλειμμένο καράβι, κόπηκαν τα σχοινιά που συνέδεαν την σχεδία με τις βάρκες.

Αναπαράσταση της σχεδίας, για την κατασκευή της οποίας χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ άλλων και όπλα.

Από όσους επέβαιναν σε αυτή, μετά από 13 ημέρες περιπλάνησης στη θάλασσα θα περισυλλέγουν μόλις 15 ζωντανοί από το «Αργκους», που ήταν στον στολίσκο των τεσσάρων καραβιών που απέπλευσαν από την Γαλλία και αναζητούσε την «Μέδουσα». Εκ των οποίων μόνο οι 10 θα καταφέρουν να ζήσουν, καθώς οι 5 ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και εξέπνευσαν λίγο αργότερα.

Οι μαρτυρίες τους συγκλόνισαν τη γαλλική κοινή γνώμη. Οπως ανέφεραν στις 13 αυτές ημέρες μαρτυρίου τους, μεταξύ άλλων πέταξαν τους άρρωστους και αδύνατους στη θάλασσα ώστε να εξοικονομήσουν χώρο και τις λιγοστές προμήθειές τους, έγιναν δολοφονίες μεταξύ των όσων επέβαιναν στη σχεδία απόρροια της «τρέλας» στην οποία έρχεται ο ανθρώπινος νους σε τέτοιες συνθήκες, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις κανιβαλισμού. Οταν και έφαγαν ανθρώπινα πτώματα, τα οποία ξέραιναν στον ήλιο.

Τα όσα συνέβησαν προκάλεσαν «αμόκ» στη γαλλική κοινή γνώμη και ο Ντε Σομερί κατηγορήθηκε από πολλούς πως εκείνος έδωσε την εντολή να κοπούν τα σχοινιά. καθώς δεν υπήρχε τρόπος να μείνουν οι βάρκες σε ευστάθεια, έχοντας την σχεδία δεμένη μαζί τους. Ετσι «καταδίκασε» 149 ψυχές στην απελπισία. Πέρασε από στρατοδικείο, τα αρνήθηκε όλα και τελικά κανένας δεν καταδικάστηκε.

Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι η νεοσύστατη γαλλική βασιλεία δεν ήθελε να ρεζιλευτεί στα μάτια των άλλων χωρών, κυρίως της Αγγλίας. Ομως έζησε το υπόλοιπο της ζωής του περιφρονημένος από όλους, ενώ η μοιραία φρεγάτα βρέθηκε μετά από 42 ημέρες στο σημείο που είχε προσαράξει και μάλιστα, εκ των 17 ναυτικών που είχαν μείνει πίσω να την προσέχουν, μόνο οι 3 ήταν πλέον στο πόστο τους.

Η υπόθεση ίσως και να μην «διασώζονταν» ποτέ τόσο ρεαλιστικά, αν ο ζωγράφος Τεοντό Ζερικό δεν αποτύπωνε με το έργο του την φρίκη που έζησαν εκείνοι οι άνθρωποι. Το έργο του «Σχεδία της Μέδουσας» αναπαριστά την στιγμή που οι ελάχιστοι επιζώντες βλέπουν το «Αργκους» και προσπαθούν να του τραβήξουν την προσοχή, ενώ ο Γάλλος καλλιτέχνης χρειάστηκε περίπου 8 μήνες για να το ολοκληρώσει. Μάλιστα παθιάστηκε τόσο μαζί του, που δημιούργησε το ατελιέ του ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο που νοσηλεύονταν οι λίγοι επιζώντες, τους οποίους επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά και αντλούσε πληροφορίες.

Μεταξύ άλλων πήγε και στο νεκροτομείο ώστε να δει από κοντά τις πληγές στα σώματα όσων είχαν πεθάνει, ενώ συναντήθηκε και με τον μαραγκό της «Μέδουσας» που κατασκεύασε την σχεδία και έφτιαξε ένα πιστό της αντίγραφο. Μάλιστα μίλησε και με ναυτικούς που ήξεραν τα νερά στη περιοχή, με σκοπό να αποδώσει καλύτερα την θάλασσα.

Ο πίνακας έχει διαστάσεις 4,91×7,16 ώστε τα πρόσωπα των ναυαγών να είναι πιο ρεαλιστικά λόγω μεγέθους, ενώ για την φιγούρα που βρίσκεται ξαπλωμένη μπρούμυτα με το ένα χέρι απλωμένο πόζαρε ο Ευγένιος Ντελακρουά. Ο οποίος ήταν φίλος του Ζερικό και το δικό του έργο η «Σφαγή της Χίου», είναι εμφανώς επηρεασμένο από την «Σχεδία της Μέδουσας».

Ο πίνακας όταν εκτέθηκε για πρώτη φορά δεν απέσπασε καλές κριτικές, όμως χρησιμοποιήθηκε από την αντιπολίτευση ώστε να «χτυπήσει» την κυβέρνηση για τους χειρισμούς της. Η καταξίωση ήρθε μετά τον θάνατο του Ζερικό, καθώς από το 1824 εκτίθεται στο Λούβρο και στην επεξηγηματική επιγραφή αναφέρονται τα εξής: «Ο μοναδικός ήρωας σε αυτή την οδυνηρή ιστορία είναι η ανθρωπότητα».

Το γλυπτό η «Σχεδία της Λαμπεντούζα» που βρίσκεται στο υποβρύχιο μουσείο του Λανθραρότε, είναι επηρεασμένο από την «Σχεδία της Μέδουσας»

Η μακάβρια υπόθεση εκτός από τραγούδι και πίνακας θα απασχολήσει και την λογοτεχνία, ενώ το 2016 στο υποβρύχιο μουσείο «Atlantico» που δημιουργήθηκε στη θάλασσα του Λανθαρότε, ο βρετανός γλύπτης Τζέισον Τέιλορ κατασκεύασε την «Σχεδία της Λαμπεντούζα», έργο επηρεασμένο από την «Σχεδία της Μέδουσας» και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των μεταναστών που προσπαθούν να φτάσουν στο μικρό ιταλικό νησί.

 

Τελευταία Νέα