Έρευνα του ΕΚΠΑ αποκάλυψε πως ραδιενεργά ίχνη από το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ εντοπίζονται ακόμα στην Αττική

Επιμέλεια: Newsroom
Έρευνα του ΕΚΠΑ αποκάλυψε πως ραδιενεργά ίχνη από το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ εντοπίζονται ακόμα στην Αττική
Αποκαλυπτική είναι η έρευνα που διεξήχθη από το εργαστήριο Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ, καθώς εντοπίστηκαν ραδιενεργά ίχνη σε 23 πάρκα της Αττικής.

Η έρευνα του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αποκάλυψε πως ραδιενεργά ίχνη που συνδέονται με την καταστροφή του Τσερνομπίλ εξακολουθούν να ανιχνεύονται στην περιοχή της Αττικής, ακόμη και 37 χρόνια μετά την πυρηνική καταστροφή που συγκλόνισε τον κόσμο.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα», η έρευνα αποκάλυψε την παρουσία καισίου-137 (Cs-137) σε 23 πάρκα εντός του Λεκανοπεδίου. Το καίσιο-137 είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα υποπροϊόντα της σχάσης του ουρανίου.

Το 1986, λίγες ημέρες μετά το πυρηνικό ατύχημα, επιστήμονες από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και το Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» κατέγραψαν υψηλές συγκεντρώσεις επικίνδυνων ραδιοϊσοτόπων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του ραδιο-καισίου, καθώς και του ιωδίου και του τελλουρίου. Μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν μια δεκαετία αργότερα έδειξαν ότι η Ελλάδα είχε απαλλαγεί από τις περισσότερες από αυτές τις ουσίες, με εξαίρεση το καίσιο-137. Οι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι τα επίπεδα που εντόπισαν στην πρόσφατη έρευνά τους είναι πολύ κάτω από το όριο κινδύνου, αλλά χρησιμεύουν ως δείκτης της επίμονης παρουσίας του καισίου, το οποίο χρειάζεται 30 χρόνια για να μειωθεί στο μισό.

Τα δείγματα που συνέλεξαν οι ερευνητές συγκρίθηκαν με μετρήσεις από τη Βαρκελώνη, όπου καταγράφηκαν χαμηλότερα επίπεδα, και το Βουκουρέστι, όπου βρέθηκαν μεγαλύτερες ποσότητες. Στόχος των επιστημόνων είναι να επεκτείνουν την έρευνά τους και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως τα Γρεβενά και η Καρδίτσα, οι οποίες πιστεύεται ότι έχουν πληγεί περισσότερο από το πυρηνικό ατύχημα του 1986. Πρόκειται για μια σημαντική ερευνητική προσπάθεια, καθώς δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες μελέτες στον συγκεκριμένο τομέα, ενώ στο παρελθόν είχαν πραγματοποιηθεί μόνο σποραδικές μετρήσεις.

Η αποκάλυψη αυτή υπογραμμίζει τη σημασία της συνεχούς παρακολούθησης και έρευνας για την καλύτερη κατανόηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων των πυρηνικών ατυχημάτων και τη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας του πληθυσμού. Είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμη και δεκαετίες μετά από ένα πυρηνικό ατύχημα, οι συνέπειές του μπορεί να είναι ακόμη αισθητές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αυστηρά μέτρα ασφαλείας και διεθνή συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και της προστασίας του περιβάλλοντος.