Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 38 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 38 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Ο «τρελο-Μπρίλυς» Γκιωνάκης και ο Λογοθετίδης που δεν πρόλαβε «Τα κίτρινα γάντια»

Μπορεί ένας δεύτερος ρόλος σε μια ταινία να είναι τόσο επιτυχημένος, ώστε κάθε αναφορά σε αυτή να οδηγεί την σκέψη στο όνομα του ηθοποιού που υποδύθηκε τον ρόλο αυτό; Μπορεί ένα 15λεπτο «πέρασμα» ενός ηθοποιού από μια ταινία να αποτυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό των θεατών, ώστε κάθε αναφορά στην ταινία αυτή να συνδέεται σχεδόν νομοτελειακά με τον ηθοποιό αυτό; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «ναι». Όταν μάλιστα ο ηθοποιός αυτός είναι ο μοναδικός Γιάννης Γκιωνάκης, τότε το «ναι» έρχεται ακόμα πιο εύκολα.

Ο ρόλος του τρελο-Μπρίλυ που ερμήνευσε ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός στην ταινία «Τα κίτρινα γάντια» θεωρείται από πολλούς ως ο σημαντικότερος ρόλος της καριέρας τους. Το σίγουρο είναι ότι η ερμηνεία του σε αυτή την ταινία του 1960, έμεινε ιστορική, ειδικά η σκηνή όπου ο ίδιος συζητά με τον Νίκο Σταυρίδη στο καφενείο των Αγίων Θεοδώρων, όταν ο τελευταίος μπήκε για να αναζητήσει τη γυναίκα του. Η φράση «τι θέτε, πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;» και η απάντηση του Σταυρίδη «όχι, από μούσμουλα» αποτελεί μια από τις φράσεις που έμειναν στο πάνθεον των διαχρονικών διαλόγων που άφησε παρακαταθήκη ο παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος. Μια φράση που ακόμα και σήμερα ακούγεται στις καθημερινές συζητήσεις των νεοελλήνων, όταν οι τελευταίοι χαλαρώνουν και διασκεδάζουν –όσο τέλως πάντων τους επιτρέπει η δύσκολη καθημερινότητα που ζούμε όλοι τα τελευταία χρόνια. Όπως και ο διάλογος των δύο ηθοποιών, στην ίδια σκηνή, όπου ο Σταυρίδης βλέπει στον τοίχο κρεμασμένο ένα κάδρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού και ρωτώντας τον Γκιωνάκη εάν αυτός είναι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο τελευταίος τον αποστομώνει λέγοντάς του το αμίμητο «όχι...Έλληνας είναι!». Αυτό που δεν γνωρίζει ο κόσμος, είναι ότι ο ρόλος του τρελο-Μπρίλυ δεν προέκυψε εκ παρθενογεννέσεως, αφού ο Γκιωνάκης με αυτόν μιμήθηκε έναν χαζούλη τύπο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στα καμαρίνια των ηθοποιών.

Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του έργου των Αλέκου Σακελλάριου- Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Ρένα εξώκειλε», το οποίο γράφτηκε για το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, χωρίς όμως ο ίδιος να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική ταινία, γιατί δυστυχώς πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου του 1960. Έτσι, τη θέση του πήρε ο Νίκος Σταυρίδης. Στην ταινία πρωτοεμφανίστηκε, ο μεγάλος Έλληνας μοντέρ Πέτρος Λύκας, ο όποιος, από κει κι έπειτα, συνεργάστηκε στη Finos Film, μέχρι και το 1977, όταν η εταιρεία έκλεισε. «Τα κίτρινα γάντια» προβλήθηκαν το 1960 στις κινηματογραφικές αίθουσες Πειραιά, Αθήνας και προαστίων και έκοψε 27.787 εισιτήρια. Από τις 58 ταινίες εκείνης της χρονιάς κατέλαβε τη 18η θέση. Για την μετέπειτα πορεία της ταινίας, η επίδοση αυτή σαφέστατα ήταν πολύ μικρή. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ταινία στην εποχή της δεν έκανε και τόσο μεγάλη επιτυχία, ωστόσο σήμερα θεωρείται μια από τις κλασικότερες, ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ποια ήταν όμως η υπόθεσή της; Η Finos Film μας ενημερώνει: «Ο Ορέστης, ένας πλούσιος κύριος, ζηλεύει παθολογικά τη νεαρή όμορφη γυναίκα του και υποπτεύεται πως κάποιοι περίεργοι μουστακαλήδες παραμονεύουν έξω από το σπίτι του γι' αυτήν. Από την άλλη, η υπηρέτρια του, Τούλα, διατηρεί κρυφό δεσμό με έναν μουστακαλή ταξιτζή. Κάποια στιγμή η υπηρέτρια, ο ταξιτζής, ο ζηλιάρης σύζυγος, μια γειτόνισσα που έχει δανειστεί απο τη γυναίκα του Ορέστη τα ρούχα της, και ο αρραβωνιαστικός της γειτόνισσας βρίσκονται σε ένα καφενείο έξω απο την Αθήνα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι παρεξηγήσεων, που μόνο ο ίδιος ο Ορέστης μπορεί να ξεδιαλύνει».

Η ταινία ήταν παραγωγή Finos Film και της εταιρείας Δαμασκηνός & Μιχαηλίδης, σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Εκτός από το Νίκο Σταυρίδη και τον Γιάννη Γκιωνάκη, πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Μίμης Φωτόπουλος, Μάρω Κοντού, Μάρθα Βούρτση, Παντελής Ζερβός, Νίκη Λινάρδου, Κώστας Δούκας, Υβόνη Βλαδιμήρου, Γιώργος Μπέλλος, Πόπη Λάζου, Παναγιώτης Καραβουσιάνος κ.α. Η μουσική ήταν του Τάκη Μωράκη, ενώ στην ταινία τραγουδούν η Μάρθα Βούρτση και ο Μίμης Φωτόπουλος.

Ο «Μπατάρας» Πάντζας και… ο λόρδος που έγινε τρελάρας

Είναι μερικές ταινίες που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν ακολουθώντας συμβατικούς δρόμους και μεθόδους: προβλέψιμο σενάριο, ερμηνείες χωρίς εξάρσεις, σκηνοθεσία δίχως νεύρο. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Και γιατί κάποιες άλλες ταινίες, που κινούνται στο ίδιο πλαίσιο πάνε «άπατες»; Ποια είναι η λεπτή, κόκκινη γραμμή που ξεχωρίζει την επιτυχία από την αποτυχία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μια ταινία που ανήκει στις «προβλέψιμες» και που κατορθώνει ωστόσο να ξεχωρίσει είναι και η ταινία με τίτλο «Ο αδελφός μου ο λόρδος», η οποία γυρίστηκε το 1966 από την Ανζερβός. Ένας ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων, ο Χάρης, τρώει όλα του τα χρήματα στους ράφτες, καθώς έχει τη λόξα να θέλει να εμφανίζεται σαν «λόρδος». Έστω κι αν το επίθετό του είναι...Μπατάρας! Τσακώνεται διαρκώς με τον αδελφό του, τον Βασίλη, που είναι κι αυτός άνθρωπος του μεροκάματου, ελαιοχρωματιστής και επιβαρύνεται ολομόναχος τα έξοδα του σπιτιού.

Ο Χάρης πιστεύει πως με την εμφάνισή του κάποτε θα κατορθώσει να βρει μια πλούσια κοπέλα και να την παντρευτεί και έτσι να αλλάξει τη ζωή του και να γίνει κι αυτός πλούσιος. Η ζωή όμως παίζει τα δικά της παιχνίδια. Η Μάρθα, η ζάπλουτη κόρη του εφοπλιστή Καρνέζη, ερωτεύεται και παντρεύεται τον αδελφό του Βασίλη, ο οποίος της έσωσε τη ζωή, όταν την γλύτωσε από ένα φορτηγό που παραλίγο να πέσει πάνω της, στο δρόμο. Φυσικά μέχρι να γίνει ο γάμος τους, δημιουργούνται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες καταστάσεις που προκαλούν άφθονο γέλιο, κυρίως λόγω των σπουδαίων ηθοποιών που συμμετέχουν στο καστ. Όπως ο Γιώργος Πάντζας που υποδύεται τον Χάρη, ο Κώστας Καρράς στο ρόλο του Βασίλη και ο Γιώργος Γαβρηιλίδης στο ρόλο του πλούσιου πεθερού. Άξιοι συμπαραστάτες τους, οι Νικήτας Πλατής, Άννα Ιασωνίδου, Μαρίκα Κρεβατά, Μίτση Κωνσταντάρα, Δημήτρης Γούσης, Μαρία Ιωαννίδου, Γιάννης Αλεξανδράκης, Στάθης Χατζηπαυλής, Γιάννης Αλεξανδρίδης, Θανάσης Παπαδόπουλος, Καίτη Θεοχάρη, Κλεό Σκουλούδη, Γιάννης Γκιωνάκης. Η ταινία αποτελεί μια από τις σπάνιες σκηνοθετικές απόπειρες του Βαγγέλη Σειληνού, ο οποίος μάλλον δεν καταφέρνει να δώσει στην ταινία το νεύρο που επέβαλλε να έχει το καστ των ηθοποιών που την απαρτίζουν.

Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να πεις την απόπειρα αποτυχημένη, αφού η ταινία βλέπεται ευχάριστα και 2η και 3η και 4η φορά, ενώ υπάρχουν σκηνές που προκαλούν άφθονο γέλιο, κυρίως από τον μοναδικό Γιώργο Πάντζα, ο οποίος ίσως εδώ να δίνει και μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Γιατι ποιος άραγε δεν θα γελάσει στη σκηνή που τον χτυπάει το ρεύμα, με αποτέλεσμα τα μαλλιά του να σηκωθούν σαν μεγάλα καρφιά, ενώ μέχρι και η γραβάτα που φοράει λυγίζει σαν σίδερο...προς τα πάνω! Ή με τη φράση «Αχ, Παρίσι, τι μου θυμίζει...οτι δεν έχω πάει»! Το κοινό της εποχής πάντως επιβράβευσε την ταινία, η οποία στην πρώτη της προβολή το 1966 έκοψε 234.180 εισητήρια και ήρθε 20η ανάμεσα στις 117 ταινίες της σεζόν εκείνης. Καθόλου άσχημα δηλαδή. Η μουσική ήταν του Γιώργου Μουζάκη, ενώ τραγουδά η Χαρούλα Λαμπράκη. Φυσικά οι χορογραφίες ήταν του Βαγγέλη Σειληνού. Το σενάριο της ταινίας ήταν του Στέφανου Φωτιάδη. Να σημειωθεί ότι η ταινία κυκλοφόρησε και με τον τίτλο «Ο αδελφός μου ο τρελάρας».

Η αλληγορία της δικτατορίας και ο δραματικός Βέγγος ως «Ξένοιαστος παλαβιάρης»

«Μεγάλος κωμικός είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τον κόσμο όχι μόνο να γελάσει, αλλά και να κλάψει ταυτόχρονα» λέει ένα παλιό, διαχρονικό «γνωμικό» των ανθρώπων του κινηματογράφου και του θεάτρου. Και αν αναζητήσουμε στη χώρα μας, έναν Έλληνα ηθοποιό που να μπορεί να το επιτύχει αυτό με έναν απίστευτα μοναδικό τρόπο, αυτός σίγουρα θα ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Ίσως το πλέον εύγλωττο παράδειγμα αυτής του της ικανότητας αποτέλεσε η ταινία «Ένας ξένοιαστος παλαβιάρης», η οποία γυρίστηκε το 1971 από την Finos Film, σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού.

Μια ταινία που όσο μοναδική στο είδος της είναι, τόσο την έχουν αγνοήσει παντελώς τα ιδιωτικά – αλλά και τα κρατικά – κανάλια, αφού έχει περισσότερα από 20 χρόνια να προβληθεί σε αυτά. Πρόκειται για μια αλληγορική κωμωδία, την περίοδο που τα εισιτήρια στους κινηματογράφους της Ελλάδας έπεφταν, λόγω της ανόδου της τηλεόρασης στη ζωή των Ελλήνων. Όμως ο μοναδικός Θανάσης Βέγγος, με την τεράστια δημοφιλία του κατάφερε να γεμίσει τις κινηματογραφικές αίθουσες με την ταινία αυτή, για άλλη μια φορά. Αιχμή αυτή τη φορά όχι τόσο η κωμική πλευρά του ηθοποιού, όσο η συναισθηματική του, η οποία αναδεικνύεται μέσα από τις καταστάσεις της ταινίας για πρώτη φορά, προκαλώντας αίσθηση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει και τα κωμικά της στοιχεία –αφού και εδώ ο Βέγγος αφήνει το στίγμα του -, ωστόσο πολλές φορές «φλερτάρει» με τον πόνο και το δράμα. Πέρα από όλα αυτά βέβαια, η αλληγορία της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι αφήνει σαφείς υπαινιγμούς κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αφού το σενάριο παρουσιάζει ανθρώπους που θέλουν πάση θυσία να φύγουν από την Ελλάδα και να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αμερική, στη «γη της επαγγελίας», όπου εκεί υπάρχει ελευθερία.

Σύμφωνα με την Finos Film, η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Ο Θανάσης είναι ένας απλός μεροκαματιάρης που ονειρεύεται να μεταναστεύσει στην Αμερική για να αποκτήσει χρήματα. Ο συγκάτοικός του, ο Νικηφόρος, τον συμβουλεύει να ζητήσει την βοήθεια του συνονόματού του Θανάση αλλά δεν τον βρίσκει. Στο μεταξύ, κάνει χίλιες δυο δουλειές, από μεταφορέας και συνοδός σε κηδείες, μέχρι οδοκαθαριστής. Μια μέρα συναντά την Ελπίδα, η οποία θέλει να αυτοκτονήσει και τη σώζει. Την ερωτεύεται και η ζωή του αποκτά νόημα και ενδιαφέρον, όμως στέκεται και πάλι άτυχος, καθώς κάποιος άλλος του παίρνει την Ελπίδα. Όλα ξεκινούν όταν μαθαίνει ότι η Ελπίδα έχει πρόβλημα με την καρδιά της και πως πρέπει να εγχειριστεί άμεσα για να τα καταφέρει. Χρήματα ο ίδιος δεν έχει για να την βοηθήσει και αναγκάζεται να κάνει ληστεία σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων, κατά τη διάρκεια της οποίας ωστόσο συλλαμβάνεται και μπαίνει φυλακή. Η μοίρα όπως κατά μια έννοια «δεν τον θέλει». Έτσι, έρχεται από την Αμερική ο φίλος του ο Βαγγελάκης ο οποίος ερωτεύεται την Ελπίδα και με ότι οικονομίες έχει, τη βοηθάει και τελικά τη σώζει, όσο διάστημα ο Θανάσης είναι στη φυλακή. Αποφασίζουν οι δυο τους να παντρευτούν και λένε τα νέα στον Θανάση μόλις αποφυλακίζεται, όμως η ίδια τελικά το μετανιώνει και επιστρέφει πίσω μαζί του. Και εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον «παραπολιτικό»: Τo φινάλε της ταινίας είχε γραφτεί διαφορετικά από τον Γιώργο Λαζαρίδη, αφού το πρωτότυπο σενάριο ήθελε τον Θανάση αφού αποφυλακίζεται και συναντάει την Ελπίδα έξω από τη φυλακή μαζί με τους άλλους, αυτή στο τέλος να του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο πριν φύγει οριστικά με τον Βαγγέλη.

Τότε ο Θανάσης απελπισμένος που έχασε την Ελπίδα, αυτοκτονεί πέφτοντας στις γραμμές του τρένου, εκεί που έσωσε και γνώρισε την Ελπίδα. Όπως λένε οι πληροφορίες ωστόσο, η σκηνή κρίθηκε «προχωρημένη» και «αντιεμπορική» με αποτέλεσμα ο παραγωγός για να μη δυσαρεστήσει το κοινό, να την ξαναγυρίσει για να δώσει το «ιδανικό» για τους πρωταγωνιστές της τέλος. Το ρόλο της Ελπίδας υποδύεται στην ταινία η μαγευτική και πανέμορφη Νόρα Βαλσάμη, ενώ πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Αλέκος Τζανετάκος, Δημήτρης Νικολαϊδης, Μπάμπης Ανθόπουλος, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Βαγγέλης Πλοιός, Νικήτας Πλατής, Κώστας Σταυρινουδάκης, Σπύρος Παπαφρατζής, Ρένα Πασχαλίδου, Τάσος Ραμσής, Κώστας Μεντής κ.α. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 22 Νοεμβρίου του 1971 και στην πρώτη της προβολή «έκοψε» 357.684 εισιτήρια.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία