Τηλεόραση για τον τηλεθεατή ή για τον Πελάτη ;

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Τηλεόραση για τον τηλεθεατή ή για τον Πελάτη ;
Ο Χρήστος Κιούσης γράφει για την ελληνική τηλεόραση, τη σχέση της με τα social media, το internet, τους αλληλεπιδρώντες τηλεθεατές και την Εταιρία - Πελάτη, που τρίβει τα χέρια της βλέποντας νούμερα κι όχι περιεχόμενο.

Λένε η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά νομίζω ότι στην περίπτωση της ελληνικής τηλεόρασης, ίσως αυτή να είναι μια αισιόδοξη οπτική της πραγματικότητας. Από όπου κι αν πας να πιαστείς για να θρέψεις αυτή την ελπίδα, υπάρχει σοβαρή περίπτωση να πέσεις. Το κάθε πέρσι και καλύτερα είναι μια έκφραση που φιλοσοφικά μισώ, αλλά που στα τηλεοπτικά δυστυχώς φαντάζει αληθινή.

Θυμάμαι πριν πολλά πολλά χρόνια μιλώντας με έναν συνάδελφο στον 7ο όροφο του Mega στο ειδησεογραφικό στρατηγείο της Σταδίου, είχα εκφράσει την άποψη, ότι το μέλλον της τηλεόρασης είναι τα θεματικά κανάλια. Τα αμιγώς ειδησεογραφικά δίκτυα, τα μουσικά κανάλια, τα κανάλια με νέα επεισόδια σειρών back to back, τα αθλητικά κανάλια (κι αυτά θεματικά), τα κινηματογραφικά κανάλια, αυτά με τα ντοκιμαντέρ κλπ.

Δεν τα γράφω αυτά ως τηλεοπτικός Παϊσιος, απλά κάνω μια αναφορά αυτών που μπορούσα να προβλέψω γιατί υπάρχουν και κάποια άλλα που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ το μακρινό 1995. Δεν υπήρχε ούτε ως υποψία στο μυαλό μας η έλευση των social media και του σφιχταγκαλιάσματός τους με το περιεχόμενο του τηλεοπτικού προγράμματος. Λέω σφιχταγκάλιασμα, γιατί αρκεί μια βόλτα στο timeline του twitter, όχι κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, αλλά κατά τη διάρκεια μιας σειράς μυθοπλασίας, όπου υποτίθεται ο θεατής καθηλώνεται από την πλοκή, αλλά αντί αυτού η @xanthiakouklitsa tweetάρει “πω πω κοίτα τι ωραία κάνει ο Καταλειφός τον Κρητικό παππού” (Alpha: Η λέξη που δεν λες). Δεν περιμένει να το γράψει μετά, θέλει εκείνη την ώρα να “αλληλεπιδράσει”.

Αυτή την αλληλεπίδραση μυρίστηκαν φυσικά πολύ γρήγορα οι επικεφαλής των mediashops και των διαφημιστικών και σκέφτηκαν, ιδού digital πεδίον δόξης λαμπρόν για τον Πελάτη-Εταιρία. Μην ασχολείσαι πια με το περιεχόμενο του προγράμματος αυτό καθ' αυτό, ασχολήσου με το πως θα αξιοποιήσουμε το σύνολο του τηλεοπτικού χρόνου κι όχι μόνο τα διαφημιστικά breaks, για να επωφεληθεί ο Πελάτης. Ας ονομάσουμε τοποθέτηση προϊόντος οποιαδήποτε ανοησία σκεφτούμε, όπως το να σερβίρεται από delivery freddo cappuccino σε μεταμεσονύχτια εκπομπή ή να χορεύουν άνθρωποι τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα μπροστά στην είσοδο ενός super market, που μυστηριωδώς κρίθηκε, ότι αρμόζει σκηνογραφικά.

Ό,τι έχω γράψει ως τώρα είναι περίπου εισαγωγικό τού τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική τηλεόραση. Ο διαχειριστής του τηλεοπτικού προγράμματος δεν είναι πια ούτε το έμπειρο στέλεχος της τηλεόρασης, ούτε ο τηλεθεατής φυσικά. Είναι ο Πελάτης-Εταιρία με πρόθυμο εκπρόσωπό του τον τηλεοπτικό επιχειρηματία, που στήνει ένα εμπορικό τμήμα και τους λέει φέρτε λεφτά. Το «φέρτε λεφτά» όπου κι αν έχει εφαρμοστεί σαν πρωτογενής παράγοντας είναι πάντα μα πάντα εις βάρος της ποιότητας. Όπως το ψητοπωλείο που πάει για τα φράγκα θα ταΐσει τον κόσμο κινέζικα υποπροϊόντα κρέατος, έτσι και το ελληνικό τηλεοπτικό δίκτυο θα σερβίρει κακέκτυπα ξένων εκπομπών με τα κομπλεξικά πρότυπα της ελληνικής παπαδοκρατούμενης ελληνικής κοινωνίας. Κάποιος θα μου απαντήσει με τον τίτλο του Νίκου Μπογιόπουλου «Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε», αλλά πρώτον απέχω παρασάγγας από τον Κομμουνισμό και δεύτερον δεν πιστεύω στη μη κερδοσκοπική τηλεόραση, πιστεύω στα όρια.

Τα όρια είναι μια πονεμένη έννοια, γιατί συνήθως αυτοί που ανερυθρίαστα τα ποδοπατούν, αντιτείνουν ότι κάθε αναφορά σε όρια είναι ένα χτύπημα κατά της Δημοκρατίας. Πώς να εξηγήσεις σε κρετίνους ότι Δημοκρατία χωρίς όρια δεν υπήρξε ποτέ, ούτε και θα υπάρξει. Στην πραγματικότητα καταλαβαίνουν απόλυτα την ανάγκη για όρια, αλλά δεν τους εξυπηρετούν στο να ξεδιπλώσουν το «ταλέντο» τους, που θα τους φέρει τα νούμερα και θα ταΐσει τη ματαιοδοξία τους αλλά και το τρίψιμό τους στη γάμπα του Πελάτη.

Το «ταλέντο» τους ως επί το πλείστον εξαντλείται στο αμαρτωλό τρίπτυχο, τηλεοπτικές κόντρες - προβλέψιμα προκλητικοί καλεσμένοι - εμμονικό κουτσομπολιό. Για το πρώτο μέρος δεν νομίζω να υπάρχει άλλη τηλεόραση πλην της ελληνικής που να ασχολείται περισσότερο με τον ίδιο της τον εαυτό, όχι σατιρικά, αλλά σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου, που το κοινό παρακολουθεί με ενστικτώδεις αντιδράσεις επιπέδου Β Δημοτικού: « Ω τι του ‘πε… προσβόλα» κλπ.

Το εμμονικό κουτσομπολιό ήρθε και κούμπωσε απίστευτα ταιριαστά με την έλευση των social media στη ζωή μας. Τώρα δε χρειάζεται να πας το πρωί στο γραφείο για να κουτσομπολέψεις, ή να πάρεις τηλέφωνο τον φίλο ή την φίλη, μπορείς να κουτσομπολεύεις όλο το 24ωρο από το υπερκινητό σου στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο ενώ περιμένεις το φανάρι, στην ουρά στην τράπεζα, ενώ περιμένεις το παιδί σου στην προπόνηση, ποστάροντας πάντα με το αρμόζον hashtag. Αλληλεπιδράς δηλαδή και εξυπηρετείς τον αρχικό σκοπό του Πελάτη.

Πάμε τώρα στο κομμάτι προβλέψιμα προκλητικοί καλεσμένοι. Κατ’ αρχάς να διορθώσω τον εαυτό μου, προκλητικοί ήταν οι Clash ή οι Sex Pistols, τα έρποντα φασιστοειδή που παρεπιδημούν στην ελληνική τηλεόραση, είναι απλά προβοκατόρικες άναρθρες κραυγές που εν μέσω αναμασήματος τσίχλας και μπεγλεροπαιξίματος λένε τσιτάτα, όπως «η Χρυσή Αυγή είναι η αριστερά του σήμερα» ή «επιβάλλεται η ψήφος στην Χρυσή Αυγή» και παλιότερα έλεγαν «έλα μωρέ, ποιο Πολυτεχνείο» και «σιγά τώρα με τα παραμύθια για το Ολοκαύτωμα». Σε αυτούς τους γυμνοσάλιαγκες του δημόσιου βίου κάποιοι άλλοι γυμνοσάλιαγκες άνοιξαν την πόρτα και τους είπαν «ρίχ’ τα» και μετά αυτό το βάφτισαν Ελευθερία της Γνώμης. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που στήνουν αυτές τις εκπομπές, έχουν στο speed dial του τηλεφώνου τους τα νούμερα του Σφακιανάκη, του Γονίδη, του Αλέφαντου, του Τάκη Τσουκαλά, της Τζούλιας Αλεξανδράτου, του καθενός για διαφορετικούς λόγους, όχι μόνο για τα τηλεοπτικά νούμερα, αλλά κυρίως για τον ντόρο, για το τζέρτζελο.

Το να επιχειρηματολογήσω, γιατί το να μην καλείς τον Σφακιανάκη δε συνιστά καταπάτηση της δημοκρατίας, πιστεύω ότι είναι κατώτερο των περιστάσεων. Το γιατί να μην επιτρέπεις την αναπαραγωγή ρητορικής μίσους, ρατσισμού, φασισμού σε μια κοινωνία που ήδη καθημερινά βιώνει αυτά τα φαινόμενα, είναι άξιο απορίας ; Κι όμως στην Ελλάδα του 2017 είναι, γιατί το θηρίο πεινάει και θέλει αίμα, οι νοικοκυραίοι θέλουν να αλληλεπιδράσουν τρομάρα τους και φυσικά ο Πελάτης θέλει νούμερα.

Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι η επαγγελματική ενασχόληση που επέλεξα στα 18 μου, μπορεί να μην είναι επιβλαβής για την ελληνική κοινωνία. Πιστεύω στην τηλεόραση ως φορέα πολιτισμού κι ας ακούγεται ηλίθιο να το δηλώνω αυτό σήμερα. Είδα πολλές ωραίες ταινίες, άκουσα πολλή μουσική, παρακολούθησα σπουδαίους ανθρώπους να μιλούν σε συνεντεύξεις, πέρασα ευχάριστα τον χρόνο μου διασκεδάζοντας παρακολουθώντας σειρές και τηλεπαιχνίδια, έζησα τη συγκίνηση των σπορ μέσα από αθλητικές μεταδόσεις, ενημερώθηκα και είδα συγκλονιστικές εικόνες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Το δικό μου ισοζύγιο παραμένει θετικό, γιατί γρήγορα έμαθα, ποια κουμπιά πρέπει να πατάω. Ίσως η τηλεόραση έμπλεξε άσχημα τα τελευταία χρόνια με το internet και τα social media, ίσως χρειάζεται να μπλεχτεί με κάτι πιο ουσιώδες για να γίνει πιο ουσιαστική. Να επικοινωνήσει περισσότερο περιεχόμενο με τον τηλεθεατή και λιγότερα νούμερα με τον Πελάτη.

Υ.Γ. Κουβεντιάζοντας αυτή την εβδομάδα με έναν φίλο τους προβληματισμούς μου για τη δουλειά μου αλλά και την κοινωνία μας γενικότερα μου είπε: «εγώ καιρό τώρα το έχω πάρει απόφαση, η ζωή μου είναι η δουλειά μου, η γυναίκα μου, το παιδί μου και τα ψηλά τείχη του σπιτιού μας». Καταλαβαίνω απόλυτα το σκεπτικό του και το πώς περιχαρακώνεται κρατώντας κοντά του ό,τι αγαπάει, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να ζει έτσι πιστεύω. Ακούγεται υπερπροστατευτικό όλο το παραπάνω, αλλά τελικά είναι αυτοεξορία. Και συμβαίνει γιατί; Γιατί δεν έχουμε τη διάθεση, την όρεξη, τα άντερα να σταθούμε απέναντι στο ακραίο, στο άρρωστο της τηλεόρασης, του διαδικτύου, του γηπέδου, της ζωής μας γενικότερα. Κάποια μέρα ειδικά εμείς που γίναμε γονείς, γιατί κάποιοι άλλοι σοφά δεν έγιναν, θα αναμετρηθούμε με κάθε μάχη, που δε δώσαμε σε οποιοδήποτε πεδίο. Ό,τι εμείς ανεχτήκαμε, τα παιδιά μας θα το βρουν μπροστά τους, εκτός αν τα «προικήσουμε» με απέχθεια για την κοινωνία μας, ώστε να ζήσουν μακριά.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.