Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 69 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 69 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Ο «εγκλωβισμένος» Κωνσταντάρας, η Σμάρω Στεφανίδου στον ρόλο της ζωής της και ένας …τρελός που τα ‘χει 400…

Υπάρχουν κάποιες ελληνικές ταινίες που μπορεί με την πρώτη ματιά να μην μπορούν να θεωρηθούν αυτό που λέμε «ποιοτικές» - ποιος άραγε θα μπορούσε να δώσει τον ορισμό αυτό απολύτως αντικειμενικά; -, ωστόσο βλέπονται και ξαναβλέπονται ευχάριστα, κυρίως επειδή κάποιοι από τους πρωταγωνιστές τους ξεπέρασαν τις αδυναμίες σεναρίου και σκηνοθεσίας, «πήραν πάνω τους το παιχνίδι» και «έβγαλαν» υποκριτικά το δικό τους ταλέντο. Αυτές οι ταινίες δεν είναι λίγες. Και είναι εκείνες που αναδεικνύουν την δύναμη της ομαδικότητας στον κινηματογράφο, όταν η αδυναμία κάποιου «κρίκου», καλύπτεται από την ισχύ κάποιου άλλου. Μια από αυτές τις ταινίες είναι σίγουρα και εκείνη με τίτλο «Ο τρελός τα χει 400», η οποία γυρίστηκε το 1968 από την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, την Καίτη Πάνου, την Σμάρω Στεφανίδου, την Δέσποινα Στυλιανοπούλου, τον Θεόδωρο Κατσαδράμη, τον Αλέκο Τζανετάκο, την Κατερίνα Γώγου, τον Θάνο Μαρτίνο, τον Γιώργο Κάππη, τον Δημήτρη Νικολαϊδη, τον Νικήτα Πλατή και άλλους λιγότερο γνωστούς ηθοποιούς. Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Καραγιάννη, το σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη και η μουσική του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Αν και το σενάριο δεν μπορεί κανείς να το πει και «κλισέ», η εμμονή του σε αφελείς διαλόγους, αλλά και η άνευρη σκηνοθεσία δεν βοηθούν ώστε η ταινία να αναδειχθεί σε κάτι καλύτερο, άνω του μέσου όρου. Ακόμα και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας εμφανίζεται εγκλωβισμένος και αμήχανος κάποιες στιγμές, ωστόσο η συνολική του εικόνα είναι καλή. Σε κάθε περίπτωση, στην ταινία αυτή οι λεγόμενοι «δεύτεροι ρόλοι» είναι εκείνοι που «ανεβάζουν» το επίπεδο. Και κυρίως οι ερμηνείες της μοναδικής Σμάρως Στεφανίδου, στο ρόλο της δύστροπης και συμφεροντολόγας πεθεράς του Κωνσταντάρα, της Δέσποινας Στυλιανοπούλου, που υποδύεται την παλαβιάρα υπηρέτρια, αλλά και του Θεόδωρου Κατσαδράμη, ο οποίος μέσα στην μοναδική του αφέλεια προσφέρει αβίαστο γέλιο στον θεατή, στο ρόλο του αλλοπαρμένου κουνιάδου του Κωνσταντάρα. Άξια αναφοράς και η αξιοπρόσεκτη συμμετοχή του Γιώργου Κάππη, στο ρόλο ενός απατεώνα σκηνοθέτη που θέλει να φάει χρήματα από τον αφελή κουνιάδο του Κωνσταντάρα, ο οποίος ήθελε να γίνει ηθοποιός. Στην ταινία αυτή ο Κάππης ανέδειξε ξεκάθαρο δείγμα του κωμικού ταλέντου του, το οποίο αναμφισβήτητα είχε, αλλά ποτέ δεν θέλησε - ή δεν του δόθηκε η ευκαιρία; - να αναδείξει περαιτέρω, «παντρεύοντάς» το και με περισσότερα ποιοτικά standards.

Υποτονική κριτική, αλλά εμπορική επιτυχία

Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Ο Λάμπρος (Λάμπρος Κωνσταντάρας) κερδίζει στο εθνικό λαχείο ένα μεγάλο ποσό και αλλάζει η ζωή του. Ωστόσο ο ίδιος δεν καταφέρνει να διαχειριστεί την χαρά του αυτή και ….τρελαίνεται! Καταλήγει στο ίδρυμα φρενοβλαβών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου η οικογένειά του διαδίδει ότι έλειπε… στο Κονγκό για δουλειές. Ωστόσο κάποια στιγμή ο Λάμπρος θεραπεύεται και γυρίζει στους δικούς του. Διαπιστώνει όμως ότι η οικογένειά του έχει πολλά προβλήματα, και κάποια από τα πράγματα που ο ίδιος είχε βάλει στη θέση τους, πλέον είχαν αλλάξει προς το χειρότερο. Η γυναίκα του (Καίτη Πάνου) και η πεθερά του (Σμάρω Στεφανίδου) έχουν αρχίσει να ξοδεύουν άσκοπα τα χρήματα του λαχείου, ενώ η κόρη του (Κατερίνα Γώγου) άφησε τον νεαρό που είχε αρραβωνιαστεί (Θάνος Μαρτίνος) και τα μπλεξε με έναν νεαρό απατεώνα (Αλέκο Τζανετάκο), ο οποίος της παριστάνει τον πλούσιο, αλλά της τρώει λεφτά. Και τότε αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να βάλει και πάλι «το τρένο στις ράγες». Αυτό όμως δεν είναι εύκολο αφού τον φέρνει σε σύγκρουση με όλους τους δικούς του, σε καταστάσεις δύσκολες μεν, οι οποίες όμως είναι αποτυπωμένες από την χιουμοριστική τους πλευρά και προσφέρουν άφθονο γέλιο! Για να το καταφέρει, εξακολουθεί να υποδύεται τον τρελό και καταφέρνει να τους φέρει όλους στα νερά του. Η γυναίκα του και η πεθερά του συνετίζονται, η κόρη του παντρεύεται τον νέο που την αγαπούσε, ενώ και ο γαμπρός του που βάλθηκε να γίνει ηθοποιός υποθηκεύοντας το σπίτι της μητέρας του, καταλαβαίνει ότι τον κορόιδευαν και επιστρέφει στο συνεργείο αυτοκινήτων στο οποίο δούλευε. Πρόκειται για μια χαρακτηριστικά ηθογραφία εποχής, ιδιαίτερα συντηρητική για τα σημερινά δεδομένα. Η γυναίκα που πρέπει να κάθεται στο σπίτι της και να διαχειρίζεται συνετά τα οικονομικά της οικογένειας, η κόρη που έπρεπε να παντρευτεί ένα παιδί του μεροκάματου, που όμως είχε πολύ καλό χαρακτήρα κ.α. Η ταινία «Ο τρελός τα χει 400», παρά τις μάλλον υποτονικές κριτικές που δέχθηκε την εποχή εκείνη, δεν πήγε και άσχημα εμπορικά, αφού έκοψε 408.043 εισιτήρια τη σεζόν 1968-1969 που προβλήθηκε και βρέθηκε στην 10η θέση από πλευράς εισπράξεων, ανάμεσα στις 108 ταινίες της σεζόν εκείνης.

Ελένη Προκοπίου και Αλέκος Λειβαδίτης σε μεγάλα κέφια, Φωτόπουλος-Καλουτά «αναζητούνται»...

Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές στιγμές της Ελένης Προκοπίου στον ελληνικό κινηματογράφο, έστω κι αν η ταινια «Ο εμίρης κι ο κακομοίρης» δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Για την Προκοπίου ήταν μια ταινία-σταθμός, η οποία ανάδειξε το ταλέντο της τόσο στην υποκριτική, όσο και στο χορό. Άλλωστε η ίδια ως χορεύτρια ξεκίνησε, για να καθιερωθεί αργότερα και ως μια σημαντική πρωταγωνίστρια τη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά. Σίγουρα η ίδια μπορούσε να κάνει μεγαλύτερη καριέρα, αφού οι δυνατότητές της ήταν πολύ μεγάλες. Στάθηκε ωστόσο άτυχη, με την έννοια ότι μαζί με τη δική της χρυσή εποχή, ζούσαν τις δικές τους δόξες πολλοί ακόμα ηθοποιοί-μύθοι, όπως οι Λάσκαρη, Καραγιάννη, Καρέζη, Ρουσσέα, Λιάσκου και πολλές ακόμα. Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία της Προκοπίου στην ταινία «Ο εμίρης κι ο κακομοίρης», δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, έστω κι αν δίπλα της είχε σπουδαίους ακόμα ηθοποιούς, όπως τον Μίμη Φωτόπουλο, την Άννα Καλουτά, τον Γιώργο Πάντζα, τον Βαγγέλη Σειληνό, τον Γιάννη Γκιωνάκη, τον Σταύρο Παράβα, τον Κούλη Στολίγκα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, τον Περικλή Χριστοφορίδη, τον Βασίλη Μαυρομμάτη, τον Νάσο Κεδράκα και τον Γιώργο Κάππη. Η ταινία γυρίστηκε το 1964 από την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Στηρίζονταν στο ομώνυμο θεατρικό έργο των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη. Η υπόθεση ήταν η εξής: Ο εμίρης Αβδουραχμάν ο Α' του Κεϊμπούτ-Καμπίρ (Μίμης Φωτόπουλος) φτάνει ινκόγκνιτο στην Ελλάδα για διακοπές, αλλά και για να συναντήσει τον γιο του, πρίγκιπα Αμπντουλάχ (Βαγγέλης Σειληνός), που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα συνεργάζεται με το Επαναστατικό Κίνημα της πατρίδας του για την ανατροπή... του πατέρα του. Στο ξενοδοχείο Μον Παρνές, όπου θα καταλύσει ο εμίρης, η ελληνική εταιρεία Άρπα Κόλλα Φιλμ γυρίζει μια ταινία, κι ένας κομπάρσος, ο Ανδρέας (Γιώργος Πάντζας), που υποδύεται έναν πλωτάρχη, γνωρίζεται με την κατά το ήμισυ Ελληνίδα κόρη του εμίρη, την Γκιουλινάρ (Ελένη Προκοπίου), η οποία τον εκλαμβάνει ως αξιωματικό του ναυτικού, σταλμένο από την κυβέρνηση για να τη συνοδεύσει. Αλληλοερωτεύονται, βέβαια, αλλά η συνωνυμία του ψευτοπλωτάρχη μ’ έναν υποπλοίαρχο, τον οδηγεί στη φυλακή. Τρεις μήνες αργότερα, μετά την αποφυλάκισή του, ο φίλος του Φίφης (Σταύρος Παράβας) οδηγεί τον Ανδρέα στο καμπαρέ Κεϊμπούτ-Καμίρ, που έχει ανοίξει στην Ελλάδα ο εμίρης Αβδουραχμάν, μετά την επικράτηση του Επαναστατικού Κινήματος στη χώρα του και την απώλεια της εξουσίας. Ο Ανδρέας ομολογεί την αλήθεια στην Γκιουλινάρ, η οποία τον αγαπά πραγματικά και αδιαφορεί για το ότι είναι ένας φτωχός κομπάρσος. Το αποτέλεσμα είναι στο τέλος να παντρευτούν και όλα καλά.

Το Μον Παρνές ζει τον μύθο του



Παρά το γεγονός ότι στην ταινία συμμετέχει πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών, η αλήθεια είναι ότι «Ο εμίρης κι ο κακομοίρης» δεν ξεφεύγει από την μετριότητα. Για να αποδειχθεί άλλη μια φορά ότι για μια επιτυχημένη ταινία δεν αρκούν οι καλοί ηθοποιοί και ο έμπειρος σκηνοθέτης. Χρειάζονται και άλλα, όπως ένα δυνατό σενάριο, το οποίο στην ταινία αυτή εμφανίζεται αποδυναμωμένο, έστω κι αν αυτό στηρίχθηκε σε ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο που υπογράφουν δύο σπουδαίοι συγγραφείς, όπως ήταν ο Γιαλαμάς και ο Πρετεντέρης. Το πλαδαρό σενάριο οδηγεί με τη σειρά του σε μια άνευρη σκηνοθεσία, την οποία σώζουν κάποιες υποκριτικές εξάρσεις του Πάντζα, του Στολίγκα και του Λειβαδίτη. Ο τελευταίος αποτελεί κατά τη γνώμη μας τον πρώτο λόγο για να δει κανείς την ταινία ξανά και ξανά, απολαμβάνοντας έναν σπουδαίο θεατρικό ηθοποιό, που το ταλέντο του στην κωμωδία ήταν το ίδιο σπουδαίο όσο ήταν και στο δράμα. Πρόκειται για έναν ηθοποιό που δυστυχώς δεν άφησε μεγάλη παρακαταθήκη στον ελληνικό κινηματογράφο και είναι ένας από τους λόγους που σήμερα δεν μπορούν εύκολα οι νεότερες γενιές να αντιληφθούν το μέγεθος του υποκριτικού ταλέντου του. Από την άλλη, οι δύο μεγάλες απογοητεύσεις της ταινίας είναι οι παρουσίες του Μίμη Φωτόπουλου και της Άννας Καλουτά. Οι δύο αυτοί ηθοποιοί σε καμία στιγμή του έργου δεν δικαιολογούν το «βαρύ» τους όνομα, και κάπου εδώ υπεισέρχεται αναμφίβολα και η ευθύνη του σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκου, ο οποίος δεν καταφέρνει να τους αναδείξει, για λόγους που μάλλον δεν είμαστε ειδικοί να κρίνουμε. Τέλος, ο Γιώργος Πάντζας περνάει τον μέσο όρο, κινείται ευχάριστα στην πλοκή του έργου, αλλά και αυτός δεν φτάνει στα υψηλά επίπεδα που μας είχε συνηθίσει. Η μουσική της ταινίας ήταν του Κώστα Κλάββα, μπουζούκι παίζει ο Γιώργος Ζαμπέτας, ενώ στο τραγούδι ακούγεται ο «μαγικός» Γιάννης Βογιατζής να ερμηνεύει την μεγάλη επιτυχία της εποχής «Γκιουλινάρ». Πρόκειται για ένα υπέροχο τραγούδι, που αποπνέει μύθους Ανατολής και ταξιδεύει τον νου και την ψυχή, βοηθώντας τον θεατή να δει με άλλο μάτι την όλη ταινία. Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στο Μον Παρνές της Πάρνηθας, το οποίο εκείνη την εποχή «ζούσε το μύθο του». Υπέροχα τα εξωτερικά τοπία της Πάρνηθας, αλλά ακόμα και το εσωτερικό του Μον Παρνές προκαλεί ευχάριστες αναμνήσεις σε όσους το έζησαν. Στην τελευταία σκηνή δε του έργου, στο κέντρο, εμφανίζονται για κάποια δευτερόλεπτα ο Ντίνος Ηλιόπουλος με τον Ζαννίνο, ως θαμώνες. Εν κατακλείδι, «ο Εμίρης κι ο κακομοίρης» δεν είναι κακή ταινία. Απλά, τα σημαντικά ονόματα ηθοποιών που συμμετέχουν σε αυτή δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία