Ντάνιελ Ντέι Λιούις: Ο ηθοποιός του αιώνα μας

Ντάνιελ Ντέι Λιούις: Ο ηθοποιός του αιώνα μας

Η ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 2012 είναι σημαντική για τον κόσμο της τέχνης. Ειδικότερα της υποκριτικής. Εκείνη τη Δευτέρα (και κάθε Δευτέρα) κυκλοφόρησε το περιοδικό “TIME” και στο εξώφυλλο του είχε το πρόσωπο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ως εδώ τίποτα το συνταρακτικό. Η λεζάντα που το συνόδευε όμως είναι συγκλονιστική: “Ο καλύτερος ηθοποιός του κόσμου”. Η ερμηνεία του στην ταινία “Lincoln” του Στίβεν Σπίλμπεργκ αφορμή. Η πορεία του η αιτία και η δικαιολόγηση της υψηλότερης τιμής που μπορεί να λάβει ηθοποιός.

Λεπτομέρεια: Το περιοδικό βρήκε το θάρρος και έγραψε αυτό που όλοι σκέφτονταν. Αυτό που είχε φωλιάσει μέσα τους και δίσταζαν να το πουν. Περισσότερο οι “ειδικοί” και λιγότερο το κοινό. Οι θεατές δεν μπορεί να μην ένιωσαν το μεγαλείο του στο “Το αριστερό μου πόδι”, στο “Θα χυθεί αίμα” και στο φιλμ του Σπίλμπεργκ. Το ριψοκίνδυνο της μεγάλης κρίσης χανόταν όταν διάβαζες τους τίτλους, τα βραβεία και τα τρία Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου! Μοναδικός και σίγουρα ο ηθοποιός του αιώνα μας, της εποχής μας. Κι ας λένε ό,τι θέλουν οι κριτικοί.

image

Το υποβλητικό μέγεθος Ντάνιελ Ντέι Λιούις

Ο 58χρονος δεν είναι απ' αυτούς που έχουν δεχτεί ιοβόλα βέλη από τους ανθρώπους που κρίνουν και αποτιμούν. Και να χει δεχτεί, σίγουρα δεν είναι πολλά. Δεν το “επιτρέπει” και ο ίδιος... Για δυο λόγους: Για την προσωπικότητα και τον τρόπο που δουλεύει. Η λέξη “ταλέντο” δεν έχει θέση σε αυτό το συμπαγές δίπολο, διότι πολύ απλά αποτελεί τη βάση αυτού. Ο Λιούις γοητεύει με την απροθυμία του να είναι σταρ! Ναι, ενώ μπορεί να είναι τέτοιος, και μάλιστα απροσμέτρητου μεγέθους, εντούτοις μόνο που δεν έχει βγει να φωνάξει “μακριά από μένα η φήμη και η δόξα”. Η σεμνότητα, όμως, είναι που αναδεικνύει το ξεχωριστό ποιόν του.

Ο Βρετανός απλά παίζει. Τόσο απλά. Όλα τ' άλλα έπονται και φιλτράρονται από τη συνειδητοποίηση αυτού που κάνει. Παίρνει μέρος στην προαιώνια και αγέραστη διαδικασία αντιγραφής της ζωής. Η τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας και ο Λιούις ο πιο ισχυρός ενδιάμεσος. Ο ήχος και η εικόνα “ακουμπούν” πάνω του και με τα δύο βασικά χαρακτηριστικά φτιάχνουν το υποβλητικό μέγεθος “Ηθοποιός Ντάνιελ Ντέι Λιούις”.

image

Αθόρυβος

Η ερμηνεία του στο “Lincoln” υπήρξε καταλυτική. Όχι μόνο για το τρίτο Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, αλλά και για την υπόκλιση όλου του κόσμου. Το εντυπωσιακό είναι ότι αν δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ θα περνούσε απαρατήρητο και αυτό επίτευγμα. Μόνο στις επίσημες ανακοινώσεις θα αποκαλυπτόταν και αυτό γιατί έτσι έχει μάθει να ζει και να εργάζεται ο Λιούις. Αθόρυβα και μακριά από τα χολυγουντιανά φώτα που μπορούν να σε διαλύσουν.

Πριν λάβει το τρίτο χρυσό αγαλματάκι ελάχιστοι διαφωνούσαν με τη διαπίστωση ότι κανείς άλλος ηθοποιός δεν “βυθίζεται” τόσο αποτελεσματικά στους χαρακτήρες που καλείται να ενσαρκώσει. Η ερμηνεία του στο “Lincoln” είναι τέτοια περίπτωση: Ο Λίνκολν λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Ο Λιούις του δίνει ακαθόριστο βάδισμα, υψηλή, λεπτή, “σπασμένη” φωνή και ακριβή προφορά ανθρώπου από το Κεντάκι (σ.σ εκεί γεννήθηκε ο Λίνκολν). Η εικόνα δεν απέχει καθόλου απ' αυτή που έχει ο κόσμος για τον 16ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Ε, ανακαλέστε στη μνήμη σας τις άλλες μεγάλες του ερμηνείες και δεν θα αποφύγετε την απορία: Μπορούν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες να είναι το ίδιο πρόσωπο; Αναμφίβολα, η απάντηση δεν μπορεί να παρά να είναι καταφατική.

image

Η περιέργεια και ο Μπράντο

Το “ναι” όμως θα μετατρεπόταν σε στείρα άρνηση και αναπόφευκτα εκτοπισμό στη λήθη αν δεν υπήρχε λεπτομερής και κοπιαστική δουλειά. Αυτονόητο, αλλά το θέμα είναι μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις φτάνει ως εκεί που δεν μπορεί. Όπως για τον ρόλο του στο “Το αριστερό μου πόδι”. Στη διάρκεια των γυρισμάτων δεν άφησε ποτέ το αναπηρικό καροτσάκι και είχε ζητήσει από μέλη του επιτελείου να τον μετακινούν και τον ταΐζουν! Για τον “χασάπη Μπιλ” στις “Συμμορίες της Νέας Υόρκης” του Σκορσέζε, στα διαλείμματα των γυρισμάτων εξασκούσε τη δεξιότητα του να ακονίζει μαχαίρια. Δοκίμασε τις αντοχές του όταν αφέθηκε στη μοναξιά της άγριας φύσης πριν τα γυρίσματα του “Ο τελευταίος των Μοϊκανών”. Τέλος, στο “Εις το όνομα του πατρός” έμεινε άυπνος τρία βράδια πριν το γύρισμα εξαντλητικής σκηνής ανάκρισης.

Κάπου εδώ έρχεται το όνομα του Μάρλον Μπράντο. Όχι για συγκεκριμένο λόγο, αλλά ούτε και αυθαίρετα. Ο κορυφαίος του 20ου αιώνα “συναντά” τον κορυφαίο του 21ου αιώνα. Υποκριτικά. Ο τρόπος που “έχτιζε” τους ρόλους του ο Μπράντο δεν απέχει και πολύ απ' αυτόν που χρησιμοποιεί ο Λιούις. Φυσικά, ο ίδιος δεν θα μπει ποτέ στην “αρρώστια” της σύγκρισης. Η προσεκτική, διορατική ματιά όμως μπορεί να τους βάλει σε μια άλλη κατάσταση. Αυτή του “alter ego”. Ο ένας αψύς, αυθόρμητος, ασυγκράτητος, ατίθασος. Ο άλλος σεμνός, αφοσιωμένος στην προσπάθεια να ανακαλύπτει νέους μοναδικούς τρόπους να “ζει” τους ήρωες του.

Η απορία όσων τον βλέπουν στο πανί είναι “μα, πώς το κάνει;”. Η απάντηση απλή και μονολεκτική. “Περιέργεια”. Αυτή είναι που κινεί τον ηθοποιό να ανακαλύψει τον άνθρωπο. Τις ιδιότητες, τις δεξιότητες, τις ιδιοτροπίες, τα πάθη, τα ελαττώματα, τα προτερήματα ενός εκάστου. Δεν έχει σημασία ποιος είναι... Φανταστικός ή αληθινός. Ο Λιούις θέλει να ανακαλύψει τη ζωή του άλλου και όπως έχει δηλώσει “όταν απελευθερωθεί η περιέργεια σου τίποτα δεν την ικανοποιεί”.

Η ένταση δεν τον εγκαταλείπει. Ποτέ. Φυσικά και πάει πάντα άριστα προετοιμασμένος στο γύρισμα, όμως δεν αφήνει στιγμή ανεκμετάλλευτη. Στο “Θα χυθεί αίμα” κρατούσε σε απόσταση τον συμπρωταγωνιστή του, καθώς στην ταινία ήταν ορκισμένοι εχθροί. Στο “Λίνκολν” μίλαγε με την προφορά του χαρακτήρα του ακόμη και όταν η κάμερα δεν έγραφε.

image

Βρήκε τον εαυτό του στην ηθοποιία

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις μεγάλωσε στο Γκρίνουϊτς με τη μεγαλύτερη αδερφή του Τάμασιν. Ο πατέρας του, γεννημένος στην Ιρλανδία, Σέσιλ Ντέι Λιούις, ήταν ποιητής και για τέσσερα χρόνια έφερε τον τίτλο του “δαφνοστεφανωμένου ποιητή του Ηνωμένου Βασιλείου”. Πέθανε το 1972. Η μητέρα του, η Τζιλ Μπάλκον, ήταν ηθοποιός καταγόμενη από εβραίους μετανάστες. Το σπίτι θα έπρεπε να είναι γεμάτο ζωντάνια. Όχι ακριβώς... Ο πατέρας του δούλευε πολλές ώρες πίσω από κλειστές πόρτες. Τα παιδιά έτρωγαν μόνα τους και ο Λιούις φαίνεται ότι δεν είχε και τόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ο ίδιος, εμμέσως, το διαψεύδει, μια και σε λόγο του, αφού είχε παραλάβει ένα ακόμη βραβείο, ευγνωμονούσε τη μητέρα του για την πίστη που είχε σ' αυτόν.

Ο Λιούις, έχοντας ανακαλύψει την ηθοποιία, βρήκε τον εαυτό του στο σχολείο μικτής εκπαίδευσης Bedales. Όσο ήταν εκεί πήρε μικρό ρόλο για την ταινία “Καταραμένη Κυριακή”. Το παράδοξο είναι ότι είχε πάθος και για την επιπλοποιία. Μολαταύτα, μπήκε στη θεατρική σχολή “Bristol Old Vic”.

Η πρώτη φορά που το όνομα του ακούστηκε εκτός συνόρων ήταν το 1986. Η ευκαιρία του δόθηκε στην ταινία “Όμορφο μου πλυντήριο” του Στίβεν Φρίαρς. Υποδυόταν έναν γκέι, πανκ χαρακτήρα. Μάλιστα, η προβολή της συνέπεσε με αυτή του “Δωμάτιο με θέα” του Άιβορι. Εκεί, ήταν ο φιλάρεσκος αρραβωνιαστικός της Ελένα Μπόναμ Κάρτερ. Εκ διαμέτρου αντίθετοι ρόλοι... Και όμως... Αμφότεροι έλαβαν την πίστη που χρειάζονταν και ο Λιούις είχε πάρει τον δρόμο του.

image

Η εμμονή και η μοναξιά του ρόλου

Η αξία του, λοιπόν, δεν αμφισβητείται. Και το θέατρο; Το σανίδι είναι ο χώρος που κατατίθενται τα διαπιστευτήρια των ηθοποιών. Ο Λιούις όμως απουσιάζει. Η απουσία όμως δικαιολογείται και επιβεβαιώνει τον σπάνιο χαρακτήρα και το αμίμητο ταλέντο του.

Το 1989 παίζει τον Άμλετ στο Εθνικό. Το κοινό παρακολουθεί την κατάρρευση του στη σκηνή. Αναγκάζεται να αφήσει την παραγωγή. Τι είχε γίνει; Φημολογείται πως είδε το φάντασμα του πατέρα του, κάτι που παραδέχτηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Έκτοτε, δεν δούλεψε ξανά στο θέατρο. Αυτό συνδέεται με την εμμονή του να μην αφήνει πότε τον χαρακτήρα του. Ε, στο θέατρο, μάλλον έφτασε στα όρια του. Η συνειδητή απόφαση να θέσει εαυτόν εκτός θεάτρου του βγήκε σε καλό. Αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο και δικαιώθηκε. Κάθε ρόλος ήταν προσεκτικά διαλεγμένος και δουλεμένος στη λεπτομέρεια του.

Ο Ντέι Λιούις ανήκει στη γενιά των βρετανών ηθοποιών -Γκάρι Όλντμαν, Τιμ Ροθ κ.α- που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του '80 μέσα από τους διαβρωτικούς καπνούς της πανκ. Μιμούμενοι τους Μπράντο, Ντιβάλ και ιδιαίτερα τον ΝτεΝίρο στους “Κακόφημους δρόμους” και τον “Ταξιτζή”, απέρριψαν την ωμή επιθετικότητα και επέλεξαν τους συγχυσμένους μοναχικούς ήρωες.

Ο Λιούις δεν μπορούσε να κάνει καλύτερη επιλογή. Του ταιριάζουν τέτοιοι άνθρωποι. Άγνωστοι. Γνωστοί μόνο ως μέρος μιας απροσδιόριστης πραγματικότητας. Εκεί βάζει τον εαυτό του. Ανάμεσα στη στιγμή που “δραπέτευσε” και στο παρόν. Αυτή είναι η βάση του και είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα γι' αυτή. Ακόμη και την οικογενειακή γαλήνη. Να φύγει απ' αυτή και μόνος να αναμετρηθεί με το δέος του σχεδόν άγνωστου. Τον συναρπάζει, τον υποτάσσει και είναι έτοιμος να πουλήσει και την ψυχή του για να γίνει ο άνθρωπος των αιώνων.

Όπως έκανε με τον Αβραάμ Λίνκολν. Πριν το φιλμ του Σπίλμπεργκ μόνο το πορτρέτο του προέδρου “μιλούσε” στους Αμερικανούς. Ο Λιούις του έδωσε φωνή. Όχι αυτή που μαθαίνουν τα παιδιά στα σχολεία, τη στεντόρεια, αλλά εκείνη που περιγράφουν σύγχρονοι παρατηρητές και όπως άκουσε ο σκηνοθέτης του “Lincoln” από τον Λιούις χωρίς να το γνωρίζει. Μάλιστα, ο τρόπος που έγινε έχει ενδιαφέρον.

Τον Μάιο του 2011 έλαβε μια κασέτα στο γραμματοκιβώτιο του. Την έβαλε να παίξει και ακουγόταν απαγγελία από έργο του Σέξπηρ. Η φωνή που μετέφερε τον λόγο ήταν του Λίνκολν. Σύμφωνα με τον Σπίλμπεργκ “μια θαυμάσια φωνή. Ήθελα να μου διαβάσει ένα βιβλίο. Συνοδευόταν από γράμμα το οποίο έλεγε μόλις ακούσεις αυτό, θα ήθελες να με πάρεις τηλέφωνο να τα πούμε;”. Ο Σπίλμπεργκ φυσικά δεν έχασε καιρό. Πήρε αμέσως ρωτώντας “ποιος είναι;”. Ο Λιούις είχε πετύχει. Ο ρόλος ήταν δικός του, μια και είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο: Να εμφυσήσει ζωή σε κάτι που ήταν παγιδευμένο στην εικόνα του χρόνου. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις είχε ακούσει τα άλαλα χείλη και σαν ευσεβής ηθοποιός φιλοξένησε τους μαγικούς ήχους.