Μάνος Λοΐζος: Από καρδιάς

Μάνος Λοΐζος: Από καρδιάς

Η Ελλάδα σαν χαμένη κόρη γυρνά και ψάχνει λίγη ομορφιά μετά τη χούντα. Αδυνατισμένη, αποστεωμένη, αλαφιασμένη περπατά και χάνεται μέσα σε τσιμεντένια τείχη, καπνισμένες κάννες και αυλές που βρίσκονται σε φάση αποσύνθεσης. Το σώμα της γεμάτο βαθιές αυλακιές και η ψυχή της κουρασμένη. Η πορεία της αχαρτογράφητη και πυξίδα μόνο η ελπίδα, αλλά το τοπίο άνυδρο και σκληρό. Χωματόδρομοι, λάσπες και το γκρίζο των πολυκατοικιών να συνθλίβουν κάθε υποψία χαράς. Ο καιρός δεν βοηθά και ένας άκαρδος ήλιος να βαραίνει πάνω από το κεφάλι... Στη γωνιά του δρόμου, σε κάτι που μοιάζει με ταβέρνα, περισσότερο παράγκα θυμίζει, ακούει ρυθμικά χτυπήματα. Παλαμάκια είναι. Πλησιάζει και βλέπει άντρες φαντάρους να διασκεδάζουν. Ένας να χορεύει χορό αρχέγονο. Μυσταγωγία. Δεν τολμά να μπει μέσα, μόνο στην αντανάκλαση του τζαμιού βλέπει κάποιον να είναι πίσω της. Ήρεμος, όμορφος, με χείλη εύθραυστα και βλέμμα που σε ταξιδεύει. Δεν προλαβαίνει να του μιλήσει. Φεύγει και λίγο πριν χαθεί ένα παιδί βγαίνει από την ταβέρνα και του φωνάζει: “Κύριε Μάνο! Κύριε Μάνο! Αφήστε μας την ομορφιά και φύγετε”. Η Ελλάδα, ασυναίσθητα, ψιθυρίζει “Σ' ακολουθώ”.

image

Ευαίσθητος και τολμηρός

Η ομορφιά ως έννοια είναι απροσδιόριστη. Σε βρίσκει, δεν τη βρίσκεις. Ο καλλιτέχνης που πρωτοπορεί, που επιδιώκει τη ρήξη με το καθεστώς, οφείλει να τη “συλλάβει” και να την αναγνωρίσει σε όλες τις μορφές της. Ο Λοΐζος, λοιπόν, φυσιογνωμία ευγενική, που αποτυπωνόταν στο ήρεμο βλέμμα και ευρύχωρο χαμόγελο του, κατάφερε να τη “δει” και κάθε φορά να την ντύσει κατάλληλα. Δεν χρειάστηκε να επέμβει πολλές φορές στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, αλλά όποτε το έκανε το έκανε καίρια και αποτελεσματικά. Η μουσική (του) ήταν (και είναι) το κύριο μέσο έκφρασης και ο Λοΐζος ανταποκρίθηκε στα αιτήματα του καιρού του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ξεκινά η καλλιτεχνική του παραγωγή (αρχές του 1962) και με το “Το τραγούδι του δρόμου” (στίχοι Νίκος Γκάτσος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα) δείχνει τις προθέσεις του. Κάθε φορά που έβγαινε ένα τραγούδι του δοκιμαζόταν από τη δυσπιστία της ελληνικής κοινωνίας και των τακτικών της ελληνικής δισκογραφίας. Ο χρόνος όμως ήταν με το μέρος του και του έδωσε τη θέση που του άξιζε στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας.
Ο Λοΐζος ήταν φειδωλός ποσοτικά, αλλά αφειδώλευτος στην ουσία του μουσικού προϊόντος: σκέψεις, αισθήματα, συναισθήματα, προβληματισμοί, όνειρα, ελπίδες... Τα τραγούδια που καταγράφηκαν στη δισκογραφία του μόλις 94. Έζησε 45 χρόνια και μέχρι σήμερα μνημονεύεται το όνομα του και πολύ περισσότερο η απουσία του. Η απουσία ενός ανθρώπου που ήταν ευαίσθητος και τολμηρός συνάμα. Διορατικός και ανήσυχος. Άοκνος ερευνητής της ξεχασμένης ελπίδας και των εγκαταλελειμμένων ονείρων.

image

Το πρώτο τραγούδι

Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας του Ανδρέας Λοΐζος ήταν παντοπώλης και η μητέρα του Δέσποινα Μανάκη είχε καταγωγή από τη Ρόδο. Από μαθητής ακόμα γράφτηκε στο ωδείο επιλέγοντας να μάθει βιολί. Λίγο καιρό μετά θα αλλάξει μουσικό όργανο και θα καταπιαστεί με την κιθάρα. Αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 και έφτασε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Γράφτηκε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ωστόσο στις αρχές του 1956 εγκαταλείπει και ξεκινά τη φοίτηση στην Ανωτάτη Εμπορική. Για σύντομο χρονικό διάστημα ο Μάνος Λοΐζος θα φοιτήσει και στη σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική.
Το 1958, έχει ήδη εγκατασταθεί, από την Κυψέλη που ζούσε, στη Νέα Σμύρνη. Τότε αρχίσει να ανακαλύπτει το νέο μουσικό κύμα με τις παρεμβάσεις του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και την αποδοχή που είχε το ρεμπέτικο. Το 1960 θα εγκαταλείψει τις σπουδές του. Γνωρίζει πια πως πρέπει να αφοσιωθεί στη μουσική. Κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Γίνεται γκαρσόνι σε ταβέρνα στην Κω, δουλεύει ως γραφίστας και διακοσμητής και τον Απρίλιο του 1962 γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ) με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και την προβολή νέων δημιουργών.
Την εποχή εκείνη φιλοξενείται σε μια φίλη του που εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και αυτή θα τον συστήσει στον Μίμη Πλέσσα. Με τη μεσολάβηση του τελευταίου θα ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι “Το τραγούδι του δρόμου” από ένα ποίημα του Λόρκα. Το κομμάτι θα ερμηνεύσει ο Γιώργος Μούτσιος.

image

Η δημιουργική πορεία ξεκινά

Ο Λοΐζος θα αναλάβει τη διεύθυνση της χορωδίας της ΣΦΕΜ και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη “Όμορφη Πόλη” που ανεβαίνει στο θέατρο Παρκ. Εκεί θα γνωρίσει τη Μάρω Λήμνου και το 1965 θα παντρευτούν. Ένα χρόνο αργότερα θα έρθει στον κόσμο η κόρη του Μυρσίνη και θα γίνει πηγή έμπνευσης γι' αυτόν. Μια δημιουργική πορεία ξεκινά για τον “Μ.Λ”. Το 1964 θα γράψει “Το Ακορντεόν”, τον “Στρατιώτη” και τον “Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο”, τραγούδια που θα αποτελέσουν σύμβολο των αγώνων του ελληνικού λαού.
Το 1967, το πραξικόπημα θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της Ελλάδας και του καλλιτεχνικού κόσμου. Ο Λοΐζος θα καταφύγει στην Αγγλία προκειμένου να γλυτώσει τη σύλληψη και θα επιστρέψει έξι μήνες αργότερα. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ο άνθρωπος που θα του παρέχει καταφύγιο αλλά και την ευκαιρία να βρεθούν οι δυο τους καλλιτεχνικά. Σε σύντομο διάστημα θα κυκλοφορήσουν ένα δίσκο που ονομάστηκε “Ο Σταθμός” από τον οποίο ξεχώρισαν, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, το “Παλιό Ρολόι” και το “Δελφίνι Δελφινάκι”. Το 1971 θα γράψει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού “Ευδοκία”, ενώ θα ηχογραφήσει και το τραγούδι “Αχ χελιδόνι μου” με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα.

image

Το αξέχαστο ζεϊμπέκικο

Ας σταθούμε όμως λίγο στο μουσικό θέμα της ταινίας του Δαμιανού, το περίφημο “ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Πρόκειται για το καλλιτεχνικό έργο που έχει σημαδέψει τον Λοϊζο στον ίδιο βαθμό με τον “Δρόμο”, το “Πάγωσε η τσιμινιέρα”, “Το Ακορντεόν”, κ.α. Αναμφίβολα πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές μελωδίες της σύγχρονης ελληνική μουσικής.
Σε μια ταβέρνα της Κάτω Κηφισιάς, ένας νεαρός λοχίας χορεύει ζεϊμπέκικο για χάρη της Ευδοκίας, μιας νεαρής πόρνης. Αρχικά, το ζεϊμπέκικο που χόρευε ήταν “Η άτακτη” του Μάρκου Βαμβακάρη. Ωστόσο, ένας από τους ηθοποιούς της ταινίας έφερε σε επαφή τον Αλέξη Δαμιανό με τον Μάνο Λοϊζο, οι δυο τους τα “βρήκαν” και ο συνθέτης έγραψε τη μελωδία. Αρχικά ήθελε το τραγούδι να έχει και στίχους, όμως ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Λευτέρης Παπαδόπουλος αρνήθηκε να “ντύσει” με λόγια τη μελωδία, λέγοντας στον συνθέτη ότι αυτό “ το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν”. Τελικά, το τραγούδι ηχογραφήθηκε ως είχε, με τον Θανάση Πολυκανδριώτη να παίζει με παλιό τζουρά τη μελωδία ώστε να βγει πιο αυθεντικός ο ήχος.

Όσον αφορά τον χορευτή του “Ζεϊμπέκικου”, αυτός ήταν ένας νεαρός οικοδόμος από την Καβάλα ονόματι Γιώργος Κουτουζής που μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό. Ο Δαμιανός τον συνάντησε στη Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά. Για να προστατευτεί είχε σηκώσει ένα μηχανάκι στον αέρα απειλώντας να το πετάξει στους αντιπάλους του. Μόλις είδε τη σκηνή ο Δαμιναός είπε “αυτός κάνει για τον λοχία”.

image

Δραστήριος μέχρι τέλους

Στις 17 Νοεμβρίου 1973 συλλαμβάνεται. Οι χωροφύλακες του τμήματος της Νέας Ιωνίας δεν δίστασαν να τον σύρουν μπροστά στην κόρη του και να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Εννιά μέρες μετά θα αφεθεί ελεύθερος. Μετά την πτώση της χούντας (1974) είναι ελεύθερος να ηχογραφήσει τα τραγούδια που είχε απαγορεύσει η λογοκρισία και να βάλει τέλος στο δίσκο “Τα τραγούδια του δρόμου”. Τον Απρίλιο είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος “Καλημέρα Ήλιε” σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Ένα χρόνο αργότερα θα κυκλοφορήσουν “Τα Νέγρικα” σε στίχους του Γ. Νεγρεπόντη. Ήταν το ίδιο διάστημα που ο Φ. Λάδης θα δώσει στον Μάνο Λοϊζο στίχους που μιλάνε για συνδικάτα και απεργίες. Ο “Μ.Λ” θα τα μελοποιήσει και θα βγάλει τον δίσκο “Τα τραγούδια μας” μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα.
Τον Οκτώβριο του 1981 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα, νεφρική ανεπάρκεια και πίεση. Θα βγει με την υγεία του κλονισμένη. Θα μείνει όρθιος για να βγάλει στις αρχές του επόμενου χρόνου τον τελευταίο του δίσκο “Γράμματα στην αγαπημένη” σε στίχους του τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου. Στις 8 Ιουνίου του 1982 παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ταξιδεύει για νοσηλεία στη Μόσχα. Στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται δεύτερο εγκεφαλικό. Θα φύγει από τη ζωή δέκα μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.

image

“Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι στρατευμένος ιδεολογικά”

Η αποκωδικοποίηση του καλλιτέχνη Λοϊζου μας αποκαλύπτει τα στοιχεία που καθόρισαν τη “γέννηση” και τη διαμόρφωση του: Τύχη, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, δικτατορία, πολιτική. Με αυτή τη σειρά. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και στον δρόμο που έμενε η οικογένεια του περνούσε κάθε μέρα ένας γεροβιολιτζής. Πουλούσε βιολιά δηλαδή. Ο πατέρας του “Μ.Λ” του αγόρασε ένα αλλά δεν μπόρεσε να μάθει την τέχνη του απαιτητικού οργάνου. Βέβαια, αυτό το βιολί ήταν ιδιαίτερο και μάλλον έπαιζε μόνο στα χέρια του πωλητή του. Αργότερα ήρθε και το κανονικό, όπως και η κιθάρα, δώρο από τον θείο του. Ύστερα, στο σπίτι του μπήκε και το πιάνο. Κάπως έτσι η τύχη έπαιξε τον ρόλο της και έριξε τον σπόρο της δημιουργίας στον πιτσιρικά Λοϊζο.
Το 1955 έρχεται στην Ελλάδα. Είναι η εποχή που κυριαρχεί ο Μάνος Χατζιδάκις με τις θεσπέσιες μελωδίες του. Στη δεκαετία του '60 “εισβάλλει” μουσικά ο Μίκης Θεοδωράκης. Ανάμεσα τους θα προσπαθήσει να βρει τον δρόμο του ο Λοϊζός. Πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμένα. Εκλογές βίας και νοθείας το 1961, Ιουλιανά το 1965 και η διάθεση του κόσμου να είναι αγωνιστική, διεκδικητική. Ιδιαίτερα στη νεολαία. Ο ερχομός της χούντας κάνει το ρόπαλο σύμβολο εξουσίας και τη λογοκρισία κύριο όργανο ορισμού της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Λοΐζος, λοιπόν, δεν μπορεί να μην στρατευτεί καλλιτεχνικά ενάντια σε όλο αυτό το ζοφερό, ασφυκτικό περιβάλλον. Μάλιστα, σε συνέντευξη του στον Γ. Λεονταρίτη, για την εφημερίδα “Εβδομάδα”, στις 13 Ιουλίου 1966 έλεγε:

Βεβαίως και πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι στρατευμένος ιδεολογικά. Το θέμα είναι να μπορείς είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις. Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στον δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά.

image

Η ενσάρκωση της κατάρας του ταλέντου

Ο Λοΐζος ήταν η ενσάρκωση αυτού που υποστήριζε ο Αντρέι Ταρκόφσκι για το ταλέντο. Δηλαδή ότι είναι κατάρα, αφού πρέπει συνεχώς ο καλλιτέχνης να το αποδεικνύει. Για τον “Μ.Λ” ήταν οι κοινωνικές/πολιτικές συνθήκες που απαιτούσαν απ' αυτόν να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Αν το ξόδευε μόνο σε ευαίσθητα, λυρικά τραγούδι κάτι θα χανόταν. Η πολιτική τοποθέτηση μέσω των τραγουδιών ήταν υποχρέωση. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού μεγάλος, όμως εκεί ήταν που απέδειξε ότι το ταλέντο και το ορθό καλλιτεχνικό-αισθητικό κριτήριο σε βοηθά να χαράξεις τον δικό σου δρόμο. Και ο δρόμος του Λοϊζου ήταν μοναδικός, διότι ό,τι έκανε ήταν από καρδιάς. Φυσικά, πέρα από τη μελωδία, σημαντική συμβολή σε αυτό είχε ο στίχος και ο Λοΐζος φρόντισε να συνεργαστεί με τους κορυφαίους στιχουργούς της εποχής του: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Νεγρεπόντης, Φώντας Λάδης, Μανώλης Ρασούλης και, προς το τέλος, Ναζίμ Χικμέτ. Τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από σπουδαίους ερμηνευτές την καριέρα των οποίων σφράγισε ο Λοΐζος με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Χαρούλας Αλεξίου. Ο θάνατος του, στα 45, μας άφησε με την πίκρα της απώλειας και την αγανάκτηση του “γιατί;”. Το μουσικό κενό δεν υπάρχει, διότι η καλλιτεχνική του κληρονομία είναι τέτοια που θα κάνει πάντα τη ζωή μας λίγο πιο όμορφη.

Πηγή
-Περιοδικό “Μετρονόμος”, τχ. 46.
-Lifo
-Εφημερίδα “Το Ποντίκι”