Οι φασίστες με τις καραμέλες

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Οι φασίστες με τις καραμέλες
Κοιτώντας αυτή τη φωτογραφία σκεφτόμουν, τί μπορεί να είναι αυτό που κάνει ένα έφηβο ή τέλος πάντων έναν νέο άνθρωπο να αγκαλιάζεται και να ποζάρει περήφανα όλο χαρά πλάι στο σκοτεινότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ;

“Να μην παίρνεις ό,τι σου δίνουν οι ξένοι, ούτε καραμέλες, ούτε σοκολάτες, ούτε τίποτα”. Για να είμαι ειλικρινής δεν βρέθηκε ποτέ κανένας ξένος να μου δώσει κάτι, οπότε οι παραινέσεις της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου αιωρούνταν στη στρατόσφαιρα του χρήσιμου-αχρείαστου. Παρ' όλα αυτά δημιούργησαν ένα τείχος αυτοπροστασίας για μένα και την υπόλοιπη ζωή μου, ένα τείχος που δεν φαίνεται πολύ ενεργό στα σημερινά παιδιά. Σαν το απενεργοποιημένο firewall στον υπολογιστή μας. Τώρα οι πιτσιρίκοι και οι πιτσιρίκες κρατούν σε μια συσκευή στην παλάμη τους όλον τον κόσμο, γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν τα πάντα, αισθάνονται πανίσχυροι και είναι πιο ευάλωτοι από ποτέ.

Αφορμές για τα παραπάνω ατάκτως ειρημμένα στάθηκαν δύο πράγματα. Το πιο πρόσφατο αυτή η φωτογραφία του Κασιδιάρη αγκαλιά με κάτι χαμογελαστά όμορφα πρόσωπα νέων αγοριών και κοριτσιών σε κάτι που έμοιαζε με σχολική τάξη (;) και η άνεση όλων μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Προηγουμένως προσπάθησα να χωνέψω αλλά δε χωνεύεται το ότι οι χρυσαυγίτες κατέγραψαν την καλύτερη εκλογική τους επίδοση στα νέα παιδιά αντί των κολημμένων εγκεφάλων ηλικιωμένων ψηφοφόρων. Κάτι πρέπει να πηγαίνει πολύ στραβά εκεί έξω τελικά.

Κοιτώντας την προαναφερθείσα φωτογραφία σκεφτόμουν, τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει ένα έφηβο ή τέλος πάντων έναν νέο άνθρωπο να αγκαλιάζεται και να ποζάρει περήφανα όλο χαρά πλάι στο σκοτεινότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ; Φταίει η βαθιά ιστορική άγνοια που όχι ατυχώς αλλά δυστυχώς συντηρείται μέσα στο ελληνικό σχολείο ; Φταίει η ανασφάλεια των πιτσιρικάδων που θέλουν να κρύβονται πίσω από τις πλάτες του εγκληματικά ισχυρού ; Θέλουν να ανήκουν κάπου και οι χρυσαυγίτες ανοίγουν την αγκαλιά τους καλύτερα και ευφυέστερα από οποιονδήποτε άλλον; Ακολουθούν απλά τα χνάρια των γονιών τους ; Βρίσκουν εκεί δουλειές και χαρτζιλίκια που δεν μπορούν να βρουν αλλού, μια που “αλλού” έχουν προτεραιότητα τα παιδιά με διασυνδέσεις κατά το προσφάτως λεχθέν ;

Βλέπω τον δικό μου πιτσιρικά. Παίζει call of duty, βλέπει “Shooter” στο Netflix, γουστάρει τα army παντελόνια και μπουφάν, κυκλοφορεί στο κέντρο της πόλης, αν του την πέσει και κανένας ξένος (ναι ξένος, δεν είναι βρισιά και δεν είναι δύσκολο να συμβεί), να του βουτήξει το κινητό ή το χαρτζιλίκι, πόσο δύσκολο είναι να εμφανιστεί μια διμοιρία να του πει, “έλα μη φοβάσαι, πάμε να τους κυνηγήσουμε μαζί”. Και κάπως έτσι ο έφηβος πιτσιρικάς θα αποκτήσει καινούργιους φίλους που θα τον κάνουν να νιώθει ασφαλής κι εγώ θα μένω να κοιτάω από μακριά ή στη χειρότερη θα αισθάνομαι και πιο ήσυχος που ο γιος μου δεν θα είναι πια το θύμα. Ένα πολύ ελκυστικό σακουλάκι με καραμέλες.

Δεν περιέγραψα και κανένα φανταστικό σενάριο, ευτυχώς δεν έχει συμβεί ακόμα. Μπορώ απλά να εύχομαι να μη συμβεί ή μπορώ και σαν πατέρας να “δείξω” άλλα πράγματα. Να δω μαζί του μπάλα απορρίπτοντας μπροστά του την καφρίλα της κερκίδας, να βουλώσω το βρωμόστομά μου τουλάχιστον όταν οδηγώ μπροστά του, να μη μισώ τόσο εύκολα, να μην αγριεύω τόσο εύκολα, να είμαι άντρας κι όχι τζάμπα μάγκας, να σέβομαι τη γυναίκα, τον gay, τον ξένο, το διαφορετικό. Να προσέχω, να προφυλάσσομαι, να μην τρέμω όμως, να μην φοβάμαι. Να μην φοβάμαι να έχω άποψη το κυριότερο και να την εκφράζω, ειδικά αν δεν είμαι η πλειοψηφούσα άποψη.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία που έχουμε παρερμηνεύσει υπερβολικά πολλά πράγματα, ζουν άνθρωποι ως επί το πλείστον με λυμένο ζωνάρι. “Η κρίση” θα πει κάποιος και ελικρινά ώρες ώρες δεν μπορώ να θυμηθώ, αν ήμασταν μια καλύτερη κοινωνία προ κρίσης κι αν υπήρχε γενικά εποχή προ κρίσης ή απλά μια πλαστή ευδαιμονία που μαθηματικά θα οδηγούσε εδώ. Η αμορφωσιά, η αγένεια, η θεοποίηση του τίποτα, αρκεί να είχε λεφτά, η βαθιά μισαλλοδοξία που πότισε τον περιούσιο λαό μας ήταν τα αντίβαρα στο φιλότιμο, στην καλοσύνη, στην ανεκτικότητα που συναντούσε κανείς συχνότερα σε προηγούμενες γενιές. Ίσως απλά να είναι παρελθοντολαγνεία αυτό το τελευταίο, έχουμε ειδικότητα στο φαινόμενο.

Τώρα τον διαφωνούντα τον βαφτίζουμε πανεύκολα φασίστα, ζαίο, γερμανοτσολιά, προδότη, πληρωμένο λακέ, άπλυτο κουμμούνι, γιατί φυσικά φαίνεται απίθανο στο “δημοκρατικό τόξο” απλά κάποιος να έχει μια άλλη άποψη. Δε θα μπούμε καν στη διαδικασία διαφωνίας, αντιπαράθεσης επιχειρημάτων, αποδοχής της μη συμφωνίας μας. Και κάπου εκεί θα βρουν άπλετο χώρο να παρελάσουν οι ναζί. Λίγο η πλαδαρότητα ημών των δημοκρατών που δεν ποινικοποιούμε ρητά και κατηγορηματικά αυτό που κατέστρεψε εκατομμύρια ζωές κι επέστρεψε ως ιστορική φάρσα, λίγο η ανυπαρξία της δικαιοσύνης που σέρνεται στις διαδικασίες, πριν καταδικάσει σαν δολοφόνους αυτούς που ανέλαβαν την ίδια την ευθύνη της δολοφονίας και που η δικογραφία όχι σκιαγραφεί αλλά φωτογραφίζει με ανατριχιαστικά υψηλή ευκρίνεια, λίγο η πλειοψηφία τον σχολείων – βαθμοθηρικών parking, δεν είναι τελικά να απορούμε για το “υπέροχο” πολιτικό αποτέλεσμα του 13% των νέων-ψηφοφόρων της χρυσής αυγής που ζήσαμε. Ποτέ άλλοτε ο χαβαλές και η “αντίδραση” δεν είχαν πιο συντηρητικά και πιο οπισθοδρομικά αποτελέσματα.

Μπορούμε φυσικά επί ώρες να σχολιάζουμε και να τσακωνόμαστε, για το αν κάποιοι είμαστε υπερβολικοί, αν είμαστε κινδυνολόγοι, αν τελικά είμαστε αρκετά “άντρες”, αν τα γήπεδα είναι εκκλησίες ή το φυσικό καταφύγιο του κάθε συμπλεγματικού hater, αν το διαδίκτυο είναι χώρος έκφρασης ή bullying, αν το ίδιο το bullying είναι bullying ή “έλα μωρέ τώρα, όλα bullying τα βαφτίσαμε ξαφνικά”, αν τους ξένους πρέπει να τους ενσωματώσουμε ή να τους πετάξουμε στη θάλασσα και άλλα πολλά κουραφέξαλα. Αυτοί γίναμε, αναμεταξύ μας θα ζήσουμε ή τουλάχιστον κάποιοι απλά θα επιβιώσουμε.

Ξανακοιτάω τη φωτογραφία των πιτσιρικάδων αγκαλιά με τον Κασιδιάρη. Μου γεννιέται μια απορία περισσότερο από τη σκοπιά του πατέρα. Αυτές τις ημέρες συνεχίζεται η δίκη για την υπόθεση Γιακουμάκη. Θυμάστε ε; Για εκείνη την υπόθεση με τους λεβέντες – τραμπούκους, για την οποία μέχρι και βουλευτές-πρώην υπουργοί σήκωσαν το τηλέφωνο, να πουν “μια καλή κουβέντα για τα παιδιά”. Παρατηρώ τα πλάνα του πατέρα του, το βλέμμα του, τη θλίψη του. Θα μπορούσε ο γιος του να είναι ένα άλλο παιδί, να έχει βρεθεί σε άλλες συνθήκες, να φωτογραφίζεται τώρα ζωντανό πλάι σε σε νεκροκεφαλές και σβάστικες. Αυτό είναι ένα διαφορετικό σακουλάκι με καραμέλες, μερικές φορές η ίδια η επιβίωση.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.