Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή

Βασίλης Τσίγκας Βασίλης Τσίγκας
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
Έναν χρόνο μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, 57 νεκροί και οι συγγενείς τους περιμένουν -ακόμα- από το ελληνικό κράτος απαντήσεις για το τι έγινε. Ποιος φταίει και ποιος θα αναλάβει την ευθύνη.

Ένας χρόνος πέρασε κι ακόμα περιμένουμε. Απαντήσεις. Ευθύνες. Ακόμα περιμένουμε δυο φιλιά δικαιοσύνης σε μια χώρα που έχει μετατρέψει τις φωνές μας σε φωνές εντόμων που πέφτουν στο κενό.

Ναι, η ανάγκη γίνεται ιστορία. Είναι ανάγκη ρε μπαγλαμάδες να μάθουμε τι έγινε εκείνη την ημέρα. Ποιος φταίει και 57 άνθρωποι χάθηκαν σε ένα τρένο. Ποιος έχει την ευθύνη. Ποιος; Ποιοι; Είναι ένας; Είναι πολλοί; Είναι όλοι;

Υπήρξαν προειδοποιήσεις; Υπήρξαν. Αλλά ξέχασα, αν μας τις έλεγαν, θα έκλειναν τα τρένα. Και πώς θα τα πουλάγ… εεε (συγγνώμη, ιδιωτικοποιούσαμε) μετά τα τρένα; «Αυτό που έλεγε στην ουσία το εξώδικο (σ.σ. των συνδικαλιστών), δεν ήτανε ότι ο σιδηρόδρομος δεν είναι ασφαλής. Το εξώδικο έλεγε: Προχωρήστε γιατί έχουμε ζητήματα ασφάλειας».

Τα χείλη μας ξερά και διψασμένα παίζουν με τις λέξεις. Χάνουν κι αυτές το νόημά τους. Μουδιασμένοι διαβάζουμε αυτά που λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί και κοιμόμαστε στο πλευρό μας νηστικοί. Νηστικοί από αλήθεια κι ενσυναίσθηση. Νηστικοί από ντροπή. Γι’ αυτούς και για μας που τους ψηφίζουμε. Πάνω από είκοσι χιλιάδες ψήφους πήρε λίγους μήνες μετά. Ή το ξεχάσαμε κι αυτό;

Ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να είναι σε εκείνο το τρένο. Όλοι μας! Εκτός απ’ αυτούς που τους πληρώνουμε να μην μετακινούνται με λαϊκά μέσα. Στη ρουλέτα μας παίζουν και μας χάνουν, σε ένα παραμύθι εφιαλτικό. Από τύχη δεν ζούμε; Αυτό δεν λέμε εδώ και πόσα χρόνια; Νισάφι, ρε μάγκες.

Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας γίνεται σιωπή. Δική μας σιωπή. Το βουλώνουμε και ξεχνάμε. Τα χείλη μας ξερά και διψασμένα, γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό. «Να ξέρετε ότι έναν κεκοιμημένο τον τιμάς πολύ με τη σιωπή και την προσευχή, δεν τον τιμάς με τον θόρυβο», μας μαλώνουν μαυροφορεμένοι κι εμείς υπακούμε.

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι, πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός; Θυμάμαι να μου λένε για αγώνες. Για μάχες στους δρόμους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Σε πολιτεία μαγική μάλλον γυρνάμε και δεν θέλουμε πια να μάθουμε τι ζητάμε.

Τι ζητάμε ρε παιδιά; Ζητάμε δικαιοσύνη; Ζητάμε εξιλέωση; Ή φτάνει να μας χαρίζουν δύο φιλιά; Περιμένουμε απ’ αυτούς που μια ζωή έχουν μάθει να αποφεύγουν την ευθύνη, ξαφνικά να βγουν μπροστά; Περιμένετε λεβεντιά από αυτούς που κρύβονται σε καμπαρέ υγρά;

Έναν χρόνο μετά, η άσφαλτος έχει καλύψει τα ίχνη. Η άσφαλτος που έπεσε μετά το δυστύχημα. Ο χρόνος θα καλύψει και τις φωνές. Εκτός αν επιτέλους δεν ξεχάσουμε. Εκτός κι αν σταθούμε δίπλα σ’ αυτούς που φωνάζουν.

Όχι μουδιασμένοι. Όχι άλλο μουδιασμένοι.

ΥΓ. Άλκη, πενήντα χρόνια πέρασαν απ’ όταν το έγραψες το ποίημα.

Βασίλης Τσίγκας
Βασίλης Τσίγκας

O Βασίλης Τσίγκας σπούδασε Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμό στην Πάντειο και ξεκίνησε το δημοσιογραφικό του ταξίδι από τις πρώτες εποχές του ελληνικού internet, με τις νέες τεχνολογίες να συνοδεύουν πάντα το ρεπορτάζ. Μέλος του Gazzetta από το 2014, έχει ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά πράγματα και η παραγωγή video είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών. Λατρεύει το τένις και το NFL και του αρέσει να ανακαλύπτει τις όμορφες ιστορίες των σπορ.