Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 66 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 66 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Το κότερο, ο Βουτσάς της νιότης μας και ο «μαέστρος» Δαλιανίδης

Ποιος απο εμάς δεν έχει ακούσει την θρυλική πλέον ατάκα «Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα»; Ακόμα και νεαρά παιδιά την έχουν ακούσει κάποια στιγμή στην καθημερινότητά τους, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν πως προέκυψε και ποιος ήταν εκείνος που την είπε πρώτη φορά. Σίγουρα θα είναι ένα μικρό σοκ για τα παιδιά αυτά όταν μάθουν ότι η ατάκα αυτή «γεννήθηκε» πριν 50 ακριβώς χρόνια, το 1965, σε μια ταινία της Finos Film, με τίτλο «Κορίτσια για φίλημα». Και ότι εκείνος που την είπε για πρώτη φορά ήταν ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός Κώστας Βουτσάς. Από τότε, για κάποιο ανεξήγητο (;) λόγο, η ατάκα αυτή παρέμεινε ζωντανή και ακούγεται μέχρι σήμερα στις καθημερινές συναναστροφές των Ελλήνων, εν είδη αστεϊσμού. Η ταινία "Κορίτσια για φίλημα" αποτέλεσε μια από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες της Finos Film, κάτι άλλωστε που φαίνονταν εξ αρχής, δεδομένων των εξαιρετικών προδιαγραφών της:

Ένα πολύ καλό καστ ηθοποιών, στις καλύτερές τους στιγμές, ένας πολύ καλός και έμπειρος πλέον σκηνοθέτης και σεναριόγράφος – ο Γιάννης Δαλιανίδης -, υπέροχη μουσική από τον Μίμη Πλέσσα, στην πλέον παραγωγική περίοδο της σπουδαίας καριέρας του, ένα δροσερό σενάριο, υπέροχα τοπία της καλοκαιρινής Αθήνας, της Ρόδου, της Ύδρας, ακόμα και της Νέας Υόρκης. Και φυσικά έναν Φίνο που θέλοντας να είναι πάντα μπροστά από την εποχή του, δεν λογάριαζε κόστη και προσπαθούσε να έχει πάντα πρώτος τις τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής. Έτσι, η ταινία αυτή, για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, γυρίστηκε με στερεοφωνικό ήχο, και κάνει πρεμιέρα στον κινηματογράφο Αττικόν, του οποίου τα μηχανήματα προβολής διαμόρφωσε ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος για να έχει σωστό ηχητικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ταινία στην πρώτη της προβολή να κόψει 612.236 εισιτήρια και να έρθει πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα στις 93 ταινίες της σεζόν 1964-1965. Το καστ των ηθοποιών ήταν απλά...διαστημικό, κάτι παραπάνω από την «Εθνική Ελλάδος» του ελληνικού κινηματογράφου: Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς, Ζωή Λάσκαρη, Μάρθα Καραγιάννη, Χλόη Λιάσκου, Ανδρέας Ντούζος, Γιάννης Βογιατζής, Αλέκος Τζανετάκος, Γιώργος Γαβιηλίδης, Άγγελος Μαυρόπουλος, Περικλής Χριστοφορίδης, Νίκος Παπαναστασίου, Ειρήνη Κουμαριανού και πολλοί άλλοι. Και δεν ήταν μόνο ότι επρόκειτο για εξαιρετικούς ηθοποιούς, αλλά στην επιτυχία συνετέλεσε και το γεγονός ότι όλοι αυτοί συμμετείχαν σε μια ταινία στην καλύτερη εποχή της καριέρας τους, αναπτύσσοντας μεταξύ τους μια μοναδική χημεία, σε βαθμό...προβληματισμού:

Πώς ήταν δυνατόν τόσοι πολλοί σπουδαίοι ηθοποιοί, με δυναμικό ο κάθε ένας χαρακτήρα, να συνθέτουν ένα τόσο αρμονικό ερμηνευτικό παζλ. Ίσως εδώ βέβαια να έπαιξε τον ρόλο της και η μαεστρία του Δαλιανίδη, που είχε πάντα ένα μοναδικό τρόπο να «τιθασεύει» τους ηθοποιούς του, όσο δύσκολοι χαρακτήρες κι αν ήταν αυτοί. Ποια ήταν όμως η υπόθεση της ταινίας; Η Ρένα Ελευθερίου (Ρένα Βλαχοπούλου), διευθύντρια ενός ελληνικού τουριστικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, έρχεται για διακοπές στην Ελλάδα, ακολουθούμενη από την ομορφούλα ανιψιά της, Τζένη (Ζωή Λάσκαρη) και τον ελληνοαμερικανό Τζιμ Πάπας (Γιάννης Βογιατζής). Ο αδελφός της (Περικλής Χριστοφορίδης) χρειάζεται κάποια κεφάλαια για να εκμεταλλευθεί το ιαματικό νερό που βρέθηκε σε ένα κτήμα της γυναίκας του. Θέλοντας να τον βοηθήσει, η Ρένα τρέχει στη Ρόδο για να συναντήσει έναν επιχειρηματία που μπορεί να συνδράμει οικονομικά, τον Πέτρο Ράμογλου (Γιώργος Γαβριηλίδης). Ο υιός Ράμογλου, ο Ανδρέας (Ανδρέας Ντούζος) και ο φίλος του Κώστας

Καλιακούδας (Κώστας Βουτσάς) ενδιαφέρονται να μπουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ξετρελαίνονται με την Τζένη και αποφασίζουν να την κατακτήσουν, αλλάζοντας ρόλους. Ο Ανδρέας, παριστάνοντας τον φτωχό Κώστα, καταφέρνει να γοητεύσει την κοπέλα, ενώ ο Κώστας, παριστάνοντας τον πλούσιο Ανδρέα, γνωρίζει την Έφη Ράμογλου (Χλόη Λιάσκου) που έφτασε στο νησί με τον πατέρα της. Η πλαστοπροσωπία δημιουργεί πολλούς μπελάδες οι οποίοι μεγαλώνουν με την ξαφνική άφιξη της θεατρίνας φιλενάδας του Ανδρέα, της Μάρθας (Μάρθα Καραγιάννη). Ο Ανδρέας και η Τζένη το σκάνε για την Ύδρα, αλλά η Μάρθα βρίσκεται στο κατόπι τους, θέλοντας να τα φανερώσει όλα στην κοπέλα. Αυτό ακριβώς γίνεται και φυσικά ακολουθεί θύελλα. Παρά ταύτα, ο Ανδρέας κατορθώνει με την επιμονή του να ξανακερδίσει την Τζένη, ενώ η Μάρθα συνδέεται με έναν σκηνοθέτη του κινηματογράφου, τον Πωλ (Γιώργος Βρασιβανόπουλος), που της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο του μιούζικαλ. Όσο για τη Ρένα, για χάρη της οποίας ο Ράμογλου δέχτηκε να χρηματοδοτήσει τον αδελφό της, υποκύπτει τελικά στο αφόρητο φλερτ του Πάπας.

Τα δώρα εξ Αμερικής...που δεν ήρθαν

Μέσα από τις χιουμοριστικές καταστάσεις, δεν λείπουν και κάποια στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής: Όπως π.χ. η «υποχρέωση» κάθε συγγενή που έρχεται από το εξωτερικό να φέρνει δώρα στους οικείους του. «Υποχρέωση» που στην προκειμένη περίπτωση η Ρένα Βλαχοπούλου δεν ακολούθησε, με αποτέλεσμα να δυσαρεστήσει τους συγγενείες της, οι οποίοι ενώ πήγαν να την υποδεχθούν, την...εγκατέλειψαν άρδην όταν είδαν ότι δεν τους είχε φέρει δώρα! Στα ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας οι μοναδικές μουσικές ερμηνείες τόσο της Ρένας Βλαχοπούλου, όσο και της Τζένης Βάνου, η οποία πραγματικά καταθέτει συγκλονιστικές ερμηνείες! Επίσης, το κοστούμι οριεντάλ της Μάρθας Καραγιάννη, το παραχώρησε η χορεύτρια ανατολίτικων χορών Ρέα Μανέλη, ενώ το κοστούμι της αποθέωσης της Ζωής Λάσκαρη ήταν δανεικό από την Χρυσούλα Ζώκα, η οποία το φορούσε και στην ταινία «Η Κυρία του Κυρίου». Η ταινία αποτελεί μια από τις αγαπημένες των ελληνικών καναλιών, την οποία προβάλουν αρκετά συχνά. Και όχι άδικα, αφού πρόκειται για μια από τις πιο ευχάριστες μουσικές κωμωδίες, γεμάτη φως, χρώματα, Ελλάδα και αισιοδοξία. Ο Φίνος για άλλη μια φορά ρίσκαρε δημιουργώντας μια πολύ υψηλού κόστους ταινία, ωστόσο και πάλι δικαιώθηκε!

Η τελευταία ταινία του Κούρκουλου στην Finos Film, η «Δίκη των δικαστών» και οι μοναδικοί Μ. Κατράκης- Δ. Μυράτ

H προσφορά του Φιλοποίμην Φίνου δεν σταματά στον ελληνικό κινηματογράφο. Θα ήταν πολύ άδικο για τον σπουδαίο αυτό Έλληνα να μην γνωρίζουν οι νεότερες γενιές ότι ο Φίνος πέρα από το να δημιουργεί επιτυχημένες και ποιοτικές ταινίες, προσέφερε και στην ιστορική μνήμη του Έθνους, γυρίζοντας και ταινίες που αναπαριστούσαν κορυφαίες ιστορικές στιγμές της Ελλάδας. Και αν για κάποιους είναι δύσκολο να διαβάσουν την ελληνική ιστορία, σίγουρα είναι πιο εύκολο να εντρυφήσουν σε αυτή μέσα από μια ελληνική ταινία. Μια τέτοια ταινία ήταν και εκείνη με τίτλο «Η δίκη των δικαστών», η οποία γυρίστηκε από την Finos Film το 1974 και ουσιαστικά παρουσίαζε την δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όσα προηγήθηκαν αυτής, αλλά και όσα ακολούθησαν. Ήταν μια εξαιρετική ταινία η οποία παρουσίασε με ρεαλισμό όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής διοίκησης και νοοτροπίας από την ίδρυση κιόλας του ελληνικού κράτους. Δολιοφθορές, δολοπλοκίες, εγωισμοί, μίση, κόμπλεξ, δείχνουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ότι τα δεινά για την Ελλάδα ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. Από τους κακούς χειρισμούς των ίδιων των Ελλήνων, αλλά και από τις άστοχες επιρροές των ξένων δυνάμεων.

Η ταινία αποτελεί την τελευταία συνεργασία του Νίκου Κούρκουλου με την Finos Film και περιλαμβάνει ένα από τα μεγαλύτερα καστ ηθοποιών, με τις ξεχωριστές παρουσίες του Μάνου Κατράκη στο ρόλο του Κολοκοτρώνη και του Δημήτρη Μυράτ στο ρόλο του Καποδίστρια. Δύο συγκλονιστικοί ρόλοι, οι οποίοι σημάδεψαν τους δύο αυτούς σπουδαίους ηθοποιούς στην ούτως ή άλλως τεράστια καριέρα τους. Πέρα από τους εξαιρετικούς διαλόγους που οι ίδιοι αποδίδουν, είναι πραγματικά μαγικό το πώς καταφέρνουν οι ίδιοι να πρωταγωνιστούν στο μυαλό του θεατή, ακόμα και όταν δεν εμφανίζονται στην οθόνη. Αφού ούτως ή άλλως, η συμμετοχή τους στην ταινία από πλευράς χρόνου είναι πολύ μικρή αναλογικά με τη σημασία των όσων εξελίσσονται γύρω τους και τους αφορούν. Ο Κούρκουλος παρουσιάζει μια ακόμα σπουδαία ερμηνεία, όντας 100% στο περιβάλλον των ρόλων που προτιμούσε: Ο δίκαιος, ο αδέκαστος, εκείνος που επιλέγει τις δύσκολες αλλά σωστές αποφάσεις, έστω κι αν αυτό τον φέρνει σε κόντρα με την πλειοψηφία. Τα ιστορικά γεγονότα που παρουσίασε η ταινία ήταν τα εξής: Λίγα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπό τη βασιλεία του Βαυαρού Όθωνα, προσήγαγε σε δίκη τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Πλαπούτα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η περιβόητη δίκη που έγινε το 1833 στο Ναύπλιο, συγκλόνισε το έθνος, επειδή οι πάντες γνώριζαν ότι οι δύο ήρωες ήταν απολύτως αθώοι. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αθανάσιος Πολυζωϊδης και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνούνται να προσυπογράψουν την καταδίκη σε θάνατο των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί διατάζουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης να επέμβει, και αυτός απαγγέλλει κατηγορία εναντίον τους, με αποτέλεσμα να συρθούν στα μπουντρούμια των φυλακών και να δικαστούν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ωστόσο, τελικά θα αθωωθούν πανηγυρικά.

Οι προβληματισμοί του Γλυκοφρύδη

Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας ήταν του Πάνου Γλυκοφρύδη, σε μια συνεργασία-σταθμό του ιδίου με την Finos Film. Εκτός από τους Κούρκουλο, Μυράτ και Κατράκη, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγγας, Χρήστος Καλαβρούζος, Σπύρος Καλογήρου, Ζώρας Τσάπελης, Γιώργος Παλιός, Κώστας Μεσσάρης, Στέλιος Λιονάκης, Νίκος Σκιαδάς, Γιώργος Μοσχίδης, Μάκης Ρευματάς, Ιάκωβος Ψαρράς, Πέτρος Λοχαϊτης, Δάνης Κατρανίδης. Άγγελος Σερέτης, Κατερίνα Καραβία και πολλοί άλλοι. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, πρόκειται για ένα σπουδαίο καστ ηθοποιών, με εξαιρετικές ερμηνείες, πάνω σε ένα «δυνατό» σενάριο. Πέρα από τις κορυφαίες ερμηνείες ωστόσο, η ταινία «Η δίκη των δικαστών» είχε και πολλά ακόμα στοιχεία που την έκαναν να ξεχωρίσει. Όπως τα πολύ ιδιαίτερα ντεκόρ και τα μοναδικά κοστούμια από τον σπουδαίο Διονύση Φωτόπουλο, ο οποίος μπόρεσε να αναπαραστήσει μια ολόκληρη εποχή με τα λιγότερα δυνατά μέσα και με αρκετά περιορισμένο budget, για τα δεδομένα της ταινίας. Εξάλλου, ο Σταύρος Κελεσίδης απέσπασε τιμητική διάκριση στο 15ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1974 για το μακιγιάζ της ταινίας. Η μουσική ήταν του Χρήστου Λεοντή.

Παρ’ όλα αυτά, η ταινία δεν πήγε καλά από πλευράς εισπράξεων, αφού έκοψε 98.299 εισιτήρια στην πρώτη της προβολή, τον Οκτώβριο του 1974. Φυσικά, αυτό εξ αρχής ήταν γνωστό στους ανθρώπους της παραγωγής, δεδομένου του δύσκολου θέματος που η ταινία διαπραγματεύονταν και μάλιστα σε μια επίπονη περίοδο για την Ελλάδα, που προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της δικτατορίας, αλλά και της απώλειες της Κύπρου. Ωστόσο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς τους προβληματισμούς που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας ο ίδιος ο σκηνοθέτης της, ο Πάνος Γλυκοφρύδης, ο οποίος σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σχόλιό του στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, το 1974, περιέγραφε την μεγάλη πρόκληση που είχε να διαχειριστεί: την ισορροπία μεταξύ του εμπορικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα της. «Προσπάθησα να κρατήσω μια γραμμή απλούστευσης όσον αφορά στο σενάριο και στο ντεκουπάζ, να κρατήσω κάποια απόσταση από τα πράγματα και γι’ αυτό υπάρχει μια χρήση γενικών πλάνων» ανέφερε μεταξύ άλλων. Και συνέχισε: «Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε σε ένα τζαμί του Ναυπλίου, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Το τζαμί τους έλυνε το πρόβλημα της χωρητικότητας, ώστε να παρακολουθήσει τη δίκη πολύς κόσμος για παραδειγματισμό. Οι Βαυαροί θα σκότωναν τους δύο φορείς της λαϊκής θέλησης μπροστά στα μάτια του λαού. Έτσι, το γεγονός της καταδίκης θα γινόταν πιο αποτελεσματικό. Το συγκεκριμένο τζαμί ήταν ένας γυμνός χώρος, που δεν εξυπηρετούσε το μοντέλο της Finos Film. Προτιμήθηκε μια κατασκευή που να θυμίζει περισσότερο αυτά που έχει ο κόσμος στις μνήμες του για το τζαμί (καμάρες, κολόνες, γραμμές, τόξα στα παράθυρα κ.λπ.). Το μέγεθος λειτούργησε ενάντια στην ταινία, γιατί ο χώρος απαιτούσε πολλούς κομπάρσους, αλλά έπασχε η Finos Film οικονομικά, όπως και όλος ο κινηματογράφος, κι έτσι μειώθηκε ο αριθμός των κομπάρσων. Ο Φίνος, όπως και κάθε παραγωγός, επιδιώκοντας το κέρδος, απαιτεί να υπάρχει πάντα στις ταινίες του απεριόριστος βαθμός κατανόησης. Τα πάντα να υπάρχουν, να δείχνονται, να λέγονται. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι νόμιμο, από τη στιγμή που το κοινό δεν θέλει να κουράζεται για να ψάχνει, να σκέφτεται, κι έτσι προτιμάει τις ταινίες του. Δεν είμαι αντίθετος στο να βλέπει τις ταινίες πολύς κόσμος. Θα ήθελα, όπως κάθε κινηματογραφιστής, οι ταινίες μου να βλέπονται από πολύ κόσμο. Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο πλατειάς επικοινωνίας και άμεσης αποτελεσματικότητας. Γι’ αυτό θα ήθελα να κάνω ταινίες που να τις βλέπει πολύς κόσμος. Δεν ξέρω, όμως, πως πετυχαίνεται αυτό, δηλαδή από τη μία οι ταινίες να είναι κατανοητές κι από την άλλη να είναι «καλλιτεχνικές», «επιστημονικές», «σύγχρονες» κ.λπ. Μου φαίνεται δύσκολο, αλλά προς αυτό πρέπει να τείνουμε».

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία