Η βέσπα, το κότερο… και το «χούφτωμα» (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Η βέσπα, το κότερο… και το «χούφτωμα» (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Δεκάδες είναι οι θρυλικές ατάκες που μας άφησε παρακαταθήκη ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, τις οποίες εξακολουθούμε να τις αναφέρουμε ακόμα και σήμερα, στις κοινωνικές μας συναναστροφές. Πολλοί αναρωτήθηκαν - και εξακολουθούν να αναρωτιούνται - , ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό τους που τις κράτησε τόσα χρόνια στην επικαιρότητα. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και πολύ περισσότερο δεν είναι μονοσήμαντη. Είναι προφανώς, το εύστοχο χιούμορ που απέπνεαν και που τις έκανε απόλυτα ταιριαστές στην περίσταση του σεναρίου, είναι ο μοναδικός τρόπος που τις ερμήνευσαν οι δεκάδες χαρισματικοί έλληνες ηθοποιοί, αλλά είναι και το γεγονός ότι χαρακτήρισαν περιστάσεις που αποτελούν διαχρονική καθημερινότητα στην ελληνική κοινωνία. Σήμερα είπαμε να θυμηθούμε κάποιες από τις πλέον χαρακτηριστικές, έτσι, για να μην ξεχνάμε και αυτό που είπε κάποτε ο Αλέκος Σακελλάριος, ότι «ο κινηματογράφος είναι η Τέχνη των πολλών και όχι των λίγων».

«Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε»…

«Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε». Η ατάκα αυτή ακούστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική ταινία με τίτλο «Ο ατσίδας», η οποία γυρίστηκε το 1961, με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Κανείς βέβαια, ούτε και ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή θα παρέμενε «ζωντανή» 60 και πλέον χρόνια αργότερα. Η ταινία ήταν παραγωγής Finos Film και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Θεσσαλονίκη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Ήταν κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως». Επρόκειτο για μια άκρως ρεαλιστική ηθογραφία της εποχής, που σατίριζε το «έθιμο» της εποχής, ο αδελφός να παντρεύει πρώτα την αδελφή του και μετά να παντρεύεται ο ίδιος. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος στην ταινία αυτή ξεδιπλώνει για άλλη μια φορά το μοναδικό του ταλέντο, καθηλώνοντας τους θεατές και καταφέρνοντας να καλύψει τις όποιες αδυναμίες της παραγωγής. Η ατάκα “είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα” αποτύπωνε εύγλωτα, μεστά και ουσιαστικά κάποιες αμήχανες κοινωνικές στιγμές, που κάθε ένας από εμάς έχει ζήσει, και αυτό το στοιχείο ήταν που την έκανε αξέχαστη. Στην συγκεκριμένη ταινία αποτύπωνε την αμήχανη στιγμή όπου συναντιόνται για πρώτη φορά οι οικογένειες του ζευγαριού που θέλει να παντρευτεί, μια στιγμή ιδιαίτερα δύσκολη, ενίοτε και καθοριστική για τη μετέπειτα σχέση των δύο οικογενειών. Πόσοι από εμάς δεν βρεθήκαμε στην ίδια θέση; Σε πόσους από εμάς δεν «μιλάει» στην καρδιά μας; Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό. Διότι εκείνη την εποχή τα σενάρια του ελληνικού κινηματογράφου τα έγραφε η ίδια η ζωή και όχι ο κάθε σεναριογράφος. Και φυσικά τα ερμήνευαν ηθοποιοί-μύθοι.

«Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;»

Η ατάκα αυτή αποτελεί ίσως την πλέον χαρακτηριστική της καριέρας του Κώστα Βουτσά και εξακολουθεί να τον “κυνηγάει” μέχρι σήμερα. Ακόμα και νεαρά παιδιά την έχουν ακούσει κάποια στιγμή στην καθημερινότητά τους, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν πως προέκυψε και ποιος ήταν εκείνος που την είπε πρώτη φορά. Σίγουρα θα είναι ένα μικρό σοκ για τα παιδιά αυτά όταν μάθουν ότι η ατάκα αυτή «γεννήθηκε» πριν 52 ακριβώς χρόνια, το 1965, σε μια ταινία της Finos Film, με τίτλο «Κορίτσια για φίλημα». Και ότι εκείνος που την είπε για πρώτη φορά ήταν ο Κώστας Βουτσάς. Από τότε, για κάποιο ανεξήγητο (;) λόγο, η ατάκα αυτή παρέμεινε ζωντανή και ακούγεται μέχρι σήμερα στις καθημερινές συναναστροφές των Ελλήνων, εν είδη αστεϊσμού. Και αν στην προηγούμενη ταινία, η ατάκα “είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα” είχε ξεκάθαρους λόγους να παραμείνει διαχρονικά ζωντανή, εδώ τα πράγματα δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμα. Γιατί θυμόμαστε ακόμα την ατάκα “έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα”; Που άραγε “κολλάει” η ερμηνεία της; Τι είδους καταστάσεις αποτυπώνει και χαρακτηρίζει; Άγνωστον! Και είναι αυτό ακριβώς που είπαμε και στην αρχή, ότι η απάντηση δεν είναι μια και σίγουρα δεν είναι μονοσήμαντη. Ίσως εδώ ο βασικότερος λόγος να είναι ένας και να ακούει στο όνομα Κώστας Βουτσάς. Η ταινία "Κορίτσια για φίλημα" αποτέλεσε μια από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες της Finos Film, κάτι άλλωστε που φαίνονταν εξ αρχής, δεδομένων των εξαιρετικών προδιαγραφών της: Ένα πολύ καλό καστ ηθοποιών, στις καλύτερές τους στιγμές, ένας πολύ καλός και έμπειρος πλέον σκηνοθέτης και σεναριόγράφος – ο Γιάννης Δαλιανίδης -, υπέροχη μουσική από τον Μίμη Πλέσσα, στην πλέον παραγωγική περίοδο της σπουδαίας καριέρας του, ένα δροσερό σενάριο, υπέροχα τοπία της καλοκαιρινής Αθήνας, της Ρόδου, της Ύδρας, ακόμα και της Νέας Υόρκης.

«Χούφτωστη, χούφτωστη»…

Ατάκα ιστορική και αξέχαστη, μέχρι σήμερα παραμένει σημείο αναφοράς για κάθε επίδοξο εραστή και όχι μόνο. Και η οποία πάντα προκαλεί απίστευτο γέλιο! Ακούστηκε στην ταινία του 1967, με τίτλο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», από τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο προς στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ήταν η προτροπή του πρώτου προς τον δεύτερο, όταν ο τελευταίος σχολίαζε την αισθηματική περιπέτεια που είχε με ένα νεαρό κοριτσόπουλο, το οποίο υποδύονταν η Νόρα Βαλσάμη. Ο διάλογος των δύο κορυφαίων ηθοποιών ήταν απολαυστικός και το γέλιο που προκαλούσε αβίαστο και αυθόρμητο, όσες φορές κι αν δει κανείς την σκηνή αυτή. Η ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» γυρίστηκε σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη και Ασημάκη Γιαλαμά, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου. Η υπόθεσή της είναι η εξής: Ο Ντίνος Διαμαντίδης (Λάμπρος Κωνσταντάρας) είναι ένας καλοστεκούμενος μεσήλικας, ο οποίος αρέσκεται να τρέχει πίσω από κάθε θηλυκό, παρά το γεγονός ότι είναι πολλά χρόνια αρραβωνιασμένος με τη γραμματέα του Ρίτα (Μπέτυ Αρβανίτη). Όταν, μέσω ενός παλιού του φίλου του Βούλη (Χρόνης Εξαρχάκος), γνωρίζει την εικοσάχρονη Κορίνα (Νόρα Βαλσάμη), ξετρελαίνεται μαζί της. Δυστυχώς όμως γι' αυτόν πρόκειται για μία σπείρα απατεώνων που σκοπό έχουν την περιουσία του. Τελικά, η Ρίτα με τη βοήθεια του γιατρού του Ντίνου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) κι ενός πρώην υπαλλήλου του θα αποκαλύψει την απάτη και ο Ντίνος αναγνωρίζοντας το λάθος του θα επιστρέψει στην αρραβωνιαστικιά του. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, οι διάλογοι Κωνσταντάρα-Παπαγιαννόπουλο προκαλούν παροξησμό γέλιου, σε ένα σερί καταιγιστικών διαλόγων που δύσκολα συναντάει κανείς σε ταινία.

«Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω…»

«Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω», μια φράση που στα χρόνια τα μεταπολεμικά ήταν πραγματική απειλή για τις παντρεμένες γυναίκες που δεν είχαν δουλειά, ήταν νοικοκυρές στο σπίτι τους και η οικονομική τους επιβίωση ήταν απολύτως εξαρτημένη από τον άνδρα τους. Σήμερα μπορεί να ακούγεται αστεία και ανασχρονιστική, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν μια απειλή που μπορούσε να αλλάξει προς το χειρότερο την ζωή της γυναίκας, εάν ο σύζυγός της την έκανε πραγματικότητα. Και έτσι, ο φόβος της πενίας, την ανάγκαζε να παραμένει στο γάμο της και να καταπιέζεται από έναν σύζυγο που ήθελε να κάνει την ζωή του, αλλά δεν επέτρεπε το ίδιο για την γυναίκα του. Την ατάκα αυτή ανέφερε δεκάδες φορές ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», η οποία γυρίστηκε το 1965 από την εταιρεία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστές τον δημοφιλή και αγαπημένο αυτόν ηθοποιό (στο ρόλο του «μυθικού» Αντωνάκη), αλλά και την Μάρω Κοντού (στο ρόλο της Ελενίτσας). Η ταινία έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τον εξαιρετικά ρεαλιστικό – και ενίοτε ωμό- τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα προβλήματα της μικροαστικής τάξης στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960. Σε μια κοινωνία, που μετά την λαίλαπα του πολέμου αρχίζει να πατάει καλύτερα στα πόδια της, ωστόσο παραμένει βαθύτατα συντηρητική. Έτσι, παραμένει κοινωνικά κατακριτέο το να συζεί ένα ζευγάρι χωρίς να είναι παντρεμένο. Κι αυτό το ζήτημα είναι ένα από τα πολλά που θίγονται στην ταινία, μαζί με άλλα, όπως η πεποίθηση ότι ο άνδρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας, η γυναίκα εξουσιάζεται από αυτόν, η ίδια απαγορεύεται να εργάζεται και να φέρνει έσοδα στο σπίτι και άλλα πολλά. Μαζί με το “καπελάκι” του, γνωστή έμεινε και μια ακόμα ατάκα του Κωνσταντίνου, “λόγω της ημέρας”, με την οποία προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις υπερβολές που κατά τον ίδιο έκανε η γυναίκα του. Μια ατάκα που και σήμερα λέμε καθημερινά, για λόγους που δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς.

«Ξέρεις από βέσπα;»

Πρόκειται για μια από τις θρυλικότερες ατάκες του ελληνικού σινεμά, δημιουργός της οποίας είναι ο Θανάσης Βέγγος. Η ατάκα ακούστηκε από τον ίδιο στην ταινία «Τρελλός, παλαβός και Βέγγος», μια από τις πλέόν χαρακτηριστικές ταινίες του ανεπανάληπτου αυτού και αξέχαστου ηθοποιού. Η ταινία γυρίστηκε το 1967 σε παραγωγή και σκηνοθεσία του ίδιου του Βέγγου. Το σενάριο γράφτηκε από τον Νίκο Τσιφόρο και τον Ναπολέοντα Ελευθερίου. Η ταινία αναφέρεται στην εργατικότητα ενός σερβιτόρου, του Θανάση, που διατηρεί μία ταβέρνα μόνος του. Την ταβέρνα αυτή την έχουν 7 αδέλφια, τα οποία έχουν και μία αδελφή, που ο Θανάσης θα παντρευτεί. Τη μέρα του γάμου του όμως χτύπησε το κεφάλι του και έχασε τη μνήμη του, χάνοντας τον γάμο. Και από εδώ ξεκίνησε μια σειρά κωμικών καταστάσεων που σκορπούν άφθονο γέλιο. Σε μια από αυτές, ο Βέγγος βρίσκεται χωρίς να το καταλάβει καβάλα σε μια βέσπα και χωρίς να γνωρίζει καλά-καλά να την οδηγεί, βολτάρει στην εθνική οδό χωρίς να ξέρει πως να την σταματήσει! Οδηγώντας τη βέσπα, πλησιάζει ένα προπορεύομενο αυτοκίνητο, και απευθυνόμενος στον οδηγό του, τον ρωτάει δυνατά «ξέρεις από βέσπα;». Ο οδηγός όμως δεν μπορεί να καταλάβει το πρόβλημα του Βέγγου και θεωρεί ότι ο τελευταίος του κάνει πλάκα. Η ερώτηση επαναλαμβάνεται πολλές φορές, χωρίς απάντηση από τον οδηγό. Το τέλος της διαδρομής με την βέσπα, οδηγεί τον Βέγγο σε ένα χαντάκι! Και όταν ο οδηγός του αυτοκινήτου σταματάει να βοηθήσει τον Βέγγο, ο τελευταίος εξηγεί στον οδηγό γιατί τον ρωτούσε εάν ήξερε από βέσπα: «Δεν ήξερα πως να την σταματήσω, γι’ αυτό σε ρώταγα εάν ξέρεις από βέσπα!!». Εδώ, η ερμηνεία του Βέγγου, τα πολλαπλά μηνύματα που μπορεί να αποτυπώνει η παραπάνω ατάκα, αλλά και οι δεκάδες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να απαντά, ήταν οι λόγοι που ακόμα και σήμερα η ατάκα αυτή παραμένει ζωντανή.

«Του νόου ας μπέτε»…

«To know us better» («του νόου ας μπέτε»): Μια φράση γεμάτη υπονοούμενα, προσδοκίες, αλλά και ειρωνία, την οποία “λάνσαρε” η Νόρα Βαλσάμη στην ταινία “Ο κατεργάρης”, που έκανε πρεμιέρα στις 5 Απριλίου του 1971 και έμεινε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά για δύο λόγους. Πρώτα από όλα γιατί ήταν η τελευταία ασπρόμαυρη ταινία της Finos Film και δεύτερον διότι ήταν η μοναδική με πρωταγωνιστή τον Χρόνη Εξαρχάκο. Η ταινία αποτελούσε κινηματογραφική μεταφορά του έργου των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη «Πάρτι για Νέους». Ο Εξαρχάκος υποδύεται στην ταινία τον Χρόνη, έναν υπάλληλο του οποίου η αδελφή (Νόρα Βαλσάμη) κάνει ένα πάρτι σπίτι της, καλώντας σε αυτό και τον γιο του Προέδρου της εταιρείας του. Ο τελευταίος είναι πολύ αυστηρών αρχών και κατακρίνει την ενέργεια αυτή, η οποία ωστόσο αντί να οδηγήσει τον Χρόνη στην απόλυση, τον οδηγεί σε …συγγένεια με τον Πρόεδρο (Γιάννης Μιχαλόπουλος), αφού ο γιος του (Λευτέρης Βουρνάς) τελικά παντρεύεται την αδελφή του Χρόνη. Και ως …μπόνους, ο Χρόνης γίνεται Διευθυντής της εταιρείας, επιτυγχάνοντας σημαντικές επιχειρηματικές νίκες γι’ αυτήν. Μάλιστα η διεξαγωγή του «αμαρτωλού» αυτού πάρτι έδωσε την μοναδική ατάκα «To know us better» («του νόου ας μπέτε» στα…ελληνικά), η οποία ακούγεται ακόμα και σήμερα στις καθημερινές συζητήσεις των Ελλήνων. Εδώ ο λόγος που η ατάκα παρέμεινε επίκαιρη και ζωντανή είναι πιο εύκολο να ερμηνευθεί: Στις κοινωνικές μας συναναστροφές, ουσιαστικά αυτό που κάνουμε διαρκώς είναι το “του νόου ας μπέτε”. Οι νέοι συναντιούνται γι’ αυτό το λόγο, τα πάρτυ γίνονται με αυτό το στόχο, ο νεαρός που φλερτάρει την νεαρή κοπέλα αυτό επιδιώκει. Σίγουρα για τη Νόρα Βαλσάμη η ατάκα αυτή αποτελεί σημείο αναφοράς στην καριέρα της, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα την θυμάται με νοσταλγία.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία