Τρέχουμε γιατί μας κυνηγάνε! (vid)

Αργυρώ Γιαννουδάκη
Τρέχουμε γιατί μας κυνηγάνε! (vid)

bet365

Γιατί το δρομικό κίνημα έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας; Για να κερδίσουν οι συμμετέχοντες χρηματικά έπαθλα, χορηγίες, μετάλλια ή ωραία οπίσθια; Την απάντηση τη βρήκα παίρνοντας την απόφαση να αρχίσω το τρέξιμο πριν 2,5 μήνες και να λάβω μέρος στο αγώνισμα των10χλμ. του Μαραθωνίου της Αθήνας. Φυσικά δεν βρίσκεται σε τίποτα από τα παραπάνω.

Στην περίπτωση μου λοιπόν, η απάντηση δόθηκε έπειτα από μία μαγική φράση που μου είπε ένας φίλος μου, τον οποίο κοροΐδευα όταν τον έβλεπα να τρέχει υπό πολικές θερμοκρασίες ή καταρρακτώδη βροχή: «Θα νιώθεις να αδειάζει το μυαλό σου!».

Ε, αυτό ακριβώς χρειαζόμουν, χωρίς να πέσω στο αλκόολ ή τα ναρκωτικά! Πώς λοιπόν; Με το να φτάνω το σώμα μου στα όρια του, προκειμένου να κάνω έστω και προσωρινή διαγραφή σε προβλήματα όπως: εφορία, ΤΕΒΕ, ΙΚΑ, κοινόχρηστα και δεν ξέρω εγώ τι άλλο.

Γιατί όμως οι περισσότεροι στρέφονται στο τρέξιμο; Οι λόγοι είναι δύο. Ο πιο απλοϊκός είναι διότι δεν χρειάζεσαι τίποτα εκτός από τα παπούτσια σου για να τρέξεις (αν και γεγονός είναι ότι έχει στηθεί μία ολόκληρη βιομηχανία). Στο δεύτερο λόγο οδηγήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο του Κρίστοφερ ΜακΝτούγκαλ, «Born to Run», στο οποίο προκύπτει το συμπέρασμα που περιγράφει ο τίτλος.

Ο άνθρωπος λοιπόν, είναι γεννημένος για να τρέχει. Αφενός είναι το μόνο δίποδο που διαθέτει αυχενικό σύνδεσμο, το οποίο σημαίνει ότι του επιτρέπει να τρέχει, σε αντίθεση με τον χιμπατζή, που είναι περιπατητικό ζώο, αφετέρου είναι το μόνο θηλαστικό με τρίχωμα το οποίο δεν περιορίζεται από τον κύκλο της μίας αναπνοής ανά κίνηση.

Δηλαδή μπορούμε να αναπνέουμε κατά βούληση γιατί μπορούμε να ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία του σώματος μας μέσω του ιδρώτα. Όλα τα έμβια όντα στον πλανήτη που διαθέτουν τρίχωμα ρίχνουν την θερμοκρασία του σώματος τους μέσω της αναπνοής, η οποία περιορίζει στους πνεύμονες ολόκληρο το σύστημα ρύθμισης θερμότητας του οργανισμού τους.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όσο ιδρώνουμε μπορούμε να συνεχίζουμε να κινούμαστε. Αντίθετα, τα άλλα θηλαστικά όταν η θερμοκρασία του σώματος τους ξεπεράσει ένα ορισμένο όριο σταματούν, για να αποφύγουν την κατάρρευση λόγω υπερθερμίας.

Εδώ ακριβώς κρύβεται και η κυνηγετική δεινότητα των προγόνων μας. Δεν είχαν την ταχύτητα ενός τσιτάχ, εκμεταλλεύονταν όμως στο έπακρο την αντοχή τους. Δηλαδή η κυνηγετική ομάδα εντόπιζε το θύμα, μία αντιλόπη φερ' ειπείν και την έπαιρναν στο κατόπι έως ότου την οδηγήσουν στην εξάντληση.

Το τελευταίο συμπέρασμα ήταν το αποτέλεσμα κοινής πολυετούς έρευνας των Δρ Μπραμπλ και Λίμπερμαν των Πανεπιστημίων Χάρβαρντ και Γιούτα.

Τρέχεις λοιπόν, είτε για να κυνηγήσεις, είτε επειδή σε κυνηγούν. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δέχεται πλασματικά ερεθίσματα και αντιδρά σε αυτά. Όταν βλέπεις τον πρωταγωνιστή μίας ταινίας στην άκρη του γκρεμού σε πιάνει ίλιγγος ή στη σκηνή που τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν ανεβάζεις παλμούς, παρότι κάθεσαι στον καναπέ του σπιτιού σου αραχτός...

Αντίστοιχα, όταν σε «κυνηγούν» οι σκέψεις του ΕΝΦΙΑ, του ΤΕΒΕ και της εφορίας, νιώθεις ότι βρίσκεσαι υπό διωγμό και σπεύδεις αντανακλαστικά να γλιτώσεις. Μην κατηγορείτε λοιπόν, ελαφρά τη καρδία ως αναίσθητους, όσους παίρνουν τους δρόμους. Δεν είναι ούτε για την δόξα, ούτε για το χρήμα, αλλά για να «βυθιστούν» αρχικά στις σκέψεις τους και στη συνέχεια να φτάσουν στην έστω προσωρινή «κάθαρση».

Το πείραμα!
Τη στιγμή που αποφάσισα ότι θα τρέξω πριν από 2,5 μήνες, σκέφτηκα ότι είχα μίας πρώτης τάξης ευκαιρία να μπω στη θέση των πρωταγωνιστών, με τους οποίους ασχολούμαι καθημερινά.

Με δεδομένο ότι είχα να τρέξω 17 χρόνια και οι αντοχές μου με εγκατέλειπαν στο πρώτο μισάωρο, θα έπρεπε να δείξω αφοσίωση και επιμονή. Και αυτό έκανα.

Προπονήσεις λοιπόν, έξι φορές την εβδομάδα, (τρία τρεξίματα και τρία ενδυνάμωση με λάστιχα στο σπίτι) και έξτρα πρωτεΐνη την οποία έπαιρνα κυρίως από τα αυγά -όχι άλλα αυγά! Όλα αυτά φυσικά ενώ οι υποχρεώσεις στη δουλειά και στο σπίτι, παρέμεναν ως είχαν...

Τον πρώτο 1,5 μήνα ήμουν μονίμως πονεμένη. Εκεί που έλεγα «άντε γυμνάστηκαν οι γάμπες», πιανόμουν στους τετρακέφαλους. (Παρεμπιπτόντως με τους τελευταίους αλήθεια είναι ότι ξανασυστηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια.) Ίσιωναν οι τετρακέφαλοι, έμενα από δικέφαλους κοκ...


Θυμήθηκα λοιπόν, την ατάκα του Σπύρου Γιαννιώτη σε ανύποπτο χρόνο, ότι μετά από κάθε προπόνηση πονούσε παντού. Όταν μου την είπε δεν την προσπέρασα, αλλά η βαρύτητα που απέκτησε όταν το βίωσα ήταν αυτόματα μεγαλύτερη.

Και εκεί που το Σάββατο, μία εβδομάδα πριν τον αγώνα ήμουν πανέτοιμη, αφού έβγαλα για πρώτη φορά το δεκάρι σε δρόμο, με «θυμάται» ένας τραυματισμός κληρονομιά της εγκυμοσύνης, οστεϊτιδα στην ηβική σύμφυση, τουτέστιν πόνος πολύς στον προσαγωγό.

Ε, λέω θα περάσει... Την Τρίτη πήγα στο γήπεδο για χαλαρό τρέξιμο έκανα ένα γύρο και σταμάτησα. Κλαίγοντας. Όχι τόσο από τον πόσο, όσο επειδή σκεφτόμουν ότι δεν θα τρέξω. Όλη η προετοιμασία που είχα πάει πήγαινε στράφι.

Και όχι τίποτα άλλο, μέχρι και η μάνα μου που στην αρχή που έμαθε για τα τρεξίματα με αποπήρε λέγοντας μου «Εσύ παιδάκι μου δεν πας καλά, κοίτα πως έγινε το πρόσωπο σου (σ.σ.: εννοώντας ότι αδυνάτισα)», όταν έμαθε ότι με πονάει πάλι το πόδι μου, ενώ είχα αποφασίσει ότι δεν θα πάω στον αγώνα, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι: «Ξέρω ότι θα πας γιατί όταν βάζεις κάτι στο μυαλό σου τα καταφέρνεις».

Και δεν ήταν μόνο εκείνη, ο άντρας μου, ο Άρης επέμενε ότι, «Δεν καταλαβαίνεις εσύ. Τίποτα δεν θα έχεις στον αγώνα».
Την Τετάρτη ο Αλέξης, ο οποίος είχε αναλάβει χρέη κόουτς όλο αυτό το διάστημα, επέμεινε να πάω την επομένη στο γήπεδο. Με βαριά καρδιά πήγα και έτρεξα μισή ώρα, χωρίς πόνο, με μία ενόχληση υποφερτή μόνο. «Σου είπα ότι δεν θα είχες τίποτα. Στον αγώνα δεν θα το νιώθεις καν!»

Κάπου εκεί σκέφτηκα και τον Λευτέρη Πετρούνια, λέω τι διάολο πήρε χρυσό στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με τον καρπό του να είναι τριπλάσιος από την φλεγμονή και εσύ τα παρατάς έτσι... Ντροπή!

Η απόφαση ελήφθη. Θα πήγαινα! Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Ξύπνησα στις 4, στις 4.30, στις 5, στις 5.15 και κάθε φορά που κοιτούσα το ξυπνητήρι έλεγα άντε δεν θα ξημερώσει. Ε, όταν ξημέρωσε έφαγα μία μπάρα δημητριακών συνταγή Πετρετζίκη, με πινελιές δικές μου, πήρα μία χούφτα θερμαντική κρέμα, την άλειψα γύρω από το ισχύο και έφυγα!

Όταν στήθηκα στο 4ο μπλοκ είχα ακίνητη 110 παλμούς... Ευτυχώς όταν ξεκίνησε ο αγώνας ηρέμησα και αναλογιζόμουν την πίεση που δέχονται οι πρωταθλητές. Εάν εγώ με 5 άτομα που ήξεραν ότι θα τρέξω ένιωθα χρέος να αγωνιστώ, για έναν σοβαρό αθλητή που έχει τα βλέμματα μίας χώρας πάνω του, είναι σίγουρα δυσβάσταχτο. Θυμήθηκα ξανά, την εικόνα του Λιου Ξιανγκ, να στήνεται στο βατήρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου για τον αγώνα των 110μ. με εμπόδια και να αναγκάζεται να εγκαταλείψει στα πρώτα μέτρα, με 91.000 ζευγάρια μάτια στραμμένα πάνω του...

Στο βάρος των προσδοκιών που πρέπει να σηκώσει ένας αθλητής, προσθέστε και την πίεση των χορηγών, η οποία είναι επίσης τεράστια. Δεν είναι καθόλου σπάνιες οι περιπτώσεις αθλητών που ταξιδεύουν με πυρετό για να αγωνιστούν ίσα-ίσα για να μην χαθεί η συμμετοχή, όχι φυσικά γιατί το θέλουν, αλλά διότι σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να κλωνιστεί η εμπιστοσύνη του χορηγού. Η επαπειλούμενη διακοπή συνεργασίας εξαναγκάζει τον χορηγούμενο να αποκρύπτει τραυματισμούς ή ακόμη και να καθυστερεί χειρουργικές επεμβάσεις.

Εικόνες του αγώνα
Όταν για πλάκα ανακοίνωσα στον διευθυντή του gazzetta.gr, Bασίλη Σαμπράκο ότι θα τρέξω το 10άρι ενθουσιάστηκε και μου είπε να το καταγράψω. Χωρίς να βρίζω την ώρα που τρέχω!

Παρότι δεν έδωσα τότε πολλή σημασία, όταν πλησίασε ο αγώνας, με φώναξε και μου είπε ότι σοβαρολογούσε, με συμβούλευσε να τερματίσω για «να μην ξεφτιλιστώ» και μου είπε να προσπαθώ να μιλώ στην κάμερα για τις εικόνες που βλέπω.

Δύο εικόνες λοιπόν, δεν θα ξεχάσω από τη συμμετοχή μου σε αυτόν τον αγώνα. Η πρώτη λίγο αφότου έστριψα από την Χαριλάου Τρικούπη στην Ακαδημίας. Ένας άντρας καθισμένος πάνω σε δύο λευκά στρώματα, είχε κάνει σπίτι του το πεζοδρόμιο, το κεφάλι του ήταν χωμένο ανάμεσα στα γόνατα του και με τα δάκτυλα του είχαν μπλεχτεί ανάμεσα τα μαύρα του μαλλιά, θα μπορούσε να είναι και νεότερος από μένα.

Πάγωσα. Ντράπηκα και ένιωσα ενοχές που έτρεχα εκείνη την ώρα! Δεν ξέρω αν ήθελε να κρυφτεί ή να μην βλέπει τους χιλιάδες μαλάκες που έτρεχαν δίπλα του. Ευτυχώς λίγα μέτρα πιο πάνω είδα την ομάδα της «Σχεδίας» να τρέχει και πήρα μία ανάσα, αφού ένα σημαντικό μέρος από τα έσοδα του συγκεκριμένου μηνιαίου περιοδικού πάνε στους άστεγους ανθρώπους που τα διαθέτουν.

Η δεύτερη εικόνα που μου έκανε εντύπωση είναι τα ερειπωμένα μαγαζιά. Όχι γενικά, αλλά στη γειτονιά μου. Μέσα σε μία εβδομάδα έκλεισαν δύο ακόμη και αλήθεια δεν είχα προλάβει να το αντιληφθώ. Το 1992 η Βούλα Πατουλίδου έμεινε στην ιστορία για το χρυσό και την ατάκα: «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο», όμως 24 χρόνια μετά το μόνο που σου έρχεται στο μυαλό βλέποντας τις θλιβερές εικόνες αστέγων και ανέργων είναι: «Γαμώ την Ελλάδα!»

Ολοκληρώνοντας τον αγώνα έμεινα για αρκετή ώρα στο Παναθηναϊκό Στάδιο και στη συνέχεια το έκοψα με τα πόδια για το σπίτι, για να συναντήσω τον «κόουτς» που έτρεχε στο μαραθώνιο. Είδα λοιπόν μαραθωνοδρόμους άνδρες και γυναίκες, υπέργηρους, υπέρβαρους, με φουστανέλα, με στολή Σπαρτιατών, να τρέχουν με σανδάλια, σπρώχνοντας αναπηρικά καρότσια, όμως ένας ήταν πραγματικά Θεός! Μετά το 30ο χιλιόμετρο τον πέτυχα να παίζει με τρία κόκκινα μπαλάκια (όπως οι κλόουν) και να τρέχει ταυτόχρονα. Μαραθώνιο! (εκ υστέρων έμαθα ότι έτσι ξεκίνησε και έτσι ακριβώς τερμάτισε).

Κλείνοντας λοιπόν, θέλω κι εγώ να «ευχαριστήσω όσους με στήριξαν», ανάμεσα στους οποίους και την Πέπίτα για τις μπουγάτσες. Είναι η πλέον βαρετή δήλωση για έναν δημοσιογράφο από πλευράς αθλητών, αλλά ίσως η σημαντικότερη για τον ίδιο...

 

Τελευταία Νέα