Εκείνη την Πρωτοχρονιά, την έκανα από ...κούπες! (vid)

Miltos+
Εκείνη την Πρωτοχρονιά, την έκανα από ...κούπες! (vid)
Τζόγος κι αγάπη στις μέρες τους κι ο Μίλτος ο Νταλικέρης σε μια πρωτοχρονιάτικη «ρετρό ιστορία». Ποιος έχασε τι και ποιος βρήκε τα χαμένα;

Αν ίσχυε το αντίστροφο του «όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στις γυναίκες», δηλαδή αυτός που χάνει στις γυναίκες να ρεφάρει με κέρδη από τον τζόγο, τότε ...σιγά να μην σας έγραφα τώρα. Σιγά να μην καθόμουν παραμονή Πρωτοχρονιάς να σκαλίζω το μυαλό για «ρετρό ιστορίες», αντί να ...ψήνω αρνί στα νησιά του Πάσχα για να κάνω αντίθεση και εντύπωση (άσχετο: για ποιον άλλο λόγο να τα λένε νησιά του Πάσχα; Αρνιά θα ψήνουν, δεν μπορεί…). Επανέρχομαι: παραμονή Πρωτοχρονιάς, εν μέσω μιας εορταστικής ίωσης που με έχει τσακίσει και γράφω την αλήθεια: μήτε στις γυναίκες κέρδιζα, μήτε στα χαρτιά. Εκτός από μια φορά. Στα χαρτιά, ντε. Πού τρέχει ο λογισμός σας;

Εκείνη την Πρωτοχρονιά, αρχές της δεκαετίας του ΄90, στην παλιά τη γειτονιά είχαμε μείνει εμείς κι εμείς. Εγώ κι ο Φώτης, με ολίγον από Δεμπασκαλά, καθώς ο τελευταίος είχε πέσει με τα μούτρα στην επιχείρηση: τον καφενέ του Μπάφα, ο οποίος σιγά σιγά άρχιζε να γίνεται «καφενές του Δεμπασκαλά». Ο Μπάφας, που πάντα έβλεπε τον Τρομάριο σαν παιδί του, πλέον το είχε πάρει απόφαση πως θα γινόταν -κατά κάποιον τρόπο- παιδί του, χωρίς το «σαν». Τα είχε με την κόρη του και, περιέργως, ο καφετζής το είχε αποδεχτεί. Έτσι, οι ώρες του Μπάφα στην προεδρική πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι αραίωναν, ενώ πλήθαιναν εκείνες του Μαστρομανέλου, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να καθόμαστε κι εμείς στο ...πρώτο τραπέζι τζάκι όπου παραδοσιακά κάθονταν ο Μαστρομανέλος κι ο Πέτρος της Κουφής.

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το συγκεκριμένο τραπέζι μας περίμενε όλους. Όλους τους παραμένοντες! Τους από ...ξεροκεφαλιά παραμένοντες, καθώς οι ...ταξιδεύοντες ήξεραν να τη ζουν τη ζωή. Εκτός από έναν που δεν ήξερε... Ο Πέτρος ο Αρμένης είχε πάει με την αγαπημένη (του) Μένη σε μια θεια του στη Σαλονίκη. Ο Παππούς είχε βρεθεί -μέσω κάποιας επαφής στο Πανεπιστήμιο- να κάνει γιορτές στο Λονδίνο. Κι ο Πατούσας είχε κάνει ήδη το μεγάλο ταξίδι καβάλα στα απομεινάρια της μοτοσικλέτας του. Απόντες, δικαιολογημένοι οι δυο, μια (χαμένη) ζωή αδικαιολόγητος ο τρίτος...

Από τους παρόντες, ο Φώτης είχε χωρίσει ανήμερα Χριστούγεννα από την τελευταία αρρεβωνιάρα -τη 18η ή την 53η, θα σας γελάσω- και το κλίμα στο σπίτι του ήταν -πάλι- βαρύ. Εγώ είχα χωρίσει από το καλοκαίρι κι όχι από αρραβώνα, αλλά το κλίμα στο αποθηκάκι που είχα μετατρέψει σε κάμαρα στην αυλή του πατρικού μου, επίσης ήταν βαρύ. Όπως και το κεφάλι μου από τα Κάπτεν Μόργκαν που έπινα κοντά έξι μήνες για να ξεχάσω. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ κι από τις γκρίνιες της μάνας μου, που «δεν τρως τίποτα κι όλο πίνεις, θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Φυσικά, δεν θα μπορούσε να πεθάνει, ούτε από ασιτία επειδή δεν έτρωγα εγώ ούτε κι από πρησμένο συκώτι επειδή έπινα εγώ. Και δεν ήταν άρρωστη...

Ο Δεμπασκαλάς είχε μετατρέψει εκείνες τις μέρες τον καφενέ σε χαρτοπαικτική λέσχη με τις ευλογίες του τζογαδόρου νέου νωματάρχη, του Βασίλη του Πρίγκιπα. Τον νωματάρχη τον φωνάζανε όλοι Πρίγκιπα, τόσο για τους τρόπους και το ντύσιμό του, όσο και για την ταύτισή του με την ΑΕΚ των πρώτων χρόνων του Μπάγεβιτς. Τέλος πάντων, όταν ο Δεμπασκαλάς μας κάλεσε για ρεβεγιόν στον καφενέ το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, μόνο ένα πράγμα δεν μπορούσαμε να υποψιαστούμε. Εγώ, δηλαδή, γιατί ο Φώτης σίγουρα το ήξερε. Πως αντί να πάμε να πιούμε τζάμπα Κάπτεν Μόργκαν, θα στρωνόμασταν στην πράσινη τσόχα, στο ίδιο τραπέζι με τα γνωστά ...κακοποιά στοιχεία του μαχαλά. Τον Πέτρο της Κουφής που υποτίθεται πως είχε κόψει τα χαρτιά όταν έχασε ένα χωράφι σε μια λέσχη στα Γιάννενα και τον Μαστρομανέλο, που υποτίθεται πως θα έκανε Πρωτοχρονιά στα μπουζούκια με τη γυναίκα του την Πολυξένη και κάτι κουμπάρους τους από την Κοζάνη, που φιλοξενούσε εκείνες τις γιορτές (η Πολυξένη προμήθευε τα μπουζουξίδικα με λουλούδια από τα λιβάδια της και την είχαν όλοι οι μαγαζάτορες στα όπα όπα). «Τι έγινε, μάστορα; Πώς και δεν πήγες να ακούσεις καμιά πενιά με την Πολυξένη;», τον ρώτησε ο Φώτης μόλις τον είδε. «Είχα πονοκέφαλο», απάντησε -περιέργως χαμογελώντας- ο Μαστρομανέλος. «Και μόλις έφυγε η Πολυξένη με τους κουμπάρους σου πέρασε;», ξαναρώτησε ο Φώτης με ειρωνική διάθεση. «Και σένα τι σε κόφτει, ρε ζουλάπι; Είχα πονοκέφαλο. Είπα». Αφού «είπε», η συζήτηση έληξε και το παιχνίδι ξεκίνησε κατά τις εννιά το βράδυ...

Σε αυτό συμμετείχαν, επίσης, ο Μπάφας ο καφετζής («δεν πάει καλά», μας είπε ο Δεμπασκαλάς, βλέποντας το αφεντικό να κατεβαίνει για χαρτί, αλλά όχι και να ψήσει κανέναν καφέ), ο Ντούζας με το τρίκυκλο (πάντα τον φώναζαν όταν έψαχναν θύμα), ο Βασίλης ο Πρίγκιπας (ο νωματάρχης ξεκαθάρισε πως «δώδεκα παρά πέντε το διαλύουμε και θα πάω σπίτι γιατί γιορτάζω»), ο Σφήνας (για να μην αισθάνεται μόνος ο Ντούζας, ως θύμα), ο Φώτης, εγώ κι ο Δεμπασκαλάς. Εννιά στο σύνολο. Εννιά που έπαιζαν εικοσιμία κι εδώ δεν βγάζω σύνολο γιατί θα πιάκουμε τριάντα και θα καούμε...

Ο Φώτης, φυσικά, δεν είχε λεφτά, οπότε μοιραστήκαμε το πεντοχίλιαρο που μου είχε απομείνει από τα ποτά που πίναμε μαζί όλη την εβδομάδα για να ξεχάσουμε, φρεσκοχωρισμένος εκείνος (ανήμερα Χριστούγεννα), φρεσκοχωρισμένος κι εγώ (από το καλοκαίρι). Λίγο ως πολύ, το ξέραμε πως με αυτούς που παίζαμε, σε δυο στούκι, τρία το πολύ, θα καθόμασταν στο διπλανό τραπέζι, θα βάζαμε μουσική και θα πίναμε τζάμπα Κάπτεν Μόργκαν. Ο πρώτος που κάθισε δίπλα, ωστόσο, ήταν ο Σφήνας. Ξεκίνησε με μια καλή γύρα, αγρίεψε και στις τρεις επόμενες άρχισε να προτείνει να παίξει το ρολόι του προκαλώντας τον εκνευρισμό του νωματάρχη. Πάλι καλά που είχαμε στο τραπέζι μας το νόμο. Ο Φώτης τον ακολούθησε μετά από λίγο, ενώ εγώ όχι μόνο βαστούσα, αλλά αυγάταινα το μικρό κεφάλαιο των 2.500 δραχμών. Όσοι μείναμε στο τραπέζι, συμφωνήσαμε να το λήξουμε στις δώδεκα παρά δέκα, για να ...κάνουμε Ανάσταση και να πάει κι ο εορτάζων ...Τάσος, σόρι, Βασίλης, στο σπίτι του. Όταν, όμως, στις εντεκάμισι ο Βασίλης ο Πρίγκιπας είπε «θα το λήξουμε στη μία», δεν φέραμε αντίρρηση στον εκπρόσωπο του νόμου. «Δεν θα σε περιμένουν;», τον ρώτησε ο Μπάφας. «Έχω ένα περιστατικό στο τμήμα, με κάτι χαρτόμουτρα», απάντησε και ακριβώς τα ίδια είπε και στη γυναίκα του στο τηλέφωνο ένα λεπτό αργότερα. Ο Βασίλης έχανε πολλά. Κι ο Μαστρομανέλος κάμποσα, όπως κι ο Πέτρος της Κουφής. Ο Δεμπασκαλάς ήταν στα λεφτά του, το ίδιο κι ο Μπάφας. Εγώ κέρδιζα καμιά δεκαριά χιλιάρικα κι ο Ντούζας, το ...θύμα, είχε μπροστά του πάνω από διακόσια!

Η τελευταία «μάνα», αφού αλλάξαμε το χρόνο σχεδόν στα μουγκά, έκατσε σε μένα. Όλοι «φόρτωναν» λεφτά, εγώ είχα καλό χαρτί και το στούκι δεν άργησε να γίνει. Ούτε που μπορούσα να υπολογίσω πόσα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Κι άρχισα να τους παίζω έναν προς έναν για τελευταία φορά. Το καλό χαρτί, καλύτερα κρατούσε. Πήρα δεκαχίλιαρα από τον Δεμπασκαλά και τον Μπάφα κι από είκοσι χιλιάρικα από τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής. Ο Ντούζας ήταν προτελευταίος κι είχε μπροστά του ένα κάρο λεφτά. «Πενήντα», είπε και μ΄ έλουσε κρύος ιδρώτας. Μέχρι να ξεβγάλω το λούσιμο, άλλαξε γνώμη. «Εκατό», είπε κι εκατό του πήρα. Είχα εννιάρι κι έσκασε άσος. Δεν τον χάλασε. Πρέπει να είχε πάρει τόσο κι άλλα τόσα από το τραπέζι, στο οποίο πρέπει τώρα να βρίσκονταν πάνω από τριακόσιες χιλιάδες δραχμές. Κοντά χίλια σημερινά ευρώπουλα, αλλά με άλλη, πολύ πιο σημαντική αγοραστική αξία.

Ήρθε η ώρα του Βασίλη του Πρίγκιπα. Τελευταίος στη σειρά, έχανε σίγουρα όσα ήταν πάνω στο τραπέζι, αν κρίνω από τη μικρότερη χασούρα των υπολοίπων, που τη μέτραγε τώρα ο Ντούζας με τα χοντροδάχτυλά του. Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε διακριτικά και είπε «όλα». Είχε καλό χαρτί. Τον μέτραγα όλη την ώρα. Δεν μπλοφάριζε ποτέ, δεν θα το έκανε για τόσα λεφτά μαζεμένα. Ο ιδρώτας έπαιζε κιθάρα στη ραχοκοκαλιά μου. Του έδωσα χαρτί, «δικά σου» μου είπε όταν το είδε και σχεδόν βεβαιώθηκα. Δυο χαρτιά, για πάνω από τριακόσια χιλιάρικα. Είχε είκοσι, ή στην καλύτερη -για μένα- περίπτωση, δεκαεννιά. Κοίταξα το δικό μου φύλλο. «Φτου», είπα μέσα μου παριστάνοντας τον σοβαρό. Εφτάρι. Τρέχα γύρευε. Το δεύτερο, δυάρι. Σαν να στρώνει, αλλά ...δεν! Το τρίτο, πάλι εφτάρι. Δεκάξι με τρία φύλλα. Τράβηξα τριάρι σκαστό στο τραπέζι. Δεκαεννιά! Τον κοίταξα στα μάτια, αλλά ντράπηκα. Κοίταξα πάλι τα φύλλα. Ξανάκανα πρόσθεση, λες και θα ΄βγαζα άλλο σύνολο. «Τράβα, μωρέ καημένε», άκουσα τη φωνή του Φώτη πίσω μου, ενώ όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου. Τράβηξα ασυναίσθητα, ενώ ο Φώτης ήδη ...διόρθωνε την προτροπή του: «Μην κάνεις μ@λακίες. Δεκαεννιά έχεις. Τώρα τα μέτρησα. Πάρ΄τα και φύγαμε για μπουζούκια». Το φύλλο, όμως, είχε ήδη σκάσει σαν βόμβα στο τραπέζι. Σαν βόμβα έσκασαν και τα δυο δεκάρια από τα χέρια του Πρίγκιπα. Είκοσι είχε. Κι εγώ είχα τραβήξει ένα ταπεινό δύο κούπα. Τράβηξα από δεκαεννιά και βγήκε δύο. Εικοσιμία! Πενταφυλλία με ένα φύλλο ...καρδιάς. Το έλεγε η καρδιά μου, το έλεγε κι η καρδιά εκείνης που αρνήθηκε τον έρωτά μου …τώρα πρόσφατα, πέρυσι το καλοκαίρι. Ο χρόνος είχε αλλάξει. Ο χρόνος μέχρι να μετρήσει ο Δεμπασκαλάς τα λεφτά που ήταν στο τραπέζι, δεν ξέρω πώς πέρασε.

Σηκώθηκα, πήγα μόνος στην μπάρα, έβαλα ένα Κάπτεν Μόργκαν σκέτο, το ήπια μονορούφι μπας και καυτηριάσω εκείνη την καρδιά που ακόμα έσταζε πύο και αίμα, έριξα μια ματιά στη φωτογραφία που ήμασταν όλοι μαζί, με τον μακαρίτη τον Πατούσα στη μέση, «έκλεψα» κι άλλη μία από το μεγάλο ρολόι του τοίχου, τρεις και είκοσι έγραφε κι όταν γύρισα στο τραπέζι είδα τον Πρίγκιπα να αδειάζει τα πριγκιπικά του δάχτυλα από πεντοχίλιαρα. Ο Δεμπασκαλάς είχε σηκώσει και μετρήσει από το τραπέζι ...430 χιλιάρικα! Είχα πέσει έξω στον υπολογισμό μου. Κι άλλα 430 που έχασε ο Πρίγκιπας από το τελευταίο δυάρι με τις δυο ανάσκελες καρδιές, το σύνολο 860 χιλιάρικα! Ο Δεμπασκαλάς, που ανέλαβε ρόλο ταμία, άφησε τα 600 στον Μπάφα που ανέλαβε ρόλο τράπεζας κι αυτά τα 600 (μαζί με κάτι άλλες οικονομίες μου από νυχτοκάματα), πήγαν λίγες μέρες αργότερα στο γκαράζι του Μαστρομανέλου το πρώτο μου αυτοκίνητο, για το πρώτο του σέρβις: τον περίφημο «Τίτο», ένα μεταχειρισμένο Ζάσταβα Γιούγκο, με το οποίο γύρισα όλη την Ελλάδα. Με τα υπόλοιπα 260 χιλιάρικα φύγαμε για τα μπουζούκια, με το Φιατάκι του Δεμπασκαλά. Οι τρεις αμίγκος. Ο Δεμπασκαλάς, εγώ κι ο Φώτης, ο οποίος είχε φροντίσει πρώτα να μάθει από τον Μαστρομανέλο πού θα πήγαινε η Πολυξένη. Τη βρήκαμε πρώτο τραπέζι πίστα, χαιρετηθήκαμε, φιληθήκαμε, φώναξε τον μετρ, μας έβαλε σε ένα άλλο πρώτο τραπέζι και δεν πληρώσαμε μία. Εκείνο το βράδυ κέρδιζα στα λεφτά. Μέχρι που λίγο αργότερα η ορχήστρα άρχισε να παίζει το «Φίλα με απόψε», του Άγγελου Διονυσίου. Τότε δεν με έκαναν καλά τα χιλιάρικα όλου του κόσμου. Θυμήθηκα εκείνη τη σχολική εκδήλωση πριν σχεδόν δυο χρόνια, όταν μπροστά στον ίδιο τον Άγγελο που έκλεινε το πρόγραμμα, την είχα πάρει να χορέψουμε ακριβώς αυτό το τραγούδι. Είπαμε, στην αγάπη έχανα...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνη τη μοναδική Πρωτοχρονιά και να θυμηθώ τι έγιναν τα υπόλοιπα 260 χιλιάρικα αφού δεν πληρώσαμε τίποτα στα μπουζούκια (λέτε να ξέρει τίποτα ο Φώτης;), εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ. Η στήλη σας εύχεται καλή Πρωτοχρονιά, καλή χρονιά και καλά ξεμπερδέματα! Αν όλα πάνε καλά και δεν ξεραθώ πάλι από κανέναν ξεκούδουνο πυρετό, την Πέμπτη, μετά τη δεύτερη αυγή του νέου έτους, θα έχουμε και τα πρώτα «ρετρό ακούσματα» του 2014. Ως τότε, να περάσετε όμορφα και να είστε κι εσείς όμορφοι, από μέσα και απέξω σας!

Υ.Γ.2: Το νέο μου βιβλίο είναι Χριστουγεννιάτικο παραμύθι και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications). Υποκλίνομαι στο πενάκι του Χρήστου Ζωίδη, ο οποίος ...ζωγράφισε κυριολεκτικά στην εικονογράφηση! O τίτλος είναι «Η τρύπια μπάλα που έγινε χρυσή». Περισσότερα, στο www.mvpublications.gr

Υ.Γ.3: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.