Αρτέμης Μάτσας, Δήμος Σταρένιος: Οι κορυφαίοι «καταδότες» του ελληνικού κινηματογράφου

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Αρτέμης Μάτσας, Δήμος Σταρένιος: Οι κορυφαίοι «καταδότες» του ελληνικού κινηματογράφου
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Στην πορεία τους στον ελληνικό κινηματογράφο υπήρχαν κάποιοι ηθοποιοί που ταυτίστηκαν με συγκεκριμένους τύπους ρόλων, κάτι που μπορεί ούτε οι ίδιοι να μην είχαν επιλέξει, αλλά να τους προέκυψε στην πορεία. Έτσι, θυμόμαστε την Τασσώ Καββαδία να παίζει τους ρόλους της κακιάς, την Γεωργία Βασιλειάδου να υποδύεται πάντα άσχημες γυναίκες, τον Ορέστη Μακρή να ερμηνεύει τον μεθυσμένο, τον Νίκο Ξανθόπουλο να υποδύεται «το παιδί του λαού», τον Νίκο Κούρκουλο να ερμηνεύει ρόλους ανθρώπων που αναζητούν πάντα την δικαιοσύνη με κάθε τίμημα, τον Κώστα Πρέκα να υποδύεται τον πατριώτη σε πολεμικές ταινίες. Και δεκάδες άλλους. Αν προσπαθήσουμε ωστόσο να εστιάσουμε σε ρόλους των λεγόμενων «σπιούνων» και «ρουφιάνων», δύο ονόμαστα σπουδαίων ελλήνων ηθοποιών θα έρθουν αμέσως στο μυαλό μας: του Αρτέμη Μάτσα και του Δήμου Σταρένιου. Και οι δύο υποδύθηκαν με εξαιρετικά μοναδικό τρόπο ρόλους αντιπαθητικών ανθρώπων που είτε ρουφιάνευαν άλλους ανθρώπους στην κατοχή, είτε έκαναν τους σπιούνους, είτε ήταν τόσο τσιφούτηδες που οδηγούνταν σε ακραίες συμπεριφορές εναντίων συνανθρώπων τους. Το περίεργο ωστόσο ήταν ότι οι ρόλοι που ερμήνευαν όχι απλά δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τον πραγματικό χαρακτήρα τους, αλλά ήταν και εντελώς αντίθετοι με αυτόν.

Ο Αρτέμης Μάτσας, ο εβραίος πατέρας του και το μίσος του για τους γερμανούς

Ο Αρτέμης Μάτσας είχε – και έχει - τόσο πολύ ταυτιστεί με τους ρόλους του προδότη, του μαυραγορίτη, του σπιούνου, που όταν ο κόσμος θέλει να χαρακτηρίσει κάποιον με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, τον λέει… «Αρτέμη Μάτσα». Κι όμως, ο Αρτέμης Μάτσας υπέφερε πολύ στην κατοχή από τους Γερμανούς, που σκότωσαν τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Εβραίος, και ανάγκασαν τον ίδιο να περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας με ένα κασελάκι τσιγάρα, ώστε να μπορέσει να ζήσει τον εαυτό του και τα 2 αδέλφια του (ένα αγόρι, ένα κορίτσι), αφού τη μητέρα τους την είχαν χάσει από νωρίς. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Αρτέμη Μάτσα διαβάζουμε από το βιβλίο του μικρότερου αδελφού του, Νέστορα Μάτσα, με τίτλο «Αυτό το παιδί πέθανε αύριο/ Ημερολόγιο Κατοχής», που κυκλοφορεί από τον «Ελευθερουδάκη». Περιγράφοντας την σύλληψη του πατέρα τους, ο Νέστορας Μάτσας αναφέρει στο βιβλίο του: «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε». Μετά τη σύλληψη του πατέρα τους, τα τρία αδέλφια χωρίστηκαν για λίγο και μετά κατάφεραν να νοικιάσουν ένα μικρό δωμάτιο στα Εξάρχεια, το οποίο τους το παραχώρησε μια ιερόδουλη. Για να μπορέσουν να ζήσουν, τα αδέλφια Μάτσα αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους, ωστόσο όταν κάποτε και αυτά τελείωσαν, τρέφονταν από τα συσσίτια.

Συμμετοχή σε 90 ταινίες

Το «μικρόβιο» του ηθοποιού εμφανίστηκε στον μικρό Αρτέμη κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του από τις κακουχίες της κατοχής, όπου παραλίγο να χάσει τη ζωή του. Ο ίδιος ήταν πολύ καλός μαθητής στο σχολείο, αλλά δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και προτιμούσε να γίνει ηθοποιός. Μάλιστα η αδελφή του, μεγαλύτερη και από τον Αρτέμη και από τον Νέστορα. είχε αρχίσει τις σπουδές της σε Δραματική Σχολή πριν από την Κατοχή και ο Αρτέμης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Όπως αναφέρει ο Νέστορας Μάτσας στο βιβλίο του, η αγάπη του Αρτέμη για το θέατρο ήταν τόσο μεγάλη που έπεισε τον ίδιο να πουλήσουν μια μέρα το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο, για να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση. Ο Αρτέμης Μάτσας είχε σπουδάσει στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και εργάστηκε με την ιδιότητα του κινηματογραφικού και καλλιτεχνικού συντάκτη σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι πρώτες ταινίες στις οποίες συμμετείχε ήταν το «Ερωτικό ταξίδι» του 1949 και τα «Αρραβωνιάσματα» του 1950, της Μαρίας Πλυτά. Συμμετείχε σε περισσότερες από 90 ταινίες, όπως «Το νησί των γενναίων», «Ποτέ την Κυριακή», «Μπουμπουλίνα», «Οι γενναίοι του βορρά», «Υποβρύχιο Παπανικολής» κ.α. Στο θέατρο έπαιξε από μπουλβάρ μέχρι Μπρεχτ, αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη. Εγραψε αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες» κ.ά. Πέθανε το 2003 σε ηλικία 73 ετών.

Δήμος Σταρένιος: «Οι γερμανοί είναι φίλοι μας»

Ο Δήμος Σταρένιος είναι ο δεύτερος σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός που ταυτίστηκε με ρόλους καταδότη, σπιούνου, μαυραγορίτη, αλλά και τσιγκούνη. Η ατάκα του «οι γερμανοί είναι φίλοι μας», την οποία είπε στην ταινία «Η χαραυγή της νίκης», έμελε να τον «κυνηγάει» σε όλη του την καριέρα. Ο πιο χαρακτηριστικός ρόλος του ωστόσο ήταν αυτός του γερο Λαδά, τον οποίο ερμήνευσε στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Μάλιστα, ήταν τόσο σπουδαία η ερμηνεία του στο ρόλο του τσιφούτη, που όταν ο κόσμος ήθελε να χαρακτηρίσει κάποιον ως τσιγκούνη τον έλεγε «γερο Λαδά». Ο Δήμος Σταρένιος γεννήθηκε στο Κάιρο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο. Η οικογένειά του ήταν ευκατάσταση, ωστόσο κατά την περίοδο της κατοχής στην Αθήνα, πέρασε δύσκολες στιγμές στον αγώνα για την επιβίωση. Μάλιστα ο ίδιος ο Σταρένιος, ένα βράδυ ενώ βρισκόταν στη σκηνή και ερμήνευε το ρόλο του στην παράσταση «Απόψε θα γελάσουμε», λιποθύμισε από την πείνα και μεταφέρθηκε στο σταθμό των πρώτων βοηθειών. Μόλις συνήλθε δε, πήγε αμέσως σπίτι του και την επόμενη ημέρα συνέχισε κανονικά τις παραστάσεις του.

Σκληρή λογοκρισία από τη χούντα

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και ποιητή Γιάννη Βαρβέρη - με τον οποίο ο Δήμος Σταρένιος είχε συγγενική σχέση-, ο ηθοποιός ήταν ένας «ρομαντικός κομμουνιστής». Όπως λέει ο ίδιος, αγαπούσε τόσο πολύ την αριστερά που δεν μπορούσε να χωνέψει ότι αυτή είχε διασπαστεί σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού. Βοηθούσε πάντα και τις δύο ομάδες της αριστεράς, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα συμφωνήσουν και θα ενωθούν. Τα πολιτικά πιστεύω του ηθοποιού δεν ήταν κρυφά και αυτό του δημιούργησε σοβαρά προβλήματα κατά τη διάρκεια της χούντας, όπου η συμμετοχή του σε κρατικές κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και σε παραστάσεις του Εθνικού θεάτρου, ήταν απαγορευμένη. Μάλιστα ο Σταρένιος ήταν τόσο «στιγματισμένος» από τη χούντα που δεν επιτρεπόταν ούτε η αναφορά του ονόματος του. Έτσι, όταν ο Φρέντυ Γερμανός κατά τη διάρκεια μιας εκπομπής του αναφέρθηκε τυχαία στον ηθοποιό, η λογοκρισία έκοψε τη φωνή του. Ο Δήμος Σταρένιος εμφανίστηκε σε 66 ελληνικές παραγωγές και λόγω του ότι μιλούσε πολλές γλώσσες, συμμετείχε και σε αρκετές ξένες. Η πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν «η Μάγια η τσιγγάνα», του 1943, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι ερμηνείες του στις ταινίες «Πρόσωπα λησμονημένα» (1946), «Τα αρραβωνιάσματα» (1950), «Ματωμένα Χριστούγεννα» (1951), «Οι άσσοι των γηπέδων» (1956), «Τζιπ, περίπτερο κι αγάπη» (1957), «Ο άνθρωπος του τρένου» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Αμέρικα-Αμέρικα» (1963), «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970), «Οι γενναίοι του βορρά» (1970), «Η χαραυγή της νίκης» (1971), «Της ζήλιας τα καμώματα» (1971), «Κρίμα το μπόι σου» (1971) κ.α. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Δήμος Σταρένιος γνώρισε την Νίνα Βαρβέρη με την οποία παντρεύτηκε και έμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1983. Ο ίδιος δεν απέκτησε ποτέ παιδιά.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία