Iστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 9 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Iστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 9 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ΜE THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η «κυρά Καλλιόπη» που αγαπήσαμε...

O Αλέκος Σακελλάριος ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Γεωργία Βασιλειάδου λίγο πριν η ίδια βγει στη σύνταξη και την ανέδειξε σε μια από τις κορυφαίες ελληνίδες ηθοποιούς του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου. Η πρώτη φορά ωστόσο που ο ίδιος της έδωσε την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε ταινία ήταν στην «Καφετζού», το 1957. Πρόκειται για μια από τις ξεχωριστές ταινίες τόσο του Σακελλάριου, όσο και της Finos Films, η οποία ήταν η παραγωγός εταιρεία. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν ο σκηνοθέτης, σε σενάριο του ίδιου, αλλά και του Γιώργου Ασημακόπουλου. Η «Καφετζού» αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ηθογραφίες της εποχής, στην οποία παρουσιάζονται οι δύο όψεις της ζωής: η ανέχεια, αλλά και ο πλούτος. Ο κακός εννοούμενος πλούτος όμως, ο οποίος χαλάει τους ανθρώπους και αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους. Αλλά και η ανέχεια, που αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα, κουτοπονηριές θα έλεγε κανείς, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έκαναν. Όπως η Βασιλειάδου, που στο ρόλο της Καλλιόπης, αποφασίζει από πλύστρα της γειτονιάς να γίνει καφετζού, για να βγάζει περισσότερα χρήματα και πιο εύκολα. Η ταινία αυτή αποτελεί ίσως την μοναδική ταινία που η Βασιλειάδου υποδύεται έναν τόσο δραματικό ρόλο, ο οποίος κορυφώνεται προς το τέλος της. Η υπέροχη μουσική είναι και πάλι του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ μαζί με την Βασιλειάδου πρωταγωνιστούν με εκπληκτικές ερμηνείες ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Σμαρούλα Γιούλη, η Ελένη Ζαφειρίου, ο Περικλής Χριστοφορίδης, η Μπεάτα Ασημακοπούλου, ο Νίκος Φέρμας και η Νίκη Λινάρδου, η οποία όμως στους τίτλους της ταινίας εμφανίζεται με το όνομα Μπέμπη Κούλα, όνομα που χρησιμοποιούσε στην αρχή της καριέρας της ως ψευδώνυμο. (Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Αλέκο Σακελλάριο). Ιδιαίτερη μνεία ωστόσο θα πρέπει να γίνει για την παρουσία της Σούλη Σαμπάχ στην ταινία, η οποία υποδύεται μια τραγουδίστρια και ερμηνεύει με το δικό της, ξεχωριστό τρόπο το «Φιρί φιρί το πας», ένα τραγούδι σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου και μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Το τραγούδι ακούστηκε πολύ εκείνη την εποχή και κυκλοφόρησε και σε δίσκο γραμμοφώνου 78 στροφών. Η «Καφετζού» στην πρώτη προβολή της στους κινηματογράφους της Αθήνας έκοψε 137.267 εισιτήρια. Μετά από πολλά χρόνια, ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος και στο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, «Αλέκος Σακελλάριος, το ταλέντο βγήκε από τον παράδεισο» (Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ), δήλωνε: «Πολλές φορές αισθάνομαι αρκετά υπερήφανος που έδωσα την ευκαιρία σε ταλέντα σαν την Βασιλειάδου να αναδειχθούν και να γράψουν τη δική τους ιστορία στον καλλιτεχνικό χώρο. Η «κυρά Καλλιόπη» όχι μόνο διέπρεψε, αλλά έκανε και μια λαμπρή καριέρα λίγο πριν πάρει τη σύνταξή της. Χειροκροτήθηκε και αγαπήθηκε όσο λίγοι ηθοποιοί του κινηματογράφου».

Ο Δελησταύρου, ο υιός, οι γαμπροί... και η Βλαχοπούλου

Το «Δελησταύρου και Υιός» του Αλέκου Σακελλάριου παίχθηκε ως θεατρική παράσταση το 1956, με μεγάλη επιτυχία και ένα χρόνο αργότερα, το 1957, γυρίζεται και ταινία, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη. Το 1965 η ταινία ξαναγυρίζεται ως ριμέικ, με τίτλο «Υιέ μου, υιέ μου» και πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Κωνσταντάρα και Κώστα Καρρά. Αυτή τη φορά σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Ωστόσο η ταινία αυτή φαίνεται ότι είχε ακόμα πολύ ...δρόμο. Κι αυτό γιατί το 1971, ο Σακελλάριος παίρνει την απόφαση – και το ρίσκο – να την γυρίσει ξανά, με άλλο φυσικά τίτλο, αλλά με γυναίκα στη θέση της πρωταγωνίστριας. Η γυναίκα αυτή ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου και ο τίτλος της ταινίας «Ζητείται επειγόντως γαμπρός». Στην ταινία, η Βλαχοπούλου δείχνει για άλλη μια φορά το τεράστιο ταλέντο της, υποδυόμενη μια ώριμη χήρα, η οποία προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της με νεότερους άνδρες, και στην προσπάθειά της να προσελκύσει την προσοχή τους κάνει παράτολμα για την ηλικία της πράγματα, προσφέροντας άφθονο γέλιο, αλλά και πίκρα, αφού στο τέλος πάντα κάτι γίνεται και οι προσπάθειές της πέφτουν στο κενό. Στο τέλος βέβαια, και μετά από πολλές αποτυχίες, βρίσκει παρηγοριά σε έναν άνδρα της ηλικίας της, τον οποίο υποδύεται ο Ανδρέας Φιλιππίδης. Την ταινία σκηνοθετεί και πάλι ο Αλέκος Σακελλάριος, σε μουσική του Γιώργου Κατσαρού. Μαζί με τη Βλαχοπούλου, εκτός από τον Φιλιππίδη, πρωταγωνιστούν ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Μπέτυ Λιβανού, η Άννα Κυριακού, ο Παύλος Λιάρος και ο Βασίλης Ανδρονίδης. Η ταινία σημειώνει μεγάλη επιτυχία από την πρώτη κιόλας προβολή της, κόβοντας στην Αθήνα 327.366 εισιτήρια. Εκείνη τη σεζόν βρέθηκε στην 6η θέση, ανάμεσα σε 90 ταινίες. Στην ταινία τραγουδούν ακόμα η Μαρίνα, ο Γιάννης Πάριος και ο Κώστας Προκοπίου, σε μουσική του Γιώργου Κατσαρού. Εξαιρετική η ερμηνεία και του τραγουδιού «΄Ηρθες», από την ίδια την Βλαχοπούλου.

«Η Άγνωστος» Κυβέλη

Στις 26 Μαρτίου του 1956 κάνει πρεμιέρα η δραματική ταινία του Ορέστη Λάσκου «Η Άγνωστος» με την μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου Κυβέλη, να συμμετέχει για πρώτη και τελευταία φορά σε ομιλούσα κινηματογραφική ταινία. Η υπόθεση της ταινίας αφορά μια γυναίκα από οικογένεια «ανώτερης» κοινωνικής τάξης, η οποία εγκαταλείπει τον αυστηρό σύζυγό της, για τον νεαρό εραστή της. Κάποια μέρα, όταν μαθαίνει ότι το παιδί της είναι πολύ άρρωστο, επιστρέφει για να το δει, αλλά ο άντρας της τη διώχνει. Χρόνια μετά, γυναίκα του υποκόσμου πλέον, μαθαίνει πως ο εραστής της ετοιμάζεται να εκβιάσει τον πρώην σύζυγο της και σε μία βίαιη σκηνή μεταξύ τους, τον σκοτώνει. Στη δίκη που ακολουθεί, δικηγόρος της κατηγορουμένης ορίζεται ο ίδιος ο γιος της, ο οποίος δεν τη γνωρίζει, και η κατάληξη θα είναι δραματική. Η ταινία ξεχώρισε αμέσως τόσο για την εκθαμβωτική ερμηνεία της Κυβέλης, όσο και για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή της, την οποία ενισχύει η σκηνοθετική μαεστρία του Λάσκου. Στην πρώτη της προβολή, η ταινία έκοψε 111.065 εισιτήρια σε Αθήνα-Πειραιά. Εκτός από το σενάριο, ο Λάσκος είναι και ο σκηνοθέτης της ταινίας. Η «Άγνωστος» αποτελεί διασκευή της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του Αλεξάντρ Μπισόν και ήρθε τρίτη εισπρακτικά από το σύνολο των 22 ελληνικών ταινιών εκείνης της χρονιάς.

Η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου»... σε 185 λεπτά

O Nίκος Ξανθόπουλος συνιστά από μόνος του ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες, υποδυόμενος στις περισσότερες από αυτές, το αγνό παιδί του λαού, το οποίο αγωνίζονταν μέσα στη βιοπάλη, αντιμετώπιζε διαρκώς σοβαρά προβλήματα από την κακία του κόσμου, αλλά πάντα κατάφερνε να τα ξεπερνάει. Με αυτό το προσωνύμιο έμεινε και στη συνείδηση των Ελλήνων: «Το παιδί του λαού». Προσωνύμιο που τον ακολουθεί ακόμα και σήμερα, που ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες που σημάδεψαν την πλούσια καριέρα του, ήταν και η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», ταινία που γυρίστηκε το 1969 και ήταν διάρκειας 185 λεπτών. Η παραγωγή ήταν της Κλακ Φιλμ, σε σκηνοθεσία του Απόστολου Τεγόπουλου και σενάριο του Πάνου Κοντέλη. Η ταινία θεωρήθηκε από τους κριτικούς ως «λαϊκή όπερα», αποτελώντας ουσιαστικά το δεύτερο μέρος μιας διλογίας ταινιών του Ξανθόπουλου, που είχε αρχίσει με την ταινία «Ξεριζωμένη γενιά». Στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» ο Νίκος Ξανθόπουλος υποδύεται έναν λαϊκό τραγουδιστή, ο οποίος μαθαίνει ότι ο πατέρας του, που τον νόμιζε πεθαμένο στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922, τελικά ζει. Έτσι ξεκινά ένα οδοιπορικό στην Τουρκία, αποφασισμένος να τον βρει. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα η Άντζελα Ζήλεια, η Μιράντα Κουνελάκη, η Κατερίνα Βασιλάκου , ο Λυκούργος Καλλέργης και πολλοί ακόμα σημαντικοί ηθοποιοί. Στην ταινία ακούγονται μεταξύ άλλων τα τραγούδια «Αραμπάς περνάει», «Είσαι το παιδί μου», «Μπεκλεντίμ ντε γκελμεντίν», «Σαμπαχτάν κάλκτιμ». Η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» κατατάσσεται σε μια ειδική ομάδα ταινιών, που δεν ήταν μεν μιούζικαλ, ωστόσο επειδή ακούγονταν σε αυτές περισσότερα από 4 τραγούδια, ονομάστηκαν «μουσικές ταινίες». Ο Νίκος Ξανθόπουλος διέθετε μια χαρακτηριστική και γνήσια λαϊκή φωνή, η οποία τον βοήθησε να ερμηνεύει με ένα δικό του, ξεχωριστό τρόπο τα τραγούδια που του ανέθεταν. Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1968-1969, έκοψε 395.589 εισιτήρια και ήρθε στην 12η θέση, ανάμεσα σε 108 ταινίες. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο τέλος των τίτλων, η παραγωγός εταιρεία αναφέρει τα εξής: «Η "Κλακ Φιλμς" πιστή στην πορεία που χάραξε δίνει σήμερα μια ταινία μνημείο στις παραδόσεις του Ελληνικού λαού».

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας!

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία